Η μεθυστική μυρωδιά του νυχτολούλουδου που ερχότανε από κάποιο μπαλκόνι και εξουσίαζε τη βραδινή ιουλιανή δροσούλα του Ηρακλείου, εκεί γύρω από το τοπόσημο του Καβαλάρη του Μεγάλου Κάστρου στο κέντρο της παλιάς πόλης, με έκανε να δρασκελίσω το κατώφλι στο κονάκι του έφιππου προστάτη της.
Συνεσταλμένος και διστακτικός, καθώς έμπαινα τον λογιζόμουν να σπιρουνίζει το φτερωτό φραμπαλάδικο άτι του και στην κυριολεξία σαν ουρανόπεμπτος φαντομάς να σώζει από το μαχαίρι και το χαλασμό του πολέμου το Μεγάλο Κάστρο.
Στ’ αυτιά μου ερχόταν ολοζώντανα οι μεταλλικοί ήχοι από τα γιαταγάνια του πολέμου που σπάθιζαν τον αέρα και αλληλοκτυπιόνταν ανελέητα και στα μάτια μου οι εικόνες από τα πλήθη που ολοφύρονταν βουτηγμένα στο αίμα και στη φωτιά του μακελειού.
Κάπου σκέφτηκα πως ίσως αυτός ο θρήνος και τα αποκαΐδια της Ιστορίας, -κι ας έχουν περάσει τόσα χρόνια-, να είναι αυτά που κρατάνε ακόμη θολές τις μέρες των νεοελλήνων και τα κάνουνε συνεχώς μούσκεμα. Ας είναι… Είχα προχωρήσει για τα καλά μέσα στο ναό, σχεδόν ήμουν κάτω από τη μικρογραφία της ουράνιας σφαίρας του Σύμπαντος Κόσμου.
Εικόνες και μυρωδιά αγιορείτικου λιβανιού εξακολουθούσαν να πολιορκούν στο μισοσκόταδο ανελέητα τις αισθήσεις μου, όταν μου φάνηκε πως κάποιοι σαν να σιγοκουβέντιαζαν εκεί στα ψηλά. Οι περισσότερες κουβέντες, κάτι σαν παλιές σπαστές προγονικές λέξεις, έφταναν κυματιστές ριπές στ’ αυτιά μου, σαν ανεφυσίδια παλαιϊνών καιρών.
Μπορούσα όμως ξεκάθαρα να συνθέσω τα νοήματα. Ήταν στα σίγουρα γνώριμη αυτή η φωνή κι ας μην την είχα ξανακούσει με τα φυσικά αυτιά μου. Ήταν η φωνή του Γένους, ήταν του τελευταίου Έλληνα, του Αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Δραγάτση που ερχότανε από μια σκιά κεριών που σχημάτιζαν μια παλλόμενη φιγούρα με το τρικράνι του και τα σταυρωδετά του πέδιλα με το δικέφαλο, πάνω σ’ ένα από τα σφενδόνια του τρούλου, δίπλα σ’ ένα λιανοτσίτσιρο βρακοφόρο κρητικό Άγιο.
Προσπάθησα να κρυφτώ μπας και οι σκιές σώπαιναν με την ενοχλητική παρουσία μου. Μα στάθηκα ακίνητος σαν παγοκολόνα, και μετα σκέφτηκα πώς είναι δυνατόν εγώ, μια χωμάτινη σάρκα, να ενοχλεί τα πνεύματα; Κι έτσι έμεινα σαν άγαλμα να κοιτώ προς τα ψηλά χωρίς προφυλάξεις. Η άλλη φωνή ξεκάθαρη κι εκείνη, ήταν του πρωτοκαπετάνιου του Μεγάλου Κάστρου.
Είμαι τυχερός είπα μέσα μου, έπιασα τζακ-ποτ, αλλά σίγουρα απ’ αυτά που δεν ενδιαφέρουν καθόλου τους πολλούς! Ωστόσο, «είναι κάτι φοβερά γεγονότα που όσο κι αν σου τα αφαιρεί ο Θεός, ο νους όλο σου τα προσθέτει»
(1). Φοβερόν εμπεσείν εις χείρας νοός ζώντος, θα έλεγε ξανά ο προφητάνακτας Σολομώντας σκέφτηκα… Κι έτσι ο νους ακαριαία πρόσθεσε σε τούτο το σκηνικό την ανάμνηση μιας είδησης πριν ακριβώς από τέσσερα χρόνια.
Ήταν τότε, τον Ιούνιο του 2020 εν μέσω των πνευματοφόρων, θεοσωτήριων και βυσσόφρωνων από άμβωνος κηρυγμάτων τους κατά των εμβολιασμών του κορωνοϊού, που οι εννέα ύπατοι συνομιλητές του Αγίου Πνεύματος και πληρεξούσιοι των Ουρανών στην Κρήτη, (νεοελληνιστί και επί το αληθέστερον οι «Άγιοι» Κρήτης) αποφάσισαν τη φιλοτέχνηση και την τοποθέτηση στο Ηράκλειο, του ανδριάντα του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, του τελευταίου Αυτοκράτορα της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Έπεσα διάνα, αυτή ήταν η κουβέντα των δυο επήλυδων για τον κόσμο αυτό. Άπαρτοι μέσα στην ορφάνια τους και απάτριδες του κόσμου τούτου και των προεστών του, εξόριστοι από τους ίδιους τους ενεστώτες πάτρωνές τους, οι δυο πρωτοκαπετάνιοι, κάπου-κάπου ξεσπούσανε σε κοπετούς για την κοροϊδία και το ψεύδος εκείνων που εξουσιάζουν και κρατούν τις σφραγίδες του Αχώρητου, της εύκλειας της Ιστορίας και του Γένους.
Αλλά «τι να κάνουμε αδελφέ πρωτοκαπετάνιε Μηνά; «Έτσι κάπως μες στην εκκλησιά όταν ο Θεός δεν είναι, Ειρηνικά γίνονται και τα χείριστα»
(2)! Και σήμερα μόνον που Θεός δεν είναι μέσα στην Εκκλησιά, παρά μόνο οι έμποροί Του…» ακούω σε κάποια στιγμή τον τελευταίο Αυτοκράτορα να λέει με νόημα στον οικοδεσπότη του.
Πάγωσα, τα έχασα κυριολεκτικά για την απόλυτη κρίση των συνομιλητών του τρούλου απέναντι στις οβιδιακές μεταμορφώσεις των Καιρών. Μα πριν ολοκληρώσω τους συνειρμούς μου, σα ν’ άκουσα τον πρωτοκαπετάνιο να κάνει τα χέρια Του χωνί και να φωνάζει δυνατά στον Αυτοκράτορα: – «Βασιλιά μου, κλείσανε οι τέσσερεις χρόνοι που οι Άγιοι Κρήτης σου τάξανε ανδριάντα στο Μεγάλο Κάστρο, για να μην παλεύεις πια μόνος με τη μοναξιά Σου.
Σε θέλανε Σύμβολο, να κρατάς ως το ‘χες συνήθειό Σου τα γκέμια των Καιρών. Μα ‘ναι πολύ κοφτερή η σπάθα Σου και τη φοβούνται ως φαίνεται οι Δήθεν του Κόσμου τούτου, και το ξανασκέφτηκαν…».
Κι Εκείνος καθώς σαν φλόγα τρεμάμενη και ψιλοδουλεμένη μακρινών καιρών του τρούλου που περνούσε τη βραχνή φωνή Του πάνω απ’ την εκκλησιά κι έφτανε σ’ όλο το φάρδος του Παράδεισου, μέσα από λυγμούς χτυπώντας με τα χέρια στο χαλκό στήθος Του, έλεγε σε ρυθμό ψαλμωδίας βυζαντινής στον πρωτοκαπετάνιο, που έφτανε σαν ικεσία στα περιστέρια που κι εκείνα πάνω στον τρούλο άκουγαν νυσταλέα τους διαλόγους: -«Μεσημέρι από νύχτα!
Όλη η ζωή μια λάμψη Καπετάνιε μου! Μεσημέρι από νύχτα και μήτε ένας πλάι μας! Μονάχα οι λέξεις οι πιστές μας που σμίγουν όλα τους τα χρώματα ν’ αφήσουν μεσ’ στα χέρια μας μια λόγχη από άσπρο φως…».
(3) Αυτό που ζούσα δεν ήταν απλά ένα ξόδι, ήταν μια καινούργια Άλωση φρικτότερη σκεφτόμουνα. Και σιγά-σιγά με βήμα οπισθοχώρησης βγήκα από την εκκλησιά…
Έξω, βαριά απλώνονταν η νύχτα στο Μεγάλο Κάστρο, πηχτό το σκοτάδι και μακάριος ύπνος, στα κονάκια των δημόσιων υποθέσεων, των Δήθεν. Μόνο η μυρωδιά του νυχτολούλουδου μ’ ένα μικρό τριζόνι έξω από την εκκλησιά έδινε την υπόσχεση για την υπαρκτή κατακύρωση στο Νόμο του Ανέλπιστου…
Και θυμήθηκα, «χρόνους πολλούς μετά την Αμαρτία που την είπανε Αρετή μέσα στις εκκλησίες και την ευλόγησαν»
(4) τα ίδια τα στιχάκια του ίδιου ποιητή που με τη λαλιά του αποκρίνονταν ο τελευταίος Αυτοκράτορας: «Θα έρθει άραγε, θα έρθει άραγε ποτέ η ώρα που ένα περιβόλι ελεητικό θα αφομοιώσει τα απόβλητα όλων των αιώνων;»
(5) άκουγα τον τελευταίο Βασιλιά των Ρωμαίων να ρωτά τον πρωτοκαπετάνιο του Μεγάλου Κάστρου. Ρητορικό το ερώτημα για όλους μας, φίλοι αναγνώστες…
(1) Ο. Ελύτης, «Το ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου».
(2) Ο. Ελύτης, «Το φωτόδεντρο και η δεκάτη τετάρτη ομορφιά».
(3) Ο. Ελύτης, «Ο θάνατος και η Ανάστασις του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου».
(4) Ο. Ελύτης, «Άξιον Εστί».
(5) Ο. Ελύτης, «Ο μικρός Ναυτίλος».