Μακρινό, άπιαστο και μόνιμο όνειρο, πριν το 1980, που θα νοστίμιζε τη ζωή και θα έλυνε τα χέρια του κάθε ανεπιαστάρη, ήταν μια ρόδα, ένας τροχός, ένα αυτοκινητάκι της σειράς, μήτε εμένα εξαιρουμένου, παρ’ όλο που είχα πέσει θύμα θανατηφόρου αυτοκινητιστικού δυστυχήματος (επιβάτης) και με τη μεσολάβηση κάποιων ανωτέρων δυνάμεων την “έβγαλα”, (απού του μέλλεται να πνιγεί, ποτέ του δεν ποθαίνει).

Με τον καιρό, κάποιες παραπάνω δουλειές, κάποια προγράμματα, κάποιες συγκυρίες, μου επέτρεψαν, μου έδωσαν την ευκαιρία να αγοράσω ένα αυτοκινητάκι της σειράς seat station. Σταθμός στη ζωή μου.

Κάθε που περνούσα από την Αστόρια (εδώ Ηράκλειο) σταματούσα και ανταλλάσσαμε καμιά κουβέντα με έναν μαυριδερό, δουλεμένο άντρα χαρακτηριστική φιγούρα Καλυμνιώτη  σφουγγαρά με το θαλασσινό καπέλο. Όρθιος πίσω από από ένα καλαμένιο κοφίνι πουλούσε την πραμάτεια του, σφουγγάρια. Δεν θυμάμαι ούτε ποιος μου τον γνώρισε, ούτε πώς τον έλεγαν. Ενδιαφέρουσες ήταν οι ιστορίες του για τη θάλασσα σε μένα τον ορεσείβιο.

Κάθε καλοκαίρι και για πολλά χρόνια εμείς «οι κολασμένοι της θάλασσας» φεύγαμε με τα καΐκια και το τσούρμο μας για τη Μπαρμπαριά (βόρεια παραλία της Αφρικής), για το πικρό ψωμί του σφουγγαρά, για την επιβίωση του νησιού. Χίλιοι δυο κίνδυνοι μας περίμεναν και σχεδόν πάντα επιστρέφαμε το Φθινόπωρο λιγότεροι και μερικοί ανάπηροι. (… στο Τούνεσι (Τυνησία) στη Μπαρμπαριά μας έπιασε κακοκαιριά …).

Μια μέρα μου πρότεινε να πάμε στην Πλάκα (Ελούντα) την Κυριακή να φορτώσομε το αυτοκίνητο ψάρια. Χωρίς να το καλοσκεφτώ είμαστε την Κυριακή το μεσημέρι στην Πλάκα όπου λικνιζόταν μπροστά μας το σφουγγαράδικο καΐκι «ο Καντάφι». Μας υποδέχτηκε το τσούρμο του και πίναμε ρακή με χταποδάκι, μέχρι να ετοιμαστεί το μεσημεριανό. Τι άλλο! Ένας τεράστιος ροφός κακαβιά. Αρκετές ώρες κουβεντιάζαμε μέχρι να τονε φάμε όλο.

Το απόγευμα, ανοίγω το αυτοκίνητο, κατεβάζω τα καθίσματα, βάζω το νάυλον και φέρνουν δέκα ροφούς, δέκα με δεκαπέντε κιλά ο καθένας. Εκτός τόπου και χρόνου, αναστενάζοντας το αυτοκίνητο, με πολύ φόβο και προσοχή ξεφορτώσαμε σε μια αποθήκη στον Άγιο Δημήτριο στο λιμάνι τους ροφούς εκτός από ένα, που μου χάρισε. Πάω στο σπίτι, τον ξεφορτώνω στην πίσω αυλή και τον κοίταζα σαν χαμένος.

Παίρνω ένα χασαπομάχαιρο, το πιάνω από τις δυο άκρες, κάθομαι επάνω του και προσπαθούσα να του βγάλω τα λέπια. Δεν έφευγε ούτε ένα, μόνο καμιά φορά ένα και έκανε βζν να μου βγάλει τα μάθια. Λέω, να τονε κρεμάσω στον τοίχο. Τον κρεμώ, τίποτα, τον γυρίζω ανάποδα, τίποτα. Απογοητεύτηκα. Σχεδόν όλη τη νύχτα με την πένσα του ‘βγαλα τα λέπια. Συζητώντας την επαύριο μου είπαν, ότι αν έπιανα ένα πιρούνι, θα τέλειωνα στο άψε σβήσε.Έμαθα την τεχνική, αλλά ποτέ δεν μού ’τυχε ξανά τέτοιο «οζό».

Τώρα που το σκέφτομαι και το ξανασκέφτομαι: Η Πλάκα δεν έχει σφουγγάρια. Το ψάρεμα του ροφού απαγορευότανε. Άρα τα μισά ψάρια πιθανόν να πήγαιναν στην εξουσία και τα άλλα μισά στο εμπόριο. Αν γινότανε καμιά στραβή και μας πιάνανε: «Συνελήφθη σπείρα, που αλίευε, διακινούσε και διέθετε στο εμπόριο παράνομα».

«Να ‘τονε στο Γεντί Κουλέ, χωρίς να ξέρει γιατί και να ονειρεύεται τη νύχτα, αν μπορούσε να κλείσει μάτι, ό,τι τον είχε αρπάξει ο ροφός στα δόντια του και προσπαθούσε να τον κατασπαράξει. Ουφ… ο ποντικός το τυρί θωρεί, την παγίδα δε θωρεί.

*Ο Μανόλης Σπανάκης  είναι συν/χος καθηγηής