Όλοι μας σίγουρα θα έχουμε επισκεφθεί την οδό Γεωργίου Μαράντη στην πόλη μας, στην περιοχή των Καμινίων. Την οδό που φιλοξενεί ένα μεγάλο σχολικό συγκρότημα που περιλαμβάνει Λύκειο, Γυμνάσιο, Δημοτικό Σχολείο και Νηπιαγωγείο. Δικαιολογημένα αυτός ο δρόμος πήρε το όνομά του.

Γιώργος Μαράντης, ένας άνθρωπος του πνεύματος με μεγάλη προσφορά στον τόπο μας! Το πραγματικό του όνομα ήταν Γιώργος Καφφετζάκης και καταγόταν από τη Νεάπολη Λασιθίου. Ήρθε στο Ηράκλειο και γνωρίσθηκε με τους φιλολογικούς κύκλους. Γνώρισε πνευματικούς ανθρώπους της πόλης μας όπως τους: Νίκο Καζαντζάκη, Γιάννη Μουρέλλο, Λευτέρη Αλεξίου, Γαλάτεια Αλεξίου, Ιωάννη Κονδυλάκη. Τον επηρέασε έντονα το κύμα του δημοτικισμού. Ο ίδιος περιγράφει τη ζωή του παλιού Ηρακλείου και σε μια χρονική περίοδο που συνυπήρχε το ελληνικό με το τουρκικό στοιχείο. Ο Μαράντης αγαπήθηκε από μικρούς και μεγάλους, από μορφωμένους και αμόρφωτους, από πλούσιους και φτωχούς. Επίσης θεωρείται ο καλύτερος ηθογράφος μετά τον Ιωάννη Κονδυλάκη. Η γλώσσα του Μαράντη είναι πλούσια και εντυπωσιάζει τον αναγνώστη.

Προφανώς ο Μαράντης, καθώς ξεκίνησε ο πόλεμος του σαράντα έπαψε να επισκέπτεται το Ηράκλειο. Ξαναγύρισε μετά από οκτώ ολόκληρα χρόνια και ήταν φυσικό να το βρει αρκετά διαφορετικό απ’ ό,τι το άφησε. Ας δούμε όμως πώς βρήκε μεταπολεμικά την πόλη μας, τα διάφορα στέκια της, τα αγαπημένα του σημεία όπου βρισκόταν αυτός και η παρέα του, τους λίγους από τη γενιά του. Θύμησες και μοναδικές αναμνήσεις του παλιού καλού καιρού, του Γιώργου Μαράντη!

“Όταν τώρα και οκτώ χρόνια είχα ξανάρθει στο Κάστρο εσωζότανε ακόμη ένα μεγάλο μέρος της παλιάς εκείνης πολιτείας, που ήταν δεμένη με το παρελθόν της γεννιάς μου και με τις αναμνήσεις των παλιών εκείνων καλών καιρών. Ζούσαν ακόμη τότε πολλοί από τους παλιούς βετεράνους του ποτηριού και του γλεντιού, μα και των περασμένων πολέμων που τους είχαν γεμίσει δόξα και τραύματα…

Τώρα, γυρίζοντας ύστερα από οκτώ χρόνια βρίσκω την πολιτεία μας, τη φωλιά αυτή των πιο προσφιλών μας αναμνήσεων, να κείτεται πληγωμένη σαν ένας γίγαντας που πάλεψε αιώνες με τους πιο βάρβαρους κατακτητές και τώρα οι σκελεθρωμένοι τοίχοι διηγούνται την τελευταία  της περιπέτεια. Ώρες ατέλειωτες γυρνούσα ακούγοντας τους πεσμένους τοίχους και καθένας είχε την ιστορία του… ήταν εδώ ένα αρχοντόσπιτο που κατοικούσε η δραστηριότητα και ο πλούτος και η ξεγνοιασιά και το κέφι και άρκεσε μια βόμβα να με κάνει όπως με βλέπετε…

Εδώ δεν έστεκε πια ο τοίχος. Είχε κυλήσει όλος και τώρα υψωνόταν σωρός από χαλίκια ασβεστωμένα. Μου μιλούσαν με μια φωνή σαν να έβγαινε από τα έγκατα… Εδώ έσβησαν οι στερνές πνοές ανθρώπων που ζούσαν τη σκληρή ζωή της δουλειάς κάτω από τη φτωχική στέγη ενός παλιόσπιτου που άρκεσε μια έκρηξη να τους ξεκουράσει… Κι εδώ; Tα ανάγλυφα λιοντάρια και τα δουκικά σήματα πλαισιωμένα από τα γύρω ερείπια, στέκουν ακατάλυτα, απείραχτα από τις βόμβες, από τις εκρήξεις και το χρόνο. Μου μίλησαν πάλι για την μακρινή ιστορία της δόξας της Γαληνότατης, που στελιώθηκε πάνω στα κουφάρια που βρίσκονται χτισμένα στα μπεντένια του Χάνδακα, των σκλάβων που στέλιωναν τη δόξα της… Όλη η πολιτεία είναι ένας βόγγος, που αναδίδουν από τα χαλάσματα, τα ξεψυχητά των ανθρώπων που κάτω απ’ αυτά έσβησαν και τις νύχτες πλανώνται ανάμικτες οι σκιές των Καλλεργών και των Δασκαλογιάννηδων, των Γεωργιάδηδων και των Καστρινάκηδων και όλης της μακράς σειράς των μαρτύρων που κάθε τόσο στολίζουν το αχτινωτό της κρητικής ελευθερίας…

Και πλάι σ’ αυτή τη συμφορά η ακατάλυτη δραστηριότητα του Κρητικού που παραμερίζει τα χαλάσματα και χτίζει καινούργιους τοίχους και στελιώνει τους ετοιμόρροπους, μαζί και η γνωστή άνθιση της ακατάβλητης ζωτικότητάς του, ξαναστελιώνει την καινούργια ζωή, αιώνιος “φοίνικας” που αναγεννάται από τη στάχτη του!

“Καλώς όρισες”!: Οι λίγοι που βρήκα της γενιάς μου που μας είχαν συνδέσει αγώνες ένδοξοι και χαρές και συγκινήσεις που σπάνια άλλη γενιά αντίκρυσε, μού σφιξαν το χέρι και ακούγοντας τη λύπη μου για το περασμένο Κάστρο μας, μ’ έπιασαν από το μπράτσο και οδηγώντας με στην ταβέρνα μου ‘παν:

Πάμε να πιούμε ένα ποτήρι… Εκεί θα το ξαναχτίσουμε πάλι…

Από μας κανένα σχόλιο. Αυτά έχουν οι πόλεμοι, οι καταστροφές, οι θυσίες…

Όμως, πάντα θ’ αφήνει το αποτύπωμά του και ο χρόνος… ο χρόνος που πέρασε…”.

Περασμένα λοιπόν… αλλά όχι και ξεχασμένα. Μέσα του Οκτώβρη, ειδιά αυτές τις μέρες του φθινοπώρου, που οι άνθρωποι το έπαιρναν απόφαση να μπουν μέσα στα σπίτια τους, αφού η ατμόσφαιρα άρχισε να βαραίνει και να κρυώνει περισσότερο, να γεμίζει ο ουρανός με τα γκρίζα σύννεφα. Τέτοιες μέρες που οι εικόνες του καλοκαιριού έδιναν τη θέση τους στις ήσυχες καλοκαιρινές βραδιές, τότε που οι Καστρινοί, χριστιανοί και Τούρκοι κατέβαιναν στο Μπεντενάκι. Τότε που οι δρόμοι δεν φιλοξενούσαν τις ψηλές πολυκατοικίες, αλλά συναντούσε ο κάθε περαστικός ισόγεια ή διώροφα σπίτια με τις μεγάλες σιδερένιες αυλόπορτες, που όταν άνοιγαν έκρυβαν μέσα τους έναν πραγματικό περάδεισο από κάθε λογής λουλούδια. Τότε που το νυφοπάζαρο στην πλατεία των “Τριών Καμαρών” καλά κρατύσε… Και όλα αυτά τα αποτύπωσε κατά τον καλύτερο τρόπο ο Καφφετζάκης ή Μαράντης, νοσταλγός τις παλιάς Κρήτης, με εύθυμη διάθεση, αλλά και διάθεση υπεύθυνου ανθρώπου περισώζοντας στοιχεία γλώσσας και νοοτροπίας αλλά και μιας άλλης περασμένης εποχής!