Κάθε χρόνο 28 Οκτωβρίου στην επέτειο του αλβανικού πολέμου, όπως και στους ολυμπιακούς αγώνες, βλέποντας την απονομή των αριστείων, μού έχει γίνει έμμονη ιδέα ο μακαρίτης ο πατέρας μου. Είναι κάτοχος του αργυρού αριστείου ανδρείας, που φιγουράρει σ’ έναν τοίχο στο χωριό.

Είναι ο έπαινος της χώρας, που παλιά γκρέμιζαν μέρος του τείχους της πόλης, γιατί η πόλη που έχει τέτοιους αγωνιστές δε χρειάζεται τείχη.

Επειδή παραμεγάλωσα και δεν ξέρεις … αποφάσισα φέτος, ύστερα από πολλές αναβολές και δισταγμούς, για να μη θεωρηθεί αυτοπροβολή, τη δημοσίευση της δράσης του πατέρα μου στον πόλεμο της Αλβανίας και την αντιμετώπιση από την Ελληνική Πολιτεία.

Σας παρακαλώ, να με ανεχθείτε, να εξιστορήσω ένα μικρό κομμάτι, όπως μου είχε διηγηθεί πολλές φορές: Ο λόχος μου είχε στρατοπεδεύσει στην κορυφή του βουνού, που στους πρόποδες ήταν το αλβανικό χωριό “ Άριζα ντι Σόμπρα”. Τα πάντα ήταν σκεπασμένα από παχύ στρώμα χιονιού. Ένα βράδυ είπα στον Κριθινάκη Σταύρο από την Παναγιά και το Ζηδιανάκη Μανόλη από το Γεράκι, που μέναμε στην ίδια σκηνή, να φύγομε κρυφά, να κατεβούμε στο χωριό, να κλέψομε κάτι να φάμε, επειδή πεινούσαμε και κρυώναμε. Το χωριό εν τω μεταξύ είχε καταληφθεί από τους Ιταλούς.

Συμφώνησαν και με χίλιες δυο προφυλάξεις μπήκαμε στο χωριό. Από μια γωνία είδαμε ένα πάνοπλο Ιταλό σκοπό. Με πρόχειρο σχέδιο καταφέραμε να τον συλλάβομε και να μας οδηγήσει σε μια μεγάλη αποθήκη, όπου κοιμούνταν ογδόντα Ιταλοί στρατιώτες. Με φωνές και ουρλιαχτά σπάσαμε την πόρτα, τους ακινητοποιήσαμε, τους λαφυραγωγήσαμε (από τροφές, κάλτσες, άρβυλα κλπ.) και τους ανεβάσαμε ξυπόλυτους και με τα σώβρακα στην κορυφή του βουνού και τους παραδώσαμε στο λόχο.

Για την πράξη μου αυτή με προήγαγαν σε λοχία από δεκανέας, που ήμουν. Πέρασαν αρκετές ημέρες σε συνεχείς συγκρούσεις με τους Ιταλούς. Σε μια μάχη με τραυμάτισαν στους αστραγάλους και στα δυο πόδια. Μου έκαναν κάποιες επεμβάσεις στα Γιάννενα και ύστερα από μεγάλη ταλαιπωρία βρέθηκα στο στρατιωτικό νοσοκομείο στην Αθήνα.

Στην πολύμηνη παραμονή μου στο νοσοκομείο, όταν άρχισα να περπατώ με πατερίτσες, πήγαινα πιο πέρα που ήταν η στρατιωτική διοίκηση και ζητούσα το γαλόνι του λοχία: “Καλά Σπανάκη, έλα αύριο, έλα μεθαύριο, σε καμιά βδομάδα, μήνα κλπ.” Τελικά κατάφερα να μπω σ’ ένα σαπιοκάϊκο και να κατεβώ στην Κρήτη χωρίς το γαλόνι του λοχία”.

Πέρασαν πάνω από εξήντα χρόνια και ζούσε στο χωριό με μια μικρή σύνταξη και τον καημό για το γαλόνι, που τελικά δεν του δώσανε. Είχε φτάσει ενενήντα χρονώ το 2004 και σε μια επίσκεψή μου στο χωριό με υποδέχτηκε έξαλλος και μου λέει: Με πήρε τηλέφωνο ο διμοιρίτης μου στην Αλβανία ανθυπασπιστής Βαρδάκης (και μετά στρατηγός) και μου είπε να συναντηθούμε.

Τον έφερα στο Ηράκλειο, συναντήθηκαν, λίγο έλειψε να πεθάνουν και οι δυο από τη συγκίνηση. Πάνω στη συζήτηση τον ρώτησε ο στρατηγός Βαρδάκης, αν τον τίμησε η πατρίδα για το κατόρθωμά του. Λέει “όχι, μόνο μια μικρή σύνταξη για τα δυο άχρηστα πόδια μου”. Πέρασαν περίπου δυο μήνες και έρχεται στο χωριό ταχυδρομικώς ένας μεγάλος φάκελλος του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας με δυο χαρτιά μέσα.

Τό ένα ήταν η διαταγή του υπουργείου “περί ηθικών αμοιβών” 27-3-1944, που του απένειμε το αργυρό αριστείο ανδρείας και το άλλο ήταν το αργυρό αριστείο ανδρείας χωρίς το μετάλλιο. Ίσως κάποιος να πλούτισε τη συλλογή του. (Τα χαρτιά στη διάθεση της εφημερίδας).Προφανώς ξεσκόνισαν τα παλιά αρχεία, με προτροπή μάλλον του στρατηγού Βαρδάκη και μας τα έστειλαν να του τα βάλομε στον τάφο.

Μετά από δυο χρόνια (το 2006) πέθανε. Όσο περνούν τα χρόνια, τόσο πιο πολύ στενοχωρούμαι για τον καημό του γέρο (το γαλόνι). Είναι αρκετά χρόνια τώρα που τά’χω βάλει με τους καλαμαράδες του Υπουργείου που επικαλούνται έλλειψη στοιχείων και παραπέμπουν στον επόμενο. Ευτελισμός, υποτίμηση, ντροπή.

Ουφ … για ποιο πατριωτισμό μιλάμε; Συγνώμη.

* Μανόλης Σπανάκης είναι συν/χος  καθηγητής