Πλησίαζαν Χριστούγεννα το 20… Ένα πολύ δικό μου πρόσωπο με επισκέφτηκε χωρίς προειδοποίηση. Σαν να τον περίμενα εγώ, αυτή η επίσκεψη θα μ’ έβγαζε απ’ τη μοναξιά που είναι πιο δύσκολη τις γιορτινές μέρες, θα μ’ έκανε ας το πούμε άτομο κοινωνικό, κι ας μην είμαι.
Ήρθε με ένα δωράκι σε χρωματιστό τσαντάκι. Σκέφτηκα θα είναι κάτι γιορτινό, κάτι ευχάριστο, που θα με έκανε χαρούμενο. Ανοίγοντας το τσαντάκι αντικρίζω ένα αγγελάκι, αγαλματίδιο γύψινο, με ανοιγμένες φτερούγες και στάση κεφαλής γερμένη σαν να κοιμάται. Οι προσδοκίες μου για κάτι ευχάριστο χάνονται. Η διάθεση επανέρχεται κακή. Χαμογελώ ξινά. Στο μυαλό μου έρχονται τα αγαλματίδια στα μνήματα. Συν τοις άλλοις η μια φτερούγα είναι ελαφρώς σπασμένη, σκέφτομαι.
Καθώς ο φίλος με βλέπει κατσουφιασμένο, λέει:
– Ξέρεις, μπορούμε να το χρωματίσουμε, αν θέλεις!
– Ναι πρέπει το δίχως άλλο, του απαντώ, και φέρνω πινέλα και χρώματα, όλα τα σύνεργα τέλος πάντων, και τον βάζω επί το έργον.
Κάθε τόσο που του ξεφεύγει μια πινελιά, αδέκαστος κριτής από πάνω του, τον διορθώνω κατσαδιάζοντάς τον. Στο τέλος το αγγελάκι πήρε χρώμα, μόνο τις φτερούγες αφήσαμε άσπρες, γύψινες, όπως ήταν.
Παραμονή Χριστουγέννων τώρα, βλέποντας το αγγελάκι, σκέφτομαι πόσο άδικα και σκληρά φέρθηκα στον φίλο. Το δώρο του ήταν μια πράξη χωρίς το “ευχαριστώ” το δικό μου.
Τώρα νιώθω πόσο γύψινος έχω γίνει, και πως αυτός ο κοιμισμένος άγγελος ήρθε για να με μαλώσει και να με συνεφέρει.