Μπορεί ο Ιωάννης Κονδυλάκης να έχει καταγραφεί ως ένας από τους πλέον αξιόλογους νεοέλληνες πεζογράφους του β’ μισού του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα, δίπλα στους άλλους μεγάλους του πνεύματος της Κρήτης και της Ελλάδος.
Ωστόσο στην πιο ώριμη περίοδο της ζωής του, δυο χρόνια πριν το τέλος του το 1918, σε μια δύσκολη εποχή, μόλις μια πενταετία μετά την Ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα, κάποιες δημόσιες παρεμβάσεις του από τις σελίδες του κρητικού τύπου, σήμερα μας ξενίζουν.
Ίσως να φταίει η χρονική απόσταση της εκατονταετίας και πλέον που μας χωρίζει και οι άγνωστες για κείνες τις εποχές σημερινές αντιλήψεις για την αξία των πόρων της πολιτιστικής κληρονομιάς και των μνημειακών αποτυπωμάτων του παρελθόντος.
Άλλωστε, ο αιώνας που μεσολάβησε πλούτισε τον κόσμο μας, με τις δεκάδες διεθνείς συμβάσεις για την προστασία του μνημειακού αποθεμάτων των λαών μέσα από τις πολυτάραχες ιστορικές τους διαδρομές.
Σήμερα είναι αυτονόητη υποχρέωση κάθε κράτους η διαφύλαξη του συνόλου των υλικών πολιτιστικών αναφορών για τις μελλοντικές γενιές καθώς σε αυτές εκφράζεται, δομείται και πραγματώνεται η διαιώνιση του αρχιτεκτονικού αποτυπώματος όλων των εποχών, και εξασφαλίζεται η συνείδηση της κοινής πολιτιστικής ταυτότητας και της ιστορικής συνέχειας των λαών.
Επειδή τα τελευταία χρόνια, συχνά πυκνά προβάλλεται, δικαίως η επιθυμία τόσο από την τοπική αυτοδιοίκηση όσο και από το κεντρικό κράτος για τη διάσωση των βενετσιάνικων οχυρώσεων του Ηρακλείου και την αρμονική και χρηστική ένταξή τους στον πολεοδομικό ιστό και τις χρήσεις της πόλης, είναι ίσως αναγκαίο να γνωρίζουμε από την αρχή κιόλας της πολιτειακής υπόστασης της Κρήτης μέσα στο Ελληνικό κράτος, κάποιες ενδιαφέρουσες ψηφίδες του παρελθόντος που σχετίζονται με αυτές τις οχυρώσεις.
Εκείνη την ταραγμένη περίοδο του 1918, μόλις ένα περίπου μήνα πριν είχε υπογραφεί η δεύτερη και οριστική συνθήκη τέλους του Α’ παγκοσμίου πολέμου. Στην Ελλάδα και την Κρήτη ήταν εμφανή ακόμη τα αποτελέσματα του εθνικού διχασμού ανάμεσα στο στρατόπεδο των φιλελευθέρων υπό τον Ελ. Βενιζέλο και των φιλομοναρχικών υπό τον Δημ. Γούναρη.
Η Κρήτη διατηρούσε ακόμη νωπά, σχεδόν ατόφια τα «απόνερα» και τα αρώματα των παλιών πολιτισμών και των λαών που είχαν περάσει απ’ αυτήν. Πολλοί εξ Εσπερίας, διαισθανόμενοι προφητικά και εν μέσω μιας σίγουρης νεφέλης απαισιοδοξίας την τύχη του μνημειακού αποθέματος του νησιού στο μέλλον, έστελναν ανθρώπους τους, για να αποτυπώσουν σε σχέδια και φωτογραφίες τον πλούτο που σίγουρα θα χάνονταν.
Ακόμη πολύ πριν την Ένωση με την Ελλάδα το Ινστιτούτο Επιστημών, Γραμμάτων και Τεχνών της Βενετίας έστελνε τον Giuseppe Gerola σαν επικεφαλής ολόκληρου συνεργείου από ειδικευόμενους συνοδούς στην Κρήτη, με εντολή να μελετήσει, φωτογραφήσει και καταγράψει τα ενετικά μνημεία σε όλο το νησί, προτού αυτά καταστραφούν από το χρόνο.
Αυτή, την ίδια περίοδο που ο Ι. Κονδυλάκης αρθρογραφούσε στην ημερήσια εφημερίδα του Ηρακλείου «Νέα Εφημερίς» που εξέδιδε ο Μεραμπελιώτης ιστορικός Ιωάννης Μουρέλος, στην Κρήτη είχε φτάσει κατ’ εντολή του Βενιζέλου, ο Ελβετός φωτογράφος Fred Boissonnas και αποτύπωνε στις γυάλινες τότε φωτογραφικές πλάκες του, εικόνες που σήμερα φαντάζουν από άλλους αλλόκοτους κόσμους.
Στο Μεγάλο Κάστρο που ακόμη ο αέρας του μύριζε αρώματα και χρώματα της Ανατολής – ας μην ξεχνάμε οι Οθωμανοί δεν είχαν ακόμη φύγει από το νησί- επικρατούσε, δέσποζε μια αντίληψη «εκσυγχρονισμού» που κέλευε να στείλουμε «στο πυρ το εξώτερο ό,τι θύμιζε κατακτητές»!
Ας μην ξεχνάμε ότι αυτή η αντίληψη δέσποζε μέχρι και πολύ πρόσφατα, στην επταετία των συνταγματαρχών, όταν με ΦΕΚ κατεδαφίζονταν μοναδικά λαμπρά αποτυπώματα του βενετσιάνικου αρχιτεκτονικού πλούτου της πόλης!
Έτσι μέσα σε αυτό το αχαρτογράφητο, χωρίς μπούσουλα πλαίσιο ακόμη και οι κορυφαίοι πνευματικοί άνθρωποι της εποχής, δεν εξέφραζαν ξεκάθαρο λόγο για την ολική διατήρηση στην αυτούσια μορφή τους, των βενετσιάνικων οχυρώσεων της πόλης. Σε πρωτοσέλιδη παρέμβαση στις 18.12.1918 στη «Νέα Εφημερίδα» με τίτλο «Τα τείχη» και με την υπογραφή του Ιωάννη Κονδυλάκη, διαβάζουμε ένα αμφίσημο κείμενο, που υποδηλώνει μια όχι ξεκάθαρη θέση υπεράσπισης της ακριβούς μορφής των οχυρώσεων.
Και ενώ ναι μεν εκφράζει ευθαρσώς την άποψη ότι «οὐδένα δὲν ἐμποδίζουν τὰ τείχη νὰ κτίσῃ καὶ νὰ κατοικήσῃ εἰς τὰ περίχωρα…» και ότι αυτά «δύνανται να διατηρηθοῦν καὶ νὰ χρησιμοποιηθοῦν εἰς ἐξωραϊσμὸν καὶ ἄνεσιν τῆς πόλεως», αμέσως μετά ακυρώνει αυτή τη θέση του γράφοντας ότι «…ισοπεδούμενον τὸ τεῖχος δύναται νὰ δώσῃ εἰς τὸ ῾Ἡράκλειον μίαν θαυμασίαν λεωφόρον μὲ διπλῆν σειρὰν δένδρων, μήκους 3-4 χιλιομέτρων» (sic).
Το κείμενο αυτό είχε απ’ ότι φαίνεται προκύψει ως διευκρίνιση άλλου πρωτοσέλιδου σημειώματός του που είχε δημοσιεύσει τρεις μέρες νωρίτερα στην ίδια εφημερίδα με τίτλο «Τι γίνεται εις την πλατείαν» και στο οποίο εξέφραζε με σκωπτικό τρόπο τις αντιρρήσεις του για τις εργασίες επιχωματώσεων που γίνονταν από τη δημοτική Αρχή στην περιοχή των Τριών Καμαρών.
Στο εκτενές διευκρινιστικό κείμενό του τη μεθεπομένη στις 18.12.1918 ο Ι. Κονδυλάκης μιλά υποτιμητικά για την πύλη του Λαζαρέτου της οποίας «τον λίθινον όγκον» προσομοιάζει με «κάμηλον αποκριάτικην» (sic) και για την οποία «δὲν βλέπει ποίαν ἀξίαν ἱστορικὴν ἢ καλλιτεχνικὴν δύναται νὰ ἔχῃ αὐτὴ ἡ ἁψίς»!
Ολόκληρο το κείμενο του Ι. Κονδυλάκη στο πρωτοσέλιδο της «Νέας Εφημερίδος» της 18.12.1918 έχει ως εξής (στην πολυτονική γραφή):
«Δὲν ἐπιθυμῶ νὰ ὑποτεθῇ ἐξ ὅσων ἐγραψα περί διατηρήσεως τοῦ ἐπιχώματος Βιτούρη ὅτι ὁ σεβασμός μου πρὸς τὰ ἑνετικὰ κτήρια φθάνει μέχρι τῆς εὐλαβείας, ἥτις διατηρεῖ εἰς τὴν πλατεῖαν τῶν Τριῶν Καμαρῶν, ὡς Καμήλων ἀποκρηάτικην, τὸν λίθινον ὄγκον τῆς ἐσωτερικῆς πύλης τοῦ Λαζαρέτου. Οὔτε καὶ εἶμαι τῆς ἰδέας ἐκείνων οἵτινες λέγουν ὅτι πρέπει τὰ τείχη νὰ πέσουν, διότι ἐνθυμίζουν μίαν ἀπαισίαν ἐποχὴν δουλείας.
Νὰ ἐπέσουν εἶνε ἕνας λόγος, ἀλλὰ τὸ πρᾶγμα εἶνε δύσκολον. Θ᾽ ἀπαιτήσῃ ἡ κατεδάφισις σχεδὸν ἴσον κόπον μὲ τὴν ἀνέγερσιν. ᾿Αλλὰ καὶ διατί νὰ πέσουν;
Ἡ πόλις τοῦ ῾Ηρακλείου ἔχει χῶρον ἀκόμη διὰ διπλάσιον πληθυσμόν. Οὐδένα δὲ ἐμποδίζουν τὰ τείχη νὰ κτίσῃ καὶ νὰ κατοικήσῃ εἰς τὰ περίχωρα, πρᾶγμα ποῦ ἤρχισεν ἤδη νὰ γίνεται. Αλλὰ τὰ τείχη δύνανται να διατηρηθοῦν καὶ νὰ χρησιμοποιηθοῦν εἰς ἐξωραϊσμὸν καὶ ἄνεσιν τῆς πόλεως. Ισοπεδούμενον τὸ τεῖχος δύναται νὰ δώσῃ εἰς τὸ ῾Ἡράκλειον μίαν θαυμασίαν λεωφόρον μὲ διπλῆν σειρὰν δένδρων, μήκους 3-4 χιλιομέτρων.
᾿Ιδίως τὸ Μπετενάκι δύναται νὰ δώσῃ εἰς τὸ ῾Ηράκλειον μίαν μεγαλοπρεπῆ πρόσοψιν πρὸς τὴν θάλασσαν, ἂν μάλιστα ληφθῇ φροντὶς νὰ κτισϑοῦν κατὰ μῆκος αὐτοῦ καλαὶ οἰκοδομαὶ καὶ ἂν προληφθῇ ἡ πτῶσις τοῦ ἐπιθαλασσίου τείχους.
Τὸ ὅτι τὰ τείχη ἀποτελοῦν λείψανα ξενικῆς κατακτήσεως δὲν εἶνε λόγος διὰ νὰ τὰ καταστρέψωμεν. Διότι τότε πρέτει να καταστρέψωμεν καὶ τὴν ἱστορίαν, ἥτις διηγεῖται τὰ αὐτὰ πράγματα. ᾿Αλλ᾽ ὅπως ἡ ἱστορία μᾶς ὁδηγεῖ ν᾿ ἀποφύγωμεν τὴν ἐπανάληψιν τῶν σφαλμάτων καὶ τῶν παθημάτων τοῦ παρελθόντος καὶ τὰ μνημεῖα μᾶς διδάσκουν νὰ φυλάττωμεν τὴ ἐλευθερίαν, διὰ τὴν ἀπώλειαν τῆς ὁποίας τόσα ὑπεφέραμεν εἰς τὸ παρελθόν. Τὰ φρούρια τοῦ ῾Ηρακλείου δὲν εἶνε μνημεῖον μόνον τῆς ξένης κατακτήσεως, εἶνε καὶ μνημεῖον τῆς Κρητικῆς ἱστορίας.
Εἶνε δὲ καὶ μνημεῖον τῆς μεσαιωνικῆς στρατιωτικῆς τέχνης ἐκ τῶν μεγαλοπρεπεστέρων, τὸ ὁποῖον ὑπέστη τὴν μακροχρονιωτέραν πολιορκίaν ἐξ ὅσων ἀναφέρει ἡ ἱστορία. Διττῶς ἑπομένως ἐπιβάλλονται εἰς τὸν σεβασμόν μας αὐτὰ τὰ φρούρια ὡς μνημεῖα τῆς ἰδιαιτέρας μας ἱστορίας καὶ ὡς μνημεῖα τῆς γενικῆς ἱστορίας. Οταν δὲ δύνανται καὶ νὰ χρησιμοποιηθοῦν πρὸς ἐξωραϊσμὸν τῆς πόλεως, αἱ γνῶμαι περὶ κατεδαφίσεών των φαίνονται ἀσυλλόγιστος ροπὴ πρὸς καταστροφήν.
Οὐδὲ ὅμως δικαιολογεῖ σχολαστικὴν εὐλάβειαν ὡς ἐκείνη ἥτις διατηρεῖ εἰς τὴν πλατεῖαν μίαν λιθίνην πρόσοψιν πύλης τοῦ φρουρίου ἐκλιπούσης. ᾿Εγὼ τουλάχιστον δὲν βλέπω ποίαν ἀξίαν ἱστορικὴν ἢ καλλιτεχνικὴν δύναται νὰ ἔχῃ αὐτὴ ἡ ἁψίς. ᾿Αλλ᾽ ἂν τέλος πάντων θεωρῆται ἀπαραίτητος ἡ διατήρησίς της, ἄς μετακομισθῇ καὶ ἂς στηθῇ εἰς ἄλλο μέρος, διὰ νὰ παύσῃ νὰ στέκεται ἐκεῖ ὡς αἴνιγμα καὶ ὡς ἐμπόδιον. Δὲν θέλω ὅμως νὰ εἴπω ὅτι τοῦτο εἶνε ἔργον τῆς παρούσης στιγμῆς».