Προχθές ο Δημοσθένης ήρθε στο σπίτι μας να μας επισκεφθεί με μελανιασμένο το αριστερό του μάτι.

– Τι έπαθες, Δημοσθένη; τον ρώτησα.

– Από μπουνιά, μου απάντησε.

– Ποιος σε βάρεσε; απόρησα εγώ. Μου φάνηκε παράξενο, γιατί γνωρίζω ότι ο Δημοσθένης δεν είναι άνθρωπος του καβγά.

– Την περασμένη Κυριακή, μου είπε, με την γυναίκα μου, ξεκινήσαμε για το Φόδελε. Στον δρόμο, στο ύψος της  Αγίας Πελαγίας, σκαλώσαμε πίσω από κάποιον – πώς να τον χαρακτηρίσω – αδιάφορο οδηγό. Είχε, φαίνεται, ζεσταθεί. Και είχε απλώσει την χερούκλα του, φαρδιά πλατιά, έξω από το ανοιχτό παράθυρο του αυτοκινήτου του με ανοιγμένη την παλάμη του σε μούντζα, για να δροσίζεται.

Πήγαινε αργά, στην μέση του δρόμου, αδιάφορος, συζητώντας μάλιστα με την συνοδηγό του. Οδηγούσε μόνο με το δεξί χέρι. Δεν πρόσεχε καθόλου, Δεν έδινε σημασία. Είχαν μαζευτεί και άλλα αυτοκίνητα ουρά από πίσω μας. Κάποια στιγμή εγώ πάτησα γκάζι και τον προσπέρασα επικινδύνως, φωνάζοντας νευριασμένος  «Βάλε μέσα το κουλό σου, ρεεε!».

Αλλά νευρίασε τότε και ο απρόσεκτος οδηγός. Πάτησε και αυτός γκάζι, με προσπέρασε και σταμάτησε μπροστά μας, αναγκάζοντάς μας να σταματήσουμε κι εμείς. Κατέβηκε, άνοιξε με ορμή την πόρτα μου, με έσυρε έξω και με ρώτησε οργισμένος  «Ποιον έβρισες, ρε;» Πήγα να απαντήσω «Δεν σας έβρισα, κύριε…», αλλά αυτός πρόλαβε και μου έδωσε μια δυνατή γροθιά στο μάτι.

Τότε αρχίσαμε τα σκουντήματα και τις μπουνιές. Κάποιοι από τους περαστικούς, ανάμεσά τους και ξένοι, σταματούσαν τα αυτοκίνητά τους και μας  έβλεπαν να μαλώνουμε και να γρονθοκοπιούμαστε, αλλά κανείς δεν ήρθε να μας χωρίσει. Σταματούσαν, κοίταζαν και συνέχιζαν τον δρόμο τους. Μάλλον απολάμβαναν σεργιάνι. Δεν ήθελαν μπελάδες. Για μια στιγμή δημιουργήθηκε πρόβλημα κυκλοφοριακό. Ευτυχώς μας χώρισαν οι γυναίκες μας. Η Ευτυχία, η δική μου, συνεχώς έκλαιγε.

Μετά από τον καβγά έπλυνε το πρόσωπό της με ένα μπουκαλάκι νερό, και είδα και έπαθα να την συνεφέρω. Φαίνεται όμως ότι κάποιος από τους διερχομένους ειδοποίησε την Τροχαία. Και όταν πια ο νταής με το αυτοκίνητό του είχε εξαφανιστεί, ήρθε το Εκατό.

Έγραψαν εμένα. Έχω κλήση για δικαστήριο. Και το κακό είναι ότι έγραψαν μόνο εμένα. Κανείς από τους δυο μας δεν θυμόταν να πει στους αστυνομικούς ούτε τον αριθμό ούτε την μάρκα ούτε καν – με κάποια βεβαιότητα –  το χρώμα του αυτοκινήτου του νταή οδηγού. Δεν τα είχαμε προσέξει.

– Αυτά παθαίνουμε, όταν οδηγώντας δεν συγκρατούμε τα νεύρα μας, σχολίασα. Γιατί στην χώρα μας, με την απειθαρχία πεζών και οδηγών, δημιουργούνται πολλές αιτίες για νεύρα.