Τι κάνει ο μετανάστης στην πλατεία; Έχει πάει για να βρεθεί με τους φίλους του; Έχει πάει στην πλατεία για να πει μια καλημέρα και να κουτσομπολεύει  με τους φίλους του παίζοντας ντόμινο;

Όχι. Και εσύ που διαβάζεις αυτές τις σειρές ξέρεις γιατί πηγαίνει ένας οικονομικός μετανάστης σε μια πλατεία. Και σωστά ξέρεις. Ο μετανάστης πηγαίνει εκεί για να βρει εργασία, να βγάλει το μεροκάματο της επιβίωσης της οικογένειάς του.

Έχουν περάσει πάνω από 20 χρόνια από την ημέρα που οι οικονομικοί μετανάστες νομιμοποιήθηκαν από το ελληνικό κράτος. Αυτή η πράξη βοήθησε και τις δύο πλευρές. Οι μετανάστες με το κρατικό χαρτί παραμονής και εργασίας μπορούσαν να κυκλοφορούν ελεύθερα παντού στην Ελλάδα ψάχνοντας την τύχη τους και την εργασία που τους ταίριαζε. Ο ντόπιος, ανάλογα με την εργασία που είχε, θα μπορούσε να βρει τον κατάλληλο ξένο συνεργάτη. Αυτή ήταν η αρχική κατάσταση επιλογών.

Όμως έχουν περάσει 20 χρόνια. Και μετά από τόσα χρόνια πάλι οι πλατείες είναι γεμάτες με ξένους νόμιμους και παράνομους οικονομικούς μετανάστες.

Η ίδια εικόνα σε περιμένει και στα Τίρανα και στις πόλεις της Βουλγαρίας. Εργάτες με τα ειδικά επαγγελματικά τους εργαλεία χαμογελάνε στους ανθρώπους που ψάχνουνε συνεργάτες. Στο κέντρο της πρωτεύουσας της Αλβανίας κάθε μέρα, νωρίς το πρωί κάνουν παρέλαση τα κομπρεσέρ, τα φραγκόφτερα, τα φτιάρια και πολλά άλλα τεχνικά εργαλεία για διάφορα μαστορέματα.

Αυτή είναι η βαλκανική “αρρώστια” των κρατών αυτών. Να παζαρεύεις, να συμφωνήσεις για μια συγκεκριμένη δουλειά στην πλατεία μπροστά στα μάτια των άλλων που έχουν το ίδιο όνειρο.

Γιατί, κύριε κράτος; Αυτή η εικόνα δεν είναι καθόλου όμορφη και επιθυμητή για κανέναν από μας. Ούτε για τον Καπετάν Μιχάλη που κάνει παρέα στους ξένους στη Χανιώπορτα. Αντίθετα. Δανειζόμενες εικόνες από κάπου μακριά γεωγραφικά και χρονικά που δεν ταιριάζουν με τα άλλα ευρωπαϊκά κράτη.

Σε όλους μας έχει τύχει να περάσουμε από αυτά τα σημεία. Αφού είναι στην πλατεία του χωριού και σε κομβικά σημεία στις πόλεις μας. Στο Ηράκλειο γνωρίζουμε την πλατεία “Σινάνη”, τη Χανιώπορτα κ.λπ. Περνάς από την Χανιώπορτα και ο Καπετάν Μιχάλης σε χαιρετάει.

Στα πόδια του ο μετανάστης παίρνει το στιγμιαίο καφέ και σε συνοδεύει με το μάτι του: “Δουλειά ψάχνω, φίλε”. Από άλλη ήπειρο έρχομαι. Βοήθησέ με σε παρακαλώ”. Και αυτή η εικόνα εδώ και δεκαετίες είναι καθημερινή. Ο μετανάστης δεν γνωρίζει αργίες και γιορτές. Στόχος του είναι έστω και η μερική απασχόληση.

Περνάς δίπλα του και κάτι δεν θα το ξεχάσεις ποτέ. Εκείνοι κάθονται όπου βρούνε. Το ντύσιμό τους είναι κάτι το περίεργο: όλο χρώματα και ραψίματα τωρινά και προηγούμενα. Μια ομάδα κάθεται όρθια περπατώντας δίπλα στην άσφαλτο. Κάποιος γονατισμένος στη γωνιά εκτελεί την προσευχή του αλά μουσουλμανικά.

Ο Καπετάν Μιχάλης ερμηνεύει από εκεί ψηλά. Ο μετανάστης είναι ο γείτονάς του από την τελευταία 10ετία του προηγούμενου αιώνα. Κάνουν καθημερινή παρέα.

Ο ξένος κουβεντιάζει με τον ξένο μεγαλόφωνα, χωρίς να ενοχληθεί πώς το κρίνει αυτό ο ντόπιος πολιτισμός. Οι διάλογοί τους ουσιαστικά δεν περιλαμβάνουν τίποτα σημαντικό.

Ακούρευτοι και αξύριστοι οι περισσότεροι ανταλλάζουνε κουβέντες στην άγνωστη γλώσσα τους. Και ο Καπετάν Μιχάλης ακούει εκεί πάνω, κάνει το σταυρό του και χαμογελάει: “Αυτός ο ευλογημένος τόπος σάς δίνει ό,τι δεν σας δίνουν οι πατρίδες σας. Καλώς ήρθατε!».

Ένα αγροτικό αυτοκίνητο σταματάει στην άσφαλτο. Οι μετανάστες ορμάνε προς τα εκεί τσούρμο. Για κάποιον θα είναι το καινούργιο αφεντικό της ημέρας. Σπρώχνονται αμόρφωτα μεταξύ τους. Η Χανιώπορτα έχει γίνει πολυεθνική πλατεία.

Μιλάνε πάλι μεγαλόφωνα και το ρήμα “ξέρω” ακούγεται επανειλημμένα. Τελικά δύο από την ομάδα που έτρεξε διαλέγονται και μπαίνουν στο αγροτικό. Οι άλλοι πικραμένοι από την ατυχία στην πρώτη ευκαιρία συνεχίζουν τη βόλτα τους στην μεγάλη πλατεία.

Και ο Καπετάν Μιχάλης, με ανανεωμένο χρώμα τελευταία, ξανακάνει το σταυρό και ξανά χαμογελάει: “Ξένε!

Η ελπίδα πεθαίνει τελευταία, λέει ο Έλληνας. Ζήτω η ζωή! Ζήτω η Ελλάς!”.