Σταμάτησε μπροστά στη μεγάλη κολώνα της ΔΕΗ στα Λιοντάρια και έψαξε με το βλέμμα το γραπτό μήνυμα των συμφοιτητών του ανάμεσα σε πολλά άλλα. «Καφενές του Καγιαμπή στις 9. Ευγενία». Φοιτητής στο Μεγάλο Κάστρο τη δεκαετία του ’80 γνώριζε το κλασικό ραντεβού. Είχε αργήσει και τώρα η παρέα θα τον περίμενε στον «Καγιαμπή».

Περπάτησε γοργά και έφτασε στο μαγαζί. Μπήκε μέσα. Ήταν Φλεβάρης και έκανε κρύο, με αποτέλεσμα οι θαμώνες να είναι στριμωγμένοι στα 4-5 τραπέζια του μικρού καφενέ.

Κοίταξε τους τοίχους γύρω του και είδε ένα χωροχρονικό κολλάζ προσώπων, πρωταγωνιστών και μη, της Ελλάδας του 20ού αιώνα ο μάγκας του Λάκκου που χόρευε ανοικτοκουταλάτος ένα ζεϊμπέκικο το 1960, ο Ρεθυμνιώτης λυράρης Ανδρέας Ροδινός τη δεκαετία του 1930, ο Βαμβακάρης, ο Τσε Γκεβάρα κ.ά. Κάθε φωτογραφία μπορούσε να αφηγηθεί μια ιστορία που δημιουργούσε διαφορετικά συναισθήματα, όπως πόνο, μελωδία, εκτίμηση, σεβασμό, χαρά και λύπη.

Αυτό το «καφενείο των αναμνήσεων» του έφερε στον νου τη Ζωή του Μηνά Δημάκη:

«Τα χρόνια που διάβηκαν ίσκιοι

Στιγμές της απεραντοσύνης του Τίποτα

Προσπαθείς να θυμηθείς

Θυμάσαι με κόπο

Όλα χαμένα […]».

Τα χρόνια πέρασαν κι από φοιτητής έγινε εργαζόμενος οικογενειάρχης. Παρόλα αυτά τον «Καφενέ του Καγιαμπή» δεν τον ξέχασε. Πήγαινε και ξαναπήγαινε μέχρι που ένα βράδυ το αφεντικό έσβησε τα φώτα και μέσα στο σκοτάδι έριξε φως με τον φακό σε κάθε μια από τις παλιές φωτογραφίες αφηγούμενος τη σύντομη ιστορία του απεικονιζόμενου προσώπου. Ήταν εικόνες μαυρόασπρου σινεμά, «Σινέ Καγιαμπής» στην κυριολεξία!

Γέμισαν τα ποτήρια τους, αυτός και η παρέα του, και φώναξαν  το αφεντικό να τσουγκρίσουν τα ποτήρια όλοι μαζί. Μετά από μερικά ποτήρια τού φάνηκε ότι ξαφνικά ο μάγκας του Λάκκου, ο οποίος στη φωτογραφία χόρευε σαν αετός ζεϊμπέκικο με το κουστούμι και το άσπρο πουκάμισο, ζωντάνεψε κι έφερε μια γυροβολιά στο μαγαζί με τη μελωδία της «Φραγκοσυριανής».

Έπαιξε δυο “μπαλόνια” με τα δάκτυλα και χτύπησε τα τακούνια στο πάτωμα. Κλώτσησε μπροστά, δυνατά στον αέρα. Έγειρε το σώμα πίσω, σήκωσε τα χέρια ψηλά και έκανε κάθισμα μπροστά χτυπώντας με την παλάμη το πάτωμα. Ώπα!

«Ώπα! Έφτασαν οι μεζέδες σύντροφοι!» διέκοψε το αφεντικό τη μαγική εικόνα. Τρία πιάτα προσγειώθηκαν μπροστά στην παρέα και ο Καγιαμπής, με το σγουρό μαλλί, το χαμογελαστό μικρό μουστάκι, τα γυαλιά στη μύτη, το μολύβι στο αυτί και την ποδιά δεμένη στη μέση, τον ξαναγύρισε στην πραγματικότητα. Τελικά, μέσα στην πεινασμένη του ζάλη συμπέρανε ότι νηστικό αρκούδι δεν χορεύει, γι’ αυτό μάλλον μόνο ονειρεύεται!

*Ο Αγησίλαος Κ. Αλιγιζάκης είναι ιατρός, ορθοπεδικός, πολιτισμολόγος