Θέλω να σασε πω καταντίς απού μ’ ανοχλίζει και δεν γ-κατέω ανε ανοχλίζει και σας. Ούλοι έχουμε στα σπίθια μας ένα μαραφέτι απού παλιότερα ήτανε μπελαλίδικο σαν ένα μιτσό μπαούλο. Εδά  μπλιο* είναι σα μια πλάκα απου τηνε κρεμνάς και στο ν-τοίχο, άμα θέλεις, του σπιτικού σου. Για την τελεόραση λέω και θέλω να πείτε αντρίστικα, ανέναι κιανείς απού δεν τόχει στο σπιτικό ν-του.

Ετούτονα λοιπός το πράμα άμα τόχεις παραιτημένο και σβηστό, ούλα καλά. Ανε σου απανοδιώξει όμως και το ανοίξεις θωρείς πολλά πράματα απού σε τροζαίνουνε* και ποιο να πρωτολογιάσω. Το πρώτο απού μούρχεται στο νου είναι πως σκεδόν κάθε αργαδινή, άμα ανοίξεις ένα κανάλι, θωρείς κοπέλια και κοπελιές μισωξεβράκοτους να σκαρνέβουνται* και να χιλιμιντρίζουνε*. Τόχουνε πάρει στα σοβαρά και θαρρούνε πως κάνουνε αγώνες τσ’ Ολυμπίας τω παλαϊνώ καιρώ.

Ένας απού κατέχει μούπε πως τάχουνε πάει στην άλλη άκρα του κόσμου και ούλη τούτηνα η ανεμοπαρέα έχει ένα εγγλέζικο όνομα απού δε μπορώ να το ξεπαραλίσω* κι ας μου τόπανε παράνω από μια δεκαρά φορές. Άγιο Δομήνικο μούπανε το ν-τόπο απού είναι. Τσι θωρείς και λέεις, πως ετσά που λαλούνε μισόγδυτοι, το πλια ‘ναι πως θα ποθιάξουνε*, αδέ ρίξουνε κιανένα γαμπά* απάνω ν-τωνε. Αλλά όπως τσι θωρώ να λαλούνε μουδέ  ρίχνουνε αμοναχοί ν-τονε πράμα ρούχο στη ράχη μουδέ βρίστεται κιανείς με ‘να κουκί νιονιό να τωνε βάλει στη ράχη. Το λέω μόνο για να μην ποθιάξουνε*, γιάντα εμένα δε με γνοιάζει, σα θέλει κιανείς να ανεμογυρίζει ντυμένος γή σα θέλει να βγει ολόγδυτος, κσια ν-του και κσιά μου. Μουδέ βλεπές* είμαι να τωνε κάμω μήνυση μουδέ αναγνώστης στο μοναστήρι του χωριού να λέω πως είναι αμαρτία. Θέλ’ ας βάνουνε, θέλ’ ας μη βάνουνε ρούχα απάνω ν-τωνε και μαγάρι να μη μ-πλευριτώσουνε.

Για να πούμε όμως ούλη την αλήθεια, μούχουνε πωμένο πως απού τσι εκατό νοματαίους απού στραφαίνουνε τελεόραση, μια σαρανταρέ γή και παράνω, εκείνους σας στραφαίνουνε. Ετούτονα ακούω και λέω από μέσα μου γιάντα μωρέ, δεν έχουνε πράμ΄ άλλο να κάνουνε;

Απού την άλλη, λέω με το νου μου, άμα θέλουνε αμέτι μουχαμέτι να στραφαίνουνε τελεόραση, να περάσει η ώρα ν-τονε, είντα να δούνε. Από την μιαν άκρα τση τελεόρασης ίσαμε την άλλη, έχουνε πισαμενη τη τελεόραση  σουχλίστρες*, απού καλιά ΄ναι να μη σε πιάσουνε στόμα ν-τωνε. Κι όντες δε γ-κάνουνε σουχλιά, μασε λένε κι άλλα πολλά μαντάτα απού θα ν’ είμαστονε στραβοί αδε ν-τα κατέχαμε. Πότε πήγε προς νερού ν-του ο σκύλος τση μιας γή τ’ αλλουνού, ανήτονε δυσκοίλιος γή έκαμε τσιλατό* (συμπαθεμό κιόλας αλλά να μην το πω αφού ετσάνε;) κι άλλα τόσονα σπουδαία, που αν δεν τα μάθεις, θέτεις και δε κοιμάσαι απου την έγνοια.

Κι άμα πάψουνε οι σουχλίστρες κι οι διαφήμισες (άλλος καζάς, τόσονα πολλές απού ‘ναι) μοστράρουνε* κι άλλους, όη μόνο κοπέλια αλλά μιτσομέγαλους, απού ούλοι θέλουνε να γινούνε τραγουδιστάδες γή θεατρίνοι. Τσι στραφαίνω και λέω με το νου μου, άμα γενούνε ούλοι ετούτηνα θεατρίνοι και τραγουδιστάδες πόσοι θα ν΄ απομείνομε να πά να τσι θωρούμε, γή να τσ’ γροικούμε, απού θα ‘νάναι πλια παρά μάς. Να μη μ-πάω παρακάτω απού δεν έει τελειωμό, γιατί ανε πχιάσω τσι μαγέρους που ουλημερνίς τσετσικαλίζουνε, ώρες ώρες φοβούμαι πως θα βγει τσουκνίλα από την τελεόραση.

Η γι αλήθειά ‘ναι πως η τελεόραση του γκουβέρνου δεν έει σουχλίστρες. EΡT τηνε λένε κι εγώ όντε επρωτάκουσα ετούτηνα τη γ-κουβέντα, για εγγλέζικη μου φάνηκε. Μου τόκαμε λιανά όμως ένας απού κάτεχε, μούπε πως κάθε γράμμα είναι μια ξεχωριστή κουβέντα, μου τα ξεπαράλισε* ένα ένα τα γράμματα κι ησύχασα. Μου ‘πε κι άλλα μερικά, κάμποσα όμως τα σκέφτηκα αμοναχός μου και κατάλαβα πως, εκείνοινα απού δουλεύουνε σε τούτονα το μαγαζί, από μας πλερώνουνται. Κι επειδής το κατάλαβα καλά, θα το μολοήσω και γροικάτε.

Όντε πλερώνομε μπιλιετάκια για το φως απού ανάφτομε στο σπίτι, δε δικά* τα άλλα χαράτσια απού βάνουνε, αλλά πλερώνουμε ένα ακόμης και τα λεφτά απου μαζώνουνται τους τα πάνε πεσκέσι. Δηλαδής τσι βάνει εκειά το γκουβέρνο κι απόης μασε παίρνει με το ζόρε παράδες για να πλερώνουνται. Ένα μ-πράμα δηλαδής, σα να τσ-είχαμε στη δούλεψή μας και να τωνε χρωστούμε παράδες.

Τη ξεπαραδιάστρα απού μας σε παίρνει τσι παράδες και τω τσι δούδει τη λενε ΔΕΗ. Τ’ όνομά τζη μου φάνηκε απού ξαρχής πλιά στρωτό για Ελληνικό, την είχα πάθει με την EΡT, μου το ξεπαραλύσανε γλήγορα κι ησύχασα πάλι. Είναι και τούτονα ένα μαγαζάκι άλλος καζάς. Καλιά να μην το πιάσω όμως στο στόμα μου, γιατί θα κάμω πολλές αμαρτίες μαζωμένες και τούτονε το γ-καιρό δεν κατέω κιανένα καλό ξομολόγο. Κάθουμαι και συλλογούμαι, είντα να κάμω για να μη τσι πλερώνω και κολάϊ* δε μπορώ να κάμω. Να γαείρω στο λύχνο, θα μου μαυρίζει το σπίτι αλλά κι άμα δεν έει βεδέμα που να πρωταβάνω λάδι. Να βάνω του λύχνο να το καίει για να φέγγει, γή στο τσικάλι να μεγερέβγω; Άσε που ανε μπουμπουρίσει* κιαμιά βολά θα γεμώσει λάδια το κονάκι. Είναι κι η λάμπα του πετρέλαιου, αλλά και το σπίτι θα βρωμεί πετρελαία και που να βρίστω λαμπόγυαλα μπλιό. Άσε που άμα πάω να το πλύνω, το πλιά  ‘ναι πως θα το σπάσω.

Κι αφού δεν έχομε γλυτωμό, θέλω να ρωτήξω κιανένα από του κόφτει πλιά παρά μένα, είντα θα νάναι πλιά καλό. Να θωρούμε μισοξεβράκωτους που άμα ανοίξουνε το στόμα ν-τονε μιλούνε χειρότερα παρά μένα, γή τσ’ άλλους τση ΕΡΤ, απού βαστούνε το λιβανιστήρι και λιβανίζουνε το γκουβέρνο ουλημερνίς. Θα σασε ξομολοηθώ πως δεν έχω απόκριση και μέχρις να βγάλω άκρη, να ξεδιαλύν’ ο νους, δε θωρώ μούδε τόνα μούδε τ’ άλλο.

Και μη θαρρείτε πως ετούτονα το λιβανιστήρι απού βαστούνε στη τελεόραση του γκουβέρνου, είναι καινούργιο χούι. Απ’ όταν εσιάξανε το μαγαζί, του δώκανε το λιβανιστήρι να λιβανίζουνε κάθε γκουβέρνο και δεν τόχουνε παραιτήσει ίσαμε δα μουδε τόχουνε σκοπό. Όσην ώρα δεν το βαστούνε, το γυαλίζουνε. Άσε που των έει γενεί  χούι κι όπως μούπε ένας μπάρμπας μου, το χούι είναι κάτω απού τη πσυχή.

Άμα δω τα πράματα από τη μπάντα ν-τονε, λέω γιάντα να το παραιτήσουνε. Μούδε δρώνουνε που το βαστούνε, τωνε γεμίζει και το παραδοσάκουλο. Μούχουνε πωμένο πως όσα παίρνει ένας καλός χτίστης σε μια μέρα, τα παίρνουνε σε μιαν ώρα. Και δεν έχουνε κιαμιά ν-έγνοια πόσοι στραφαίνουνε εκείνανα απού θιάζουνε. Βρέξει χιονίσει και κιανείς να μη στραφαίνει τα θιαξίματά ν-τονε, έχουνε την ΔΕΗ (μουδέ πρωτοξαδέρφη να την είχανε) και τονε κουβαλεί με το τσουβάλι τσι παράδες.

Εκείνοινα το λοιπός τση EΡT, το μπλιά καιρό ΄ναι μονιασμένοι στο μαγαζί ν-τονε, διαμοιράζουνται τα καπετανάτα και δε βγαίνει μούρμαξη. (Είντα μαγαζί δηλαδή μουδέ λαδομαγατζές νάτονε.) Κιαμιά βολά όμως δεν τα βρίστουνε, τσετσουκνίζει το καζάνι και βγαίνει βρώμα απού ακούγεται από σαρανταένα μίλι. Άλλες βολές τσακώνουνται για το πως ξεκοκαλίζουνται οι παράδες απού μασε παίρνουνε, άλλες βολές για τα καπετανάτα. Δε γ-κατέω πως βγαίνουνε τα μερτικά ούτε κιαμιά μοιρασιά εγίνηκε ομπρός μου και για τούτονα δε θέλω να πάρω αθρώπους στο λαιμό μου. Μόνο που κιαμιά βολά διαβάζω στσ΄ αφημερίδες μια κουβέντα που τηνε λένε οι γραμματιζούμενοι και θα τη μολοήσω όπως τηνε διάβασα, «αδιαφάνεια» τηνε λέγανε. Δεν τηνε πολυκαταλαβαίνω αλλά όντε τηνε λένε έχουνε μια σοβαρότης και θα πρέπει νάναι κάτι ντις το σπουδαίο. Πρέπει πως άμα τρώνε οι γ- άλλοι γύρου τριγύρου και δε σου βγάνουνε μερτικό, είναι αδιαφάνεια.

Πλια πολλά δε γ-κατέω και σουχλιά δε γ-κάνω. Μαγάρι να κάτεχα είντα συβαίνει να σας τόλεγα, εγώ μυστικά δε βαστώ.

Ούλα τούτανα σκέφτεται κιανείς και κουζουλαίνεται. Για τούτονα αναστορούμαι ένα, μακαρίτη μπλιο, απού πρέπει νάχε γενεί μπέρδεμα στη βάφτιση και είχε δυό ονόματα. Το ‘να όνομα ν-του ήτονε Χαραλάμπης Τραμπάκουλας και τ’ άλλο ήτονε ξενικό, Χάρυ Κλιν το λέγανε. Δε γ-κατέω πιο από τα δυό ήτονε το βαφτιστικό, για δεν τον είχα ξάδερφο γή σύντεκνο μουδέ από τσι μπάντες μας ήτονε. Έλεγε όμως μια γ-κουβέντα απού μά ΄ρεσε. Έλεγε, “μακάρι να είχαμε κανάλια πολλά”.

Ετσά απού το ‘λεγε εφαίνουντονε καθαρά πως ήθελε να πει, καλιά να μας έλειπε η τελεόραση. Είντα να πω, είχε μπίτι για μπίτι άδικο;

Ένας Τελεκρητικός

Λεξιλόγιο

Καζάς: (Σε ελεύθερη μετάφραση): Το καπετανάτο

Εδά μπλιό: Τώρα πια

Αποδιώχνει: Το ξανασκέφτομαι

Τροζαίνουνε: Τρελαίνουν

Σκαρνέβουνται: Παίζουν

Χιλιμιντρίζουνε: κυριολεκτικά είναι για άλογα. Μεταφορικά: βγάζουν κραυγές

Ξεπαραλίσω: Μεταφορικά: αναλύσω

Γαμπάς: Βαρύ πανωφόρι

Ανοχλίζει: Ενοχλεί

Ποθιάξουνε: Κρυολογήσουν

Βλεπές: Αγροφύλακας

Πλευριτώνω: παθαίνω βαρύ κρυολόγημα

Σουχλίστρες: Κουτσομπόλες

Τσιλατό: Ευκοιλιότητα

Μοστράρουνε: Επιδεικνύουν

Δε  δικά: Δεν φτάνουν

Γροικούμε: Ακούμε

Γκουβέρνο: Κυβέρνηση

Κολάι: απόφαση που πρέπει να πάρω

Μπουμπουρίσει: Τουμπάρει.