Στη συνοικία του Λάκκου προπατώ συχνά… Άλλες φορές περνώ βιαστικά με το ποδήλατο…
Μα σήμερα το πρωί ήθελα να θυμηθώ όλα εκείνα που με γοητεύουν σε τούτη τη γειτονιά. Άλλαξε, είναι αλήθεια. Ομόρφυνε, περιποιημένη πιότερο, προσεγμένη, με καινούργια ανακαινισμένα σπίτια και σοκάκια που μυρίζουν αγιόκλημα και λεμονανθούς τώρα που προχωρά η Άνοιξη να συναντήσει τη μεγάλη γιορτή του Πάσχα…
Άφησα το ποδήλατο μπροστά από τον Άγιο Ματθαίο στα κάγκελα τα μαύρα ασφαλίζοντάς το κι έστριψα το δρόμο για την μεγάλη πλατεία του Λάκκου. Κι έμεινα να κοιτάω την τεράστια τοιχογραφία που την κρύψανε οι τέντες, άχαρα, μπροστά από το μεγάλο καφενείο. «Όλοι οι ρεμπέτες του ντουνιά» σαν τους στίχους του Μάρκου Βαμβακάρη είναι εκεί σε μια φωτογραφία που ζωντάνεψε με πινέλα και νομίζω τραβήχτηκε λίγο πριν τον πόλεμο του ΄40. Θυμήθηκα πως ο Βαμβακάρης είχε έρθει στα καπηλειά και τις μικροταβέρνες του Λάκκου κάποτε στα 1929, νομίζω…
Στην οδό Σπιναλόγκας προχώρησα ίσαμε την Γιαννίκου που αγκαλιάζει το Λάκκο μας. Μπήκα κι αρχίσανε οι πόρτες να ανοίγουν και πάλι, σιγά και διακριτικά. Να ακούγονται μουσικές μακρόσυρτες σαν αμανέδες. Με κλεφτές ματιές κοίταζα εκείνα τα «σπίτια» με τα χαμηλά ντιβάνια και τα σκουρόχρωμα βελούδα και κιλίμια. Σαν να γινήκανε και πάλι χωμάτινα τα μικρά στενά. Να γέμισε ο αέρας μυρωδιά χασισιού και οι γυναίκες να στήνονταν στις πόρτες μπροστά για να «ψαρέψουν» έναν Μουρμούρη, έναν Μπαλαμό, έναν νιόφερτο στα μέρη τους που θέλε να γλεντήσει τη βραδιά και τις ορέξεις του…
Όλες τους με κοιτούσαν παράξενα, γελώντας με ένα κακαριστό γέλιο και πετώντας τον καπνό από τα τσιγάρα τους πάνω μου, όμως εγώ δεν αποκρινόμουν στα πειράγματα. Όλες ήταν εκεί σεργιανώντας τα χρόνια, τις εποχές, την ιστορία την μακρόσυρτη τούτης της συνοικίας.
Η Τουρκάλα η Σαντέτ, η Λόλα, η Όλγα, το Μαρικάκι, το Φροσάκι, η Μπέμπα, εμφανίστηκαν καρέ καρέ…
Όμως βιαζόμουνα να φτάσω στο Μακρύ Σοκάκι* και τότε τον είδα…
Ο Γιάννης ο Γιαννίκος, γέννημα – θρέμμα του Μεγάλου Κάστρου, ριψοκίνδυνος, αψύς, χειροδύναμος και μεγαλόσωμος περπατούσε κι έτριζε η γης στο διάβα του. Δυο καρέκλες κρατούσε παραμάσκαλα. Αναψοκοκκινισμένος και φουρκισμένος μου φάνηκε.
Έκανα στην άκρη να περάσει ο βαρύς όγκος και σχεδόν ακροπατώντας τον ακολούθησα. Μονολογούσε και με μεγάλες δρασκελιές κατευθύνθηκε στη συνοικία της Πηγάδας…
Εκεί μαζεμένοι καμπόσοι μεροκαματιάρηδες και αργόσχολοι, χωρατεύανε και κατάλαβα πως μιλούσανε για εκείνον τον νιοφερμένο τον Τουρκαλβανό αξιωματικό που κάνε τον νατή και πέρασε το μεγάλο άνοιγμα της Πηγάδας λοξά κι όχι από τη μέση της. Ανδραγάθημα ήταν τούτο το πέρασμα που κανείς εκτός τον Γιαννίκο δεν το ΄χε καταφέρει ποτές. Και τώρα εκεί πήγαινε να του δώκει ένα μάθημα…
Σαν να μην συνέβαινε τίποτα, χωρίς κόπο κι ούτε μια σταγόνα ιδρώτα από την προσπάθεια ή τον φόβο πέρασε τούτο το τεράστιο άνοιγμα αγκαλιά με τις καρέκλες δεξά και ζερβά του. Σαν να περπατούσε κανονικά τη στράτα του. Επιφωνήματα και χειροκροτήματα ακούστηκαν και τότε ο αξιωματικός θέλησε να κάνει το ίδιο αλλά δεν τα κατάφερε.
Με το βάρος από τις καρέκλες και τους λαθεμένους υπολογισμούς, ακούσαμε ένα δυνατό «μπλουμ» και έπεσε μέσα στην Πηγάδα τη βαθιά…Αναμπουμπούλα και φωνές διαδέχτηκαν τα προηγούμενα επιφωνήματα θαυμασμού.
Τρέξανε στη στιγμή να βρουν σκοινί να τον τραβήξουν έξω τον άνθρωπο να μην πνιγεί. Άσε που φοβόντουσαν τη οργή του Γιαννίκου που ξεμακραίνοντας φώναζε πως θα «μαγαρίσει» το νερό που πίνανε όλοι μιας από τούτη την Κεντρική Πηγάδα υδρεύονταν όλη η πολιτεία μέσα στα τείχη, ακόμα και οι Αγγλικοί Στρατώνες ίσαμε τις αρχές του 1900…
Τον έβγαλαν με πολλούς μώλωπες λίγο αργότερα και σχεδόν μισολιπόθυμο αλλά θα γένονταν καλά. Το μάθημα του το΄χε παρμένο : Πως με τον καπετάν Γιαννίκο κανένας δεν τα βάζε…
Στο μεταξύ ήθελα να δω ίσαμε που θα πήγαινε τούτος ο γίγαντας του Μεγαλόκαστρου. Γύρισα στο Σιναϊτικό Μοναστήρι και καβάλησα το ποδήλατο να τον προλάβω που κατευθυνόταν στην πλατεία Χεϊτάν Ογλού. Εκείνος απλά περπατούσε, εγώ με γρήγορο πετάλι δέκα μέτρα πίσω του, αγκομαχούσα…
Τον είδα μετά να κατευθύνεται προς το Μεϊντάνι και να στρίβει προς τους Κισλάδες, ανεβαίνοντας να φτάσει τη μεγάλη Πλατεία που ήταν το Καφενείο που σύχναζε.
Σα μαγεμένη τον ακολουθούσα και εμβρόντητη έμεινα και πάλι γινόμενη μάρτυρας των ανδραγαθημάτων του. Δεν πρόλαβε καλά καλά να μπει μέσα στον καφενέ και ζητήσει τον Καφέ του και τρεις Τούρκοι νταήδες σταθήκανε μπροστά του κόβοντάς του τη θέα και τον αέρα του…
Εκείνος ατάραχος σηκώθηκε κι έκανε μια με τη χέρα του να ανοίξει δρόμο να κατευθυνθεί προς την έξοδο, να μη γενεί φασαρία μέσα στο καφενείο. Ένας από τους νταήδες μπήκε μπροστά του ξανά και τότε μη χάνοντας άλλο χρόνο σπάει τη βέργα στην εξώπορτα που κρατούσε το φανάρι του καφενείου, σπρώχνει τον Τούρκο απάνω στους άλλους δυο, εκείνοι τα χάσανε, δεν καλοβλέπανε και πολύ κι αρχίσανε να κτυπούν ο ένας τον άλλο, ενώ ο Γιαννίκος είχε αλαργέψει κάμποσο.
Τούτη τη φορά κατευθύνθηκε προς το σπίτι του, κάτω χαμηλά στη δική μας οδό Χάνδακος…
Είχε πολλά περιστατικά τούτο ο άνδρας στα γραφτά του. Σβέλτος παρά το μέγεθος του σώματός του και έξυπνος πολύ κατάφερνε πάντα να ξεγλιστρά από όσους πήγαιναν να τον παγιδέψουν και έφευγε αναίμακτος εκείνος και με πολλά τραύματα όλοι οι άλλοι.
Πόσες φορές ήλθε στα χέρια με ψωρονταήδες Τούρκους και πόσες μαχαιριές που κατευθύνονταν πάνω του είχε καταφέρει και τις έστρεφε ανάποδα στους οχτρούς του. Για τούτον τον λόγο της παλικαροσύνης του τον είχανε πολλές επιχειρήσεις Χαρτοπαιχτικών Λεσχών και άλλων, μπροστάρη τους.
Με την δύναμη που είχε κατάφερνε πάντα να αποτρέπει τα χειρότερα και να νικά τους πάντες που προσπαθούσαν να εκμαιεύσουν χρήματα, άλλου είδους προστασία και παράνομες ενέργειες. Η φήμη του είχε φτάσει και πέρα από το νησί της Κρήτης ίσαμε τον Πειραιά κι ακόμη παραπέρα…
Λέγαν πως ήταν τόσο δυνατός που απ’ αυτόν ξεκίνησε η εποχή των καλντεριμιτζήδων του Λάκκου και της πόλης όπως και των Μεσημεράδων που άλλες φορές σας έχω διηγηθεί…
Λέγαν ακόμη πως ήταν τόσο μεγάλη η φήμη τους και τα ανδραγαθήματα που έκανε ιδιαίτερα με τους Τουρκαλάδες, που σαν πέθανε στα 1917 όλο το σοκάκι από την Πηγάδα μέχρι την πλατεία Χεϊτάν Ογλού ( σημερινή Αρκαδίου) του δώσανε το όνομά του. Έτσι λέγεται κι ο δρόμος ακόμα και σήμερα.
Ο Ιωάννης Σαατσάκης ή καπετάν Γιαννίκος απόχτησε νόμιμα τέσσερεις γιους και μια κόρη. Είχε κι άλλον έναν γιο εκτός γάμου, τον Αντώνακα, που ήταν ο μόνος που του έμοιαζε λίγο στην δύναμη, την αντρειοσύνη και τον χαρακτήρα.
Μια πεταλιά από τον καφενέ που σύχναζε ο Γιαννίκος, στην πλατεία Ελευθερίας ίσαμε το Ηρώον έκανα να δω εκείνη την εικόνα που είχανε τοποθετήσει οι παλιοί Καστρινοί ανάμεσα σε μεγάλους φημισμένους ήρωες και αγωνιστές πατριώτες εκείνα τα χρόνια…
Να δω τη θωριά του την αληθινή μα τίποτα δεν υπήρχε. Εδώ κοντεύει να χαθεί και το Ηρώον …
Πήρα το ποδήλατο και κατέβηκα την πεζοδρομημένη πια Δικαιοσύνης κι ύστερα ανέβηκα την 1821, να φτάσω στο Μακρύ Σοκάκι, την οδό Γιαννικού να ξαναζήσω τις μέρες εκείνες που λίγοι γνωρίζουν πως, τι, γιατί και που γίνανε όλα τούτα…
Ίσαμε την επόμενη φορά…
*Τουρκάλα Σαντέτ = Υπαρκτή πόρνη, φημισμένη για την ομορφιά της. Αργότερα έγινε πατρόνα
* μπαλαμός = πελάτης πορνείου
*Ολγα, Λόλα, Μαρικάκι, Φροσάκι, Μπέμπα, πόρνες που έζησαν στο Λάκκο στα 1904-5
*Μουρμούρης = Τύπος μάγκα που σύχναζε στο λιμάνι
Πηγές:
Εφημερίδα Εθνική Φωνή, Φ. 1971, Μήβας
Μανόλης Δερμιτζάκης, Απ όσα θυμούμαι το παλιό Κάστρο, εκδ. Δοκιμάκης, 2009