Γινόταν ένα με τους ανθρώπους του κλεινού άστεως. Τέρψη, βαθιά χαρά η συνύπαρξη μ’αγνώστους. Στους δρόμους, στις αγορές, στα πάρκα μα πάνω απ’ολα στον Ηλεκτρικό. Αδεια καθίσματα μα’κείνος όρθιος. Να παρατηρεί. Χωρίς σχόλια στο νου.
Πόσες φορές την ίδια μέρα έκανε την ίδια διαδρομή. Κηφισιά, Πειραιάς και τανάπαλιν. Όχι, το μετρό δεν τον ενδιέφερε. Το έβρισκε ερεβώδες ή τέλος πάντων μη ανθρώπινο. Σελάγιζε με τη λάμψη του μικρού παιδιού σαν έτρεχαν δαιμονιωδώς των στάσεων οι ταμπέλες. Κι ούρλιαζε μέσα του η χαρά της γνώσης: Μοναστηράκι, Θησείον, Ταύρος.. “Πετράλωνα” μονολογούσε.
Θριάμβευε στο “Καλλιθέα”. Στα ύψη στο “Μοσχάτο”. Εκεί ίσως ν’άθελε να σπάσει τη σιωπή του, να φωνάξει δυνατά, όλοι να το γνωρίζουν: Έρχεται ”Ν. Φάληρον”. Κι ύστερα ο τερματικός του Πειραιά σταθμός. Ήταν όμως σημαντικό για’κείνον που δεν τον πρόσεχε κανείς. Όχι όπως στο νησί του. Τώρα ήταν ίσος προς ίσους. Αστός μεταξύ αστών. Άγνωστος μεταξύ αγνώστων.
Δεν πλήρωνε ποτέ στον Ηλεκτρικό, νόμιζε πως ήταν ευγενής προσφορά της Πολιτείας. “Τι κρίμα που τελειώνει η διαδρομή”. Κοιτάζει προς τον ήλιο. Μισό κοντάρι ίσαμε το βασίλεμα. Δεν έχει χρόνο να πάει Κηφισιά και να γυρίσει. Ας πάει στο βαπόρι πιο νωρίς.
Ξέρει γιατί δραπετεύει τόσο συχνά. Απ’ το μικρόκοσμο της μικρής του πόλης. Είν’ τα καράβια, είν’ ο Ηλεκτρικός, η ευδαιμονία του ταξιδεύειν, ο λεύτερος αέρας , το δέος του αγνώστου; Ή μήπως είναι αποδέχτης μιας κάποιας τοξικότητας κοινωνικής που πασχίζει να ξεφύγει, έστω για λίγο; Μια Αθήνα – πανάκεια, λύτρωση, καταφύγιο, διέξοδος. Πάνω απ’όλα ταξίδι απόδρασης.
Φτάνει στην ώρα του στο θηριώδες οχηματαγωγό. Γνωστή φάτσα στο λοστρόμο, στους ναύτες και κάποιους λιμενικούς. Τον καλωσορίζουν. Μπαίνει σε τούτο το χώρο που λικνίζεται ελαφρά, μυρίζει καυσαέριο και θάλασσα. Ευτυχής. Προφυλαγμένος νοιώθει στην απάγκια τούτη στοά απ’τις αρίφνητες της ζωής του καταιγίδες. Κατάστρωμα. Βγάζει απ’το ταγάρι του μια πετσέτα.
Την απλώνει, ρεζερβέ η γωνία για τη νύχτα που’ρχεται. Κι ύστερα κάτι θυμάται. Τρέχει. Σκάλες, αμπάρι, έξω. Ξεχνά γιατί βγήκε. Χάνεται για λίγο. Ακούει τ’αγκομαχητά του πλοίου, τις προπέλες να στροβιλίζουν το νερό. Τρέχει σαν άνεμος, οριζόντια ακόμη ο καταπέλτης, άλμα, σάλτο μορτάλε. Χωρίς ισορροπία προσγειώνεται. Λίγο πριν την πτώση, σαν ελατήρια απογειώνονται λοστρόμος. ύπαρχος, σαν τανάλιες τον κρατούν. Όρθιο. Σώο. Με κίνδυνο τη δική τους ζωή.
Ολίγων δευτερολέπτων έπος. Αυθόρμητη, ακαριαία αντίδραση. Σωσίβια συνανθρώπου εν κινδύνω. Τους κοιτά ήρεμος. Τους ευχαριστεί με το βλέμμα. Τον οδηγούν στον καπετάνιο. Πρωτόκολλον γαρ. Καλοσυνάτος. Ευγενής. Θέλει να μάθει τι ακριβώς έγινε. Εκείνοι εξιστορούν. Εκείνος τους επαινεί. “Εξαίρετον θάρρος επέδειξεν το πλήρωμα κυριολεκτικώς σώζοντας επιβάτην κινδυνεύοντα” και άλλα ηχηρά παρόμοια θα εγράφοντο.
Η διαταγή του πλοιάρχου είναι σαφής: Στον διατρέξαντα κίνδυνο επιβάτη να προσφερθεί δωρεάν γεύμα και να κοιμηθεί σε μονόκλινη καμπίνα, προσφορά της εταιρείας. Για τους διασώστες θα ακολουθούσε μια σεμνή τελετή για την απόδοση ευφήμου μνείας. Με την παρουσία αρχών, αξιωματούχων, κόσμου και μέσων ενημέρωσης. Έχοντας δειπνήσει απίστευτα καλά, αραγμένος σε θεσπέσια κουκέτα, μόνος, σκέφτεται πως το πρωί πρέπει να αναζητήσει την πετσέτα που άφησε στο κατάστρωμα.
Και τον τρομάζει η σκέψη να πάει σπίτι χωρίς την πετσέτα της αδελφής του. Σαν τα μάτια του την προσέχει. Σε κάθε ταξίδι τον συντροφεύει. Ξέχασε και το περιστατικό. Αποβολιμαίες κι οι μνήμες, κι οι φόβοι, ή ίδια της σωτηρίας η επίγνωση. Sol luce omnibus. Μ’ένα χαμόγελο αποκοιμιέται. Συνήθως ονειρεύεται πως ταξιδεύει.
Δεν υπάρχουν άνθρωποι στα όνειρά του. Μόνο τοπία θάλασσες, τρένα, βουνοκορφές που αγναντεύει. Μα τούτη η νύχτα είν’άλλιώτικη. Εφιάλτης, εν αγνοία του Μορφέα, παίρνει τη θέση του ονείρου, βλέπει τον εαυτό του να τρέχει προς τον καταπέλτη. Μετά το απονενοημένο άλμα, την έλλειψη ισορροπίας, τέσσερα ή έξι πύξ λάξ τον απωθούν βίαια. Πέφτει. Προπέλες, ασπρόμαυρα νερά τον καταπίνουν. Με τον καταπέλτη στη θέση του το πλοίο αναχωρεί.
Ο καπετάνιος ενημερώνεται για το ασήμαντο περιστατικό, ενημερώνει ανωτέρους. Όλα βαίνουν καλώς. Ο ασίκης θύτης και ο μακαντάσης του καπνίζουν ήρεμοι. Παρέα. Κι οι άνθρωποι που αποχαιρετούσαν τους δικούς τους αραίωσαν. Κάποιοι τράβηξαν βίντεο. Να θυμούνται: Άνθρωπος στη θάλασσα, viral. Μήτε σάλαγος. Μήτε ολοφυρμός. Μήτε κοπετός. Αλίμενες ψυχές, άχρωμη σύνθεση ενός τανγκράμ απάθειας κι απουσίας ενσυναίσθησης.
Στη διάρκεια τούτης της περιδίνησης, τούτου του ολετήρα, ξύπνησε. Κάθιδρος. Κοίταξε έντρομος γύρω. Ένας εφιάλτης ήταν. Πέρασε. Φύτεψε το πρόσωπο του στο φινιστρίνι. Μήτε γλάρους είδε. Μήτε δελφίνια. Μήτε νησιά. Κι όμως είδε την αδελφή του να κλαίει. Που εκείνος χάθηκε. Να μιλεί στην τηλεόραση. Όχι μόνο τα 10 λεπτά που δικαιούται. Παραπάνω. Είδε γείτονες , τ’αφεντικά , τους συμπολίτες να μιλούν τόσο όμορφα για κείνον.
Ξέχασαν τόσο εύκολα. Είδε μιλιούνια τηλεθεατών να τον δοξάζουν έστω για μια μέρα. Μια του σύμπαντος στιγμή. Θα τον ξεχνούσαν αύριο. Δεν πειράζει. Γεμάτη έκτακτα περιστατικά η ζωή. Κι άλλοι θα φύγουν. Βίαια ή μη. Να και η κηδεία του. Μα τι βλέπει; Πώς νάχει ονειρευτεί τέτοια παρουσία κόσμου; Τόσες χιλιάδες κλαίουσες ψυχές.. Τέτοιο πλήθος για κείνον τον ουτιδανό, ακηδή, της ζωής απόκληρο.
Τι είναι όλα αυτα; σκέφτηκε. Χαμένος. Κάθισε στο κρεβάτι του. Αρνήθηκε να κοιμηθεί μη δεί πάλι κάνα εφιάλτη. Αρκετά. Έτσι κι αλλιώς σκέφτηκε, αυτά που είδε μόνο στα όνειρα τα κακά συμβαίνουν.
Οι άνθρωποι είναι καλοί. Μα τίποτα δεν τον ενδιέφερε τώρα παρά τούτο: Να αγκαλιάσει αύριο την αδελφή του. Δεν θα της πει τίποτε. Ή μάλλον θα της πει κάτι. Να πλύνει την πετσέτα γιατί σε λίγες μέρες έχει ταξίδι. Κι ίσως πρωτοτυπήσει. Θα της ζητήσει να τον συντροφεύσει. Θα βρεί άλλη μια πετσέτα. Κι ο ήλιος του νησιού που τρύπωσε στα μάτια του, του’δωσε μια πρωτόγνωρη χαρά.
Τραμουντάνα, τα κύματα καταλαγιάζουν, το πλοίο δένει, άνθρωποι περιμένουν, ο καταπέλτης πέφτει…
του Γιάννη Αγαπάκη