Βρισκόμαστε στην καρδιά της Άνοιξης. Ο ξανθός  Απρίλης, όπως τον αποκαλεί ο εθνικός μας ποιητής, έχει φορέσει την πιο λαμπρή του φορεσιά και με χίλες γλώσσες καλεί τους Έλληνες να χαρούν τη ζωή, που ξεχύνεται από παντού «μ’  όλα τα πλούτια πού  ‘χει». Να πως καλωσορίζει την Άνοιξη το Άσμα Ασμάτων: «Κοίταξε! Ο χειμώνας πέρασε, φύγανε οι βροχές, διαβήκαν.

Τα άνθη προβάλλουνε στη γη, έφτασε του τραγουδιού η ώρα. Η φωνή του τρυγονιού ακούστηκε στους κάμπους μας, η συκιά τον πρώτο της έβγαλε καρπό, τ’  αμπέλια τ’  ανθισμένα χύνουν ευωδιές» (κεφ. 2, 11-13). Σε μια τέτοια έκρηξη της ζωής πώς να χωρέσει ο θάνατος; Πώς ο θάνατος μέσα σε μια τέτοια ομορφιά να μην προσλαμβάνεται ως κάτι που δεν χωρά στο νου;

Και πώς η οδύνη που γεννά ο θάνατος αγαπημένων προσώπων να μην είναι ακόμη μεγαλύτερη, όταν τα βρίσκει τη στιγμή που όλη η πλάση  Βρίσκεται «στην πιο καλή της ώρα» και  γύρω έχει στηθεί το γιορτάσι της ζωής; Και πώς αυτός ο σπαραγμός να μη γίνει θρήνος και οδυρμός, όταν ο θάνατος βρίσκει νέους ανθρώπους, ανθρώπους που βρίσκονται στην κορύφωση της ομορφιάς, την ώρα που «ανθίζουν τα κλαδιά και βγάζει η γη χορτάρι»;

Ο λαϊκός άνθρωπος, ο ορθόδοξος Έλληνας, που έζησε και ζει κοντά στο φυσικό κόσμο, αυτός που έχει μπροστά στα μάτια του και βλέπει τις αλλαγές των εποχών του έτους, μπορεί να νιώσει  και να βιώσει βαθύτερα την οδύνη του θανάτου που συμβαίνει όταν γύρω σφύζει η ζωή.

Διότι ο θάνατος έρχεται και ακυρώνει την ίδια την ομορφιά της ζωής, σκοτεινιάζει το φως της άνοιξης, αποδεικνύει ότι «πάντα σκιάς ασθενέστερα, πάντα ονείρων απατηλότερα». Αυτό δεν αφήνει περιθώρια για βεβαιότητες και τότε η ζωή και η ομορφιά που χάθηκαν γίνονται αφορμή για μοιρολόι.

Το μοιρολόι είναι το τραγούδι που εκφράζει το σπαραγμό της μάνας ή της αγαπημένης για το χαμένο γιο ή άντρα, για το χαμένο παλληκάρι που όχι μόνο δεν πρόλαβε να χαρεί τη ζωή αλλά και πέθανε την ώρα που η ζωή ξεχείλιζε από παντού:  απ’ τα χρώματα και τα αρώματα των λουλουδιών, από τα κελαηδίσματα των πουλιών, από τα τρεχούμενα νερά, από τη λαμπρότητα του ήλιου, από το γαλάζιο του ουρανού, από τον έρωτα που απλωνόταν σε όλη την κτίση.

Στον ορθόδοξο κόσμο και κυρίως στην Ελλάδα, η Άνοιξη, η εποχή της αναγέννησης της φύσης ύστερα από τη νάρκη του χειμώνα, σημαδεύεται από τη μεγάλη εορτή του Πάσχα, κάτι που έδωσε στο θάνατο και την Ανάσταση του Χριστού,  πέρα από τη θεολογική, και μια άλλη συμβολική σημασία, αφού ο λαός έχει συσχετίσει το Πάθος και την Ανάσταση με προσωπικά γεγονότα αλλά και με τις τύχες του έθνους.

Ο Χριστός για το λαϊκό άνθρωπο δεν είναι μόνο ο Θεάνθρωπος που δίδεται ως «λύτρον αντί πολλών» και πάσχει, σταυρώνεται και πεθαίνει για τις αμαρτίες των ανθρώπων. Είναι και το πρόσωπο στο οποίο βλέπει τα δικά του πάθη αλλά και τα πάθη του έθνους του. Την περίοδο της Τουρκοκρατίας τα Πάθη του Χριστού  απηχούσαν τα βάσανα και τις οδύνες του ελληνικού έθνους.

Όταν ο υπόδουλος Έλληνας έβλεπε τον Χριστό σταυρωμένο, στο πρόσωπό Του έβλεπε την πονεμένη Ρωμιοσύνη και καρτερώντας την Ανάστασή Του, καρτερούσε τη δική του προσωπική και εθνική ανάσταση. Θρηνούσαν, λοιπόν, οι Έλληνες για τον Χριστό και μαζί θρηνούσαν για τα δικά τους πάθη και τα πάθη του ελληνικού έθνους.

Θρηνούσαν για τη σταύρωση του Χριστού και ο θρήνος και ο σπαραγμός του μοιρολογιού τους απηχούσε το βίωμα του θανάτου των παλληκαριών, για να οδηγηθούν έτσι, μέσα από το τραγούδι, σε ένα είδος ψυχολογικής κάθαρσης και στη λύτρωση από το άχθος του βιώματος της απώλειας.

Ο Χριστός που έβγαινε από τον τάφο, νικητής του θανάτου ύστερα από το σταυρικό θάνατο, και μάλιστα σε μια ώρα αναγέννησης της φύσης, γινόταν το σύμβολο της δικής τους αναγέννησης σε εθνικό και προσωπικό επίπεδο, ένα λαμπρό σύμβολο ελπίδας.

Τη Μ. Παρασκευή το βράδυ στις εκκλησιές μας ψάλλονται από αυτοσχέδιους χορούς τα «εγκώμια», όπως λέγονται, δηλαδή ο «Επιτάφιός Θρήνος». Πρόκειται για ένα είδος «μοιρολογιού» μπροστά στον τάφο του Χριστού, με τα οποία εγκωμιάζεται, μεγαλύνεται και δοξάζεται ο νεκρός Θεάνθρωπος, ως νικητής του θανάτου, και εκφράζεται η προσμονή της Ανάστασης.

Εκτός όμως από τα δογματικά στοιχεία που είναι εντεθειμένα στα «εγκώμια», υπάρχουν και σημεία, όπου η Παναγία παρουσιάζεται να θρηνεί το Γιο Της, όπως θα θρηνούσε μια οποιαδήποτε μάνα το δικό της γιο, που της τον πήρε ο θάνατος. Ιδού μερικά από αυτά:

«Ἡ Ἀμνὰς τὸν Ἄρνα, βλέπουσα ἐν σφαγῇ, ταῖς αἰκίσι βαλλομένη ἠλάλαζε, συγκινοῦσα καὶ τὸ ποίμνιον βοᾶν.

Ὦ  Θεὲ καὶ Λόγε, ὦ χαρὰ ἡ ἐμή, πῶς ἐνέγκω σου ταφὴν τὴν τριήμερον; νῦν σπαράττομαι τὰ σπλάγχνα μητρικῶς.

Πότε ἴδω Σῶτερ, σὲ τὸ ἄχρονον φῶς, τὴν χαρὰν καὶ ἡδονὴν τῆς καρδίας μου; ἡ Παρθένος ἀνεβόα γοερῶς.

Τέτρωμαι δεινῶς, καὶ σπαράττομαι τὰ σπλάγχνα Λόγε, βλέπουσα τὴν ἄδικόν σου σφαγήν, ἔλεγεν ἡ Πάναγνος ἐν κλαυθμῷ.

Ὧ γλυκύ μου ἔαρ, γλυκύτατόν μου Τέκνον, ποῦ ἔδυ σου τὸ κάλλος;

Ὦ φῶς τῶν ὀφθαλμῶν μου, γλυκύτατόν μου Τέκνον, πῶς τάφῳ νῦν καλύπτῃ;».

Έτσι, η Παναγία, η Μάνα του Χριστού, γίνεται η έκφραση της χαροκαμένης μάνας, που έχει χάσει το παλληκάρι της και μάλιστα μέσα στην ομορφιά της Άνοιξης. Ο γιος για τη μάνα είναι η ίδια η Άνοιξη, είναι η ίδια η ζωή και η ομορφιά της, όπως υποδηλώνει το «Ὧ γλυκύ μου ἔαρ, γλυκύτατόν μου Τέκνον». Ένα τέκνο όμως που το κάλλος του έχει χαθεί, έχει σβήσει.  Την ίδια στιγμή οι στολισμένοι με λουλούδια Επιτάφιοι συνδέουν το θάνατο με το έαρ, την Άνοιξη, δηλώνοντας ότι το κάλλος βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση με το μαρασμό και τη φθορά του θανάτου. Η ομορφιά των λουλουδιών και το θρηνητικό άσμα του μοιρολογιού θα έλεγε κανείς ότι απαλύνουν το βαρύ αίσθημα του θανάτου: η ομορφιά νικά τον θάνατο, είναι η αντίσταση απέναντι στο θάνατο. Έτσι, «ὁ ωραίος κάλλει παρά πάντας βροτούς», ο Ιησούς Χριστός, η σαρκωμένη ομορφιά, είναι ο νικητής πάνω στην ασχήμια και τη φθορά του θανάτου.

Παλαιότερα, ίσως ακόμη και σήμερα, σε κάποια μέρη της Ελλάδας, το βράδυ της Μ. Πέμπτης οι γυναίκες έμεναν στο ναό και τραγουδούσαν το «μοιρολόι της Παναγίας». Στο λαϊκό αυτό στιχούργημα η Παναγία παρουσιάζεται με όλα τα χαρακτηριστικά μιας μάνας που έχασε το γιο της, ταυτιζόμενη έτσι Εκείνη μεν με όλες τις μανάδες του κόσμου, το δε μοιρολόι Της με το μοιρολόι κάθε χαροκαμένης μάνας. Παραθέτω ένα μικρό απόσπασμα από την αντίδραση της Παναγίας στην είδηση ότι σταύρωσαν το Γιο Της:

Η Παναγία, ως το ‘κουσε, ήπεσε λιγωμένη,

σταμνιά νερό τση χύσανε, σάμε να συνηφέρει.

Κι απείτις εσυνήφερε κι ήρθε στο λοϊκό τζη:

«Κλουθάτε μου, γειτόνισσες, οι πιο καλύτερές μου».

Κι όταν φτάνει και βλέπει το Γιο Της στο σταυρό, ρωτά με παράπονο:

«Δε μου μιλείς, παιδάκι μου, δε μου μιλείς, παιδί μου;».

«Ντα να σου πω, μανούλα μου, που διάφορο δεν έχει.

Όντε λαλήσου οι πετεινοί και παίξουν οι καμπάνες,

ετότεσάς, μητέρα μου, έχε χαρές μεγάλες».

«Πού ‘ναι μαχαίρι να σφαγώ, πού ‘ναι γκρεμός να δώσω,

Πού ‘ναι θελάλης ποταμός, κάτω να πάω να πέσω;».