Το κείμενο που δημοσιεύομε είναι παρμένα από το πολυσέλιδο βιβλίο (507 σελ.) με τίτλο “Το πετρόχτιστο Διδακτήριο Αρχανών” (2003).
Συγγραφείς του βιβλίου: Νίκος Χριστινίδης, Ελένη Ουσταμανωλάκη Δουνδουλάκη, Ειρήνη Ουσταγιαννάκη Ταχατάκη. Εκδοση Συλλόγου Γονέων και Κηδεμόνων 1ου Δημ. Σχολείου Αρχανών.

Πάμε στα χρόνια που η αυστηρότητα για τη διαγωγή των μαθητών ήταν απίστευτα υπερβολική ακόμα, όπως και παλαιότερα. Πολλά μικρά παραπτώματα θεωρούνταν τότε «εγκλήματα», χωρίς υπερβολή. Ένα από αυτά ήταν και το κάπνισμα των μαθητών. Αν έπαιρνε το μάτι των καθηγητών κάποιον να καπνίζει, εντός ή εκτός Σχολείου, το λιγότερο θα ήταν να αποβληθεί διά παντός από αυτό.

«Ανθρώποι να γενείτε, βρε αγροίκοι. Αυτό είναι το πρώτο μας μέλημα εδώ μέσα.

Ανθρώποι…» Ας είναι!

Τέτοια αυστηρότητα υπήρ-χε. Μα ξέρομε πως, όσο απαγορεύει κανείς κάτι τόσο περισσότερο μεγαλώνει και η ανυπακοή στην απαγόρευση. Έτσι πολλά ντελικανιδάκια-μαθητές κάπνιζαν κρυφά. Γυμνασιάρχης ήταν τότε ο αείμνηστος Μιλτ. Σεργάκης, ένας ευσυνείδητος στη δουλειά του αλλά υπέρμετρα αυστηρός εκπαιδευτικός στην εφαρμογή των εντολών του και των απαγορεύσεων. «Αν δω κανένα μαθητή να καπνίζει -έλεγε- είμαι ικανός να τον αποβάλλω διά παντός από το Σχολείο». Ήταν η παιδαγωγική της εποχής.

Στο θέατρο λοιπόν που ετοίμαζε το Σχολείο για τον πανηγυρικό εορτασμό της  εθνικής εορτής της 25ης Μαρτίου, είχαν δώσει τον ρόλο του πασά στον αείμνηστο Γιώργο Μαρκομιχελάκη. Ένα καλό παιδί αλλά και ζωηρό πειραχτήρι. Από τις αναμνήσεις του θα αναφέρομε εδώ μερικά περιστατικά που μάς αφηγήθηκε. Ο πασάς λοιπόν που υποδυόταν ήθελε απαραίτητα και ναργιλέ. Κι ο Γιώργος λέει με το νου του: «Να μια ευκαιρία να μπω στη μύτη του Γυμνασιάρχη».

Εφοδιάζεται λοιπόν με τα σχετικά, ώστε η σκηνή του ναργιλέ να είναι απόλυτα φυσική και ο καπνός να είναι φανερός σε όλους. Έκανε ο Γιώργος και τη δοκιμή κι όλα πήγαιναν μια χαρά. Τη βραδιά της παράστασης είχαν πολύ κόσμο. Γεμάτη η αίθουσα εκδηλώσεων και στην πρώτη σειρά των επισήμων, στη μέση-μέση, ο Γυμνασιάρχης. Κάποιος του σφύριξε λοιπόν ότι ο Μαρκομιχελάκης καπνίζει κάθε μέρα, παντού, ακόμη και στις δοκιμές του θεάτρου. «Αδύνατον -λέει ο Γυμνασιάρχης- έχω δώσει αυστηρότατες εντολές». Φωνάζει όμως τον γυμναστή, τον Σηφάκη, και τον διατάζει να ερευνήσει το θέμα.

Ήρθε και η ώρα ν’ ανοίξουν οι μπερντέδες και τι να δουν οι θεατές! Να εμφανίζεται επί σκηνής ένα ντουμάνι καπνού και να ξεχύνεται ολόγυρα στο χώρο. Ο Γυμνασιάρχης γούρλωσε τα μάτια του και πετιέται σαν ελατήριο από τη θέση του, έτοιμος να βγει στη σκηνή να τιμωρήσει δημόσια το φταίχτη. Δεξιά και αριστερά του οι υπόλοιποι καθηγητές τον συγκρατούν και προσπαθούν να κατευνάσουν την οργή του. «Κύριε Γυμνασιάρχα, σας παρακαλούμε, μη φανεί η δυσαρέσκειά σας, γιατί η αίθουσα είναι γεμάτη κόσμο, με πολλούς γονείς, και θα γίνομε ρεζίλι…» «Ο Γυμνασιάρχης ποτέ δεν γίνεται ρεζίλι», κάνει πιο οργισμένος από πριν. «Αφήστε με να βγω στην σκηνή…»

Ο πασάς απολάμβανε το θέαμα διπλοπόδι, με μακαριότητα και ικανοποίηση, ενώ ο καπνός εξακολουθούσε να γεμίζει τον χώρο. Φοβόταν όμως κιόλας να μη νταλντίσει, δηλαδή να μην τολμήσει (κατά την έκφρασή του), και βγει επί σκηνής ο Γυμνασιάρχης και ανακοινώσει δημόσια καμιά ισόβια αποβολή από το Σχολείο, γιατί έβλεπε πως τα πράγματα αγρίευαν. Παρακολουθεί και το κοινό με ενδιαφέρον. «Το τρομερό παιδί» όμως ξαναβρίσκει τη νηφαλιότητά του, με όλη τη σοβαρότητα, χωρίς να ιδρώνει το αυτί του.

Παρατήρησε όμως ξαφνικά ο πασάς ότι το ντουμάνι του καπνού λιγόστευε, δείγμα πως και τα κομμένα καπνόφυλλα στο ναργιλέ τέλειωναν. Και φτάνει τότε με απόφαση στο αποκορύφωμα του πειράγματος του. Ήξερε ότι είχε μείνει υπόλοιπο καπνού στο παρασκήνιο, όπως το ήξερε και ο «υπασπιστής» του, που έφτιαξαν μαζί το ναργιλέ. Στο ρόλο του υπασπιστή του πασά ήταν ο Γιώργος Γενετζάκης του Ευαγγ., σημερινός φιλόλογος στο Γυμνάσιο Αρχανών. Και κάνοντας επί σκηνής ο πασάς τη χρήση της εξουσίας του ρόλου του, στρέφεται στον υπασπιστή του με αυστηρή προσταγή: «Σύρε, ωρέ Ογλού, να μου φέρεις καπνό».

Ο υπασπιστής ξαφνιάστηκε. Δεν υπήρχε τέτοια εντολή στο σενάριο. Εύστροφο όμως κι έξυπνο παιδί καθώς ήταν, σκέφτηκε να μη χαλάσει την παράσταση, να μπαλώσει τα πράγματα. Του απαντά λοιπόν: «Ό,τι ορίσεις αφέντη». Μπαίνει τότε στα παρασκήνια, βρίσκει τον υπόλοιπο καπνό, τον φέρνει και τον τοποθετεί στο ναργιλέ! Το ντουμάνι ξαναγέμισε, το χώρο, μα και η οργή του Γυμνασιάρχη δεν συγκρατιόταν πια. Με δυσκολία τον ηρέμησαν. Καλά που δεν έπαθε ο άθρωπος κανένα εγκεφαλικό. Και η παράσταση μετά κύλησε ομαλά ως το τέλος.