Ήδη από τον Ιούλιο του 1908, ο Ελευθέριος Βενιζέλος αγωνιζόταν, για να ολοκληρώσει την εσωτερική ανασύνταξη και τη στρατιωτική προπαρασκευή της χώρας.

Ως εκ τούτου, δεν δίσταζε, εξαρχής, για μια προσέγγιση και συνδιαλλαγή με την Τουρκία και δεν επιθυμούσε τη διάλυση της Τουρκίας, ειδικά μετά το κίνημα των Νεοτούρκων. Ο λόγος ήταν ότι προέβλεπε πως στην Ελλάδα, λόγω των βλέψεων των Δυτικών, με τη διάλυση της Οθωμανικής Τουρκίας, θα παρεχωρείτο μόνο ένα τμήμα της Μακεδονίας στην Ελλάδα.

“Συλλογισθείτε, έλεγε, ότι εις την Τουρκίαν επί οκτώ εκατομμυρίων Τούρκων υπάρχουν πέντε εκατομμύρια Ελλήνων”, αποβλέποντες σε Ομοσπονδία Ελλάδος και Τουρκίας.

Ήδη, όμως, το 1910, οι Νεότουρκοι άρχισαν να εφαρμόζουν βίαιη εκστρατεία εις βάρος των ελληνικών συμφερόντων στη Θεσσαλονίκη και Σμύρνη, που απέβλεπε στην εξαφάνιση της παρουσίας του ελληνικού στοιχείου. Διαπίστωσε, λοιπόν, την ανάγκη να υπάρξει συμφωνία της Ελλάδας με τους βαλκανικούς λαούς, των Σέρβων και Βουλγάρων.

Επεδίωξε, συνεπώς, καταρχάς ελληνοσερβική συνθήκη στις 2/13 Φεβρουαρίου 1912, με επιθετικό χαρακτήρα και ελληνοβουλγαρική στις 16/29 Μαΐου 1912 με αμυντικό χαρακτήρα. Τον Ιούνιο του ίδιου έτους συμφώνησε και το Μαυροβούνιο ότι σε περίπτωση πολέμου θα στηρίξει τη Βουλγαρία.

Η ύπαρξη του Ιταλοτουρκικού πολέμου, η εξέγερση των μουσουλμάνων στο Κοσσυφοπέδιο, η σφαγή των Βουλγάρων στα Κότσα του Κοσσυφοπεδίου από τις τουρκικές αρχές και κυρίως η πίεση της κοινής γνώμης των βαλκανικών κρατών και των αλύτρωτων στην οθωμανική αυτοκρατορία συνέτειναν, ώστε να υπογραφούν συμφωνίες για κοινή στρατιωτική δράση.

Η ελληνική κυβέρνηση, από την πλευρά της, κήρυξε επιστράτευση στις 16/29 Σεπτεμβρίου 1912.

Έτσι, στις 30 Σεπτεμβρίου οι διπλωμάτες της Βουλγαρίας Σερβίας και Ελλάδας έστειλαν τηλεγραφική διακοίνωση στην Τουρκία για εσωτερικές μεταρρυθμίσεις στην Τουρκία και την μη μεταβολή του εθνολογικού χαρακτήρα των χριστιανικών κοινοτήτων, καθώς και να γίνουν πολιτικές μεταρρυθμίσεις, με τη συμμετοχή του χριστιανικού πληθυσμού.

Η Τουρκία αρνήθηκε τις προτάσεις. Η προέλαση του Ελληνικού Στρατού δόθηκε στις 5 Οκτωβρίου, με μάχες στην Ελασσόνα, Σαραντάπορο, Γιαννιτσά και την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης (27 Οκτωβρίου 1912).

Στην Ήπειρο, την υπεράσπισή της είχε ο Εσάτ πασάς, που υπερασπιζόταν τα οχυρά του Μπιζανίου. Από ελληνικής πλευράς ακολουθείτο μια αμυντική φάση στον τομέα αυτόν, λόγω της επείγουσας προέλασης, κατά τον Βενιζέλο, για να φτάσει πρώτος ο ελληνικός στρατός στη Θεσσαλονίκη.

Αφού επετεύχθη ο σκοπός, ξεκίνησε ο αγώνας με τη μάχη στα Πέντε Πηγάδια για  την κατάληψη των Ιωαννίνων (23 Νοεμβρίου 1912 – 19 Φεβρουαρίου 1913).

Στον αγώνα αυτό του Εθνικού Στρατού συμμετείχε και ένα ανεξάρτητο Σύνταγμα Κρητών εθελοντών, με δύο τάγματα, μια και η Κρήτη εθεωρείτο ανεξάρτητη.

Εθελοντής στο Σύνταγμα Κρητών είχε πάει ο καπετάν Αδάμης Κρασανάκης, αργότερα Αρχηγός Λασιθίου, στην Αντίσταση, ο οποίος, στα απομνημονεύματά του, μας αφηγήθηκε παραστατικά για τις μάχες που έλαβε μέρος. Στα Πέντε Πηγάδια και στο Μπιζάνι. Με τον ερχομό του βασιλιά Κωνσταντίνου στο Μέτωπο, προκειμένου να γίνει η τελική εξόρμηση για τα Γιάννενα, σχηματίζεται μια διμοιρία, σωματοφυλακή του Βασιλιά, όπως αφηγείται ο Κρασαναδάμης:

“Και βγάνουσί με και μένα πάλι, μ’ άλλο-ν-ένα απ’ τα Σφακιά, Μανόλη Κριγιαρά του Παύλου, επειδής ήμαστα’ ζωεροί μας εβγάλανε” (Αντώνης Σανουδάκης – Αδάμης Κρασανάκης, Βήματα Λευτεριάς, Κνωσός, Αθήνα 1981, σ. 29).

Κατά τον ίδιο, ο βασιλιάς έστειλε αντιπροσωπεία που “επήενε στον Ισάτη Παχιά”. Και ο Εσάτ πασάς: “του πέμπει ότι:

-Βασιλιά, να πάρεις τα Γιάννενα με το σπαθί”.

Είναι ζωντανή η περιγραφή της παράδοσης της πόλης στον Κωνσταντίνο, στις 19 Φεβρουαρίου 1913.

Κατά τον Κρασαναδάμη:

“Σκώνομέστανε το άλλο πρωί-πρωί, απού ίδια θαρρείς πως τον-ε-θωρώ ’δα το Βασιλιά με την κιλότα, την καλμπαρτίνα και καβαλκεύει ένα κόκκινο άλογο με τσι πεδουλένιες γκέτες και μπαίνει μπροστά ο βασιλιάς κι εγώ κράτουν τ’ αλόγου την ορά σαφί.

Φτάνομε στα Γιάννενα και πάμε στην καφεταρία. Σαν τούτονε το σκολειό, την πλατεία ’παέ, έτσα ’χανε στη μέση της πολιτείας τα Γιάννενα μια καφεταρία οι Τούρκοι. Εκειά μαζώνουντανε κι εφουμέρνα’ τσ’ αργιλέδες, πόσους καφέδες, χίλιους καφέδες, δυο χιλιάδες καφέδες, πεντακόσους καφέδες, δε γατέω πόσους… στέκω μόνο εγώ, ο πρωτύτερος απού πάτησα, ο πρώτος με το βασιλιά.

Και μπαίνω μέσα ’κειά στην καφεταρία, διότι το στρατηγείο-ν-του είναι σαν τη Νομαρχία τ’ Αγίου Νικολάου, ετσά βγαίνεις, ετσέ ορθό με τα σκαλούνια, το στρατηγείο.

Και βγαίνομε. Και ήστεκε ο Τούρκος ο Ισάτη Παχιάς στη μέση του στρατηγείου, μα ένα’ λιγνός.

Φτάνομ’ εδά κι επήγαιν’ ο βασιλιάς μπροστά κι ήβγαινε τα σκαλιά τση σκάλας και την ώρα που μπαίνει μέσα τον-ε-χαιρετά και κάνει να του παραδώσει ο Τούρκος το σπαθί, και δεν το πήρενε.

Γιάιντα; Γιατί ’σανε, λέει, και σπουδάζανε μαζί στη Γερμανία.

Παίρνει τον από ’κειά και κατεβαίνουν τα σκαλούνια, κι ήμουνε στη δεξά μπάντα πάλι, όντε-ν-εκατέβαινε τη σκάλα.

Κατεβαίνομε στην καφεταρία κι ωστόσο φτάξαν κι οι άλλοι λόχοι απού το Μπιζάνι” (ό. π., 30).

Ο Γιαννιώτης ποιητής Χριστοβασίλης παρέχει την πληροφορία ότι ο Εσάτ πασάς (1862-1952) δεν ήταν Τούρκος ή ήταν, κατά άλλους, από ελληνική γενιά. Έλαβε Ελληνίδα γυναίκα το γένος Γρίκα και ήταν αντιστράτηγος. Υπήρξε, μάλιστα, συμμαθητής στο Βερολίνο με τον Κωνσταντίνο, επιβεβαιώνοντας τον καπετάν Κρασανάκη. Μητρική του γλώσσα ήταν η ελληνική, πολέμησε στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και διακρίθηκε στην Καλλίπολη. Το 1928 επισκέφθηκε τα Γιάννενα.

*Ο Αντώνης Σανουδάκης – Σανούδος είναι καθηγητής Ιστορίας- συγγραφέας