Στις 16 Φεβρουαρίου του 2011 η “Πατρίς” είχε δημοσιεύσει ένα άρθρο για την ταινία “Κυνόδοντας” του Γιώργου Λάνθιμου, που κατέληγε στη ρήση ενός άλλου διανοούμενου ανατρεπτικού σκηνοθέτη του Βασίλη Παπαβασιλείου, που είχε πει “Οι καλλιτέχνες χρειάζονται σε μια κοινωνία για να αποτρέψουν τον καθολικό ύπνο”, επίσης ότι “ηδονίζομαι στην ιδέα ότι μπορεί να γίνει μια ολόκληρη σκέψη μέσα σε μόλις 24 ώρες”.
Το είχα παραθέσει αναζητώντας να βρω η ίδια τον μηχανισμό που θα επέτρεπε στη σκέψη μου να προσεγγίσει το ιδιαίτερο σύμπαν ενός Έλληνα σκηνοθέτη που οπωσδήποτε είχε ξεχωριστεί. Η τάση που τελευταία επικρατεί της κατηγοριοποίησης των πραγμάτων αλλά δυστυχώς και των ανθρώπων, δεν επιτρέπει εύκολα, ειδικά στον καλλιτεχνικό χώρο την αφομοίωση σε κάτι που δεν το συναντάμε συχνά. Είναι σαν να διστάζουμε να πάρουμε την ευθύνη της επιλογής μας, και προτιμάμε να το κάνουν οι άλλοι για μας. Γι’ αυτό, νομίζω όταν λέει ο Γιώργος Λάνθιμος ότι η αποδοχή του ήρθε “εισαγόμενη” δεν έχει άδικο.
Η απόφασή του να φύγει έγκαιρα από την Ελλάδα και να εγκαταταθεί στην Αγγλία ήταν μια κίνηση που του επέτρεψε -την συγκεκριμένη χρονική περίοδο της λιτότητας για τη χώρα του – να “καλλιεργήσει” την καριέρα του ελαχιστοποιώντας τις εκπτώσεις στην ποιότητα, που ίσως θα αναγκαζόταν να κάνει αν παρέμενε εδώ”.
Μ’ έναν ανατρεπτικό τρόπο απαλλαγμένο από αγιωμένη γνώση προσεγγίζει το θέμα του και μας προτρέπει να ακολουθήσουμε την ιδαίτερη ματιά του, ερεθίζοντας τη σκέψη μας για τις εκάστοτε παθογένειες ενός κόσμου που ενώ μεταμορφώνεται, συντηρεί τα ίδια χαρακτηριστικά.
Οι ταινίες του απέκτησαν οπαδούς και μη, όχι τόσο γρήγορα αλλά σταθερά και τελικά φτάσαμε στην “Ευνοούμενη” συμπαραγωγή απ’ ό,τι διαβάζω Αγγλίας, Ιρλανδίας και ΗΠΑ μετά από μια πορεία δέκα ετών περίπου υποψήφια για 10 OSCAR. Ήδη διακρίθηκε στα βραβεία της Βρετανικής Ακαδημίας BAFTA και η πρωταγωνίστρια Ολίβια Κόλμαν οδεύει για OSCAR α’ γυναικείου ρόλου ολοταχώς μετά την απόκτηση Χρυσής Σφαίας διά τον ρόλο της βασίλισσας Άννας.
Στην “Ευνοούμενη” μια ιλαροτραγική ταινία η βασιλική αυλή των αρχών του 18ου αιώνα όπου τοποθετείται μοιάζει ιδανική για να αναδείξει μια εποχή που βρίθει αντιθέσεων κι αδικιών. Και οι τρεις γυναίκες που πρωταγωνιστούν έχουν βρεθεί σε θέση που υπερβαίνει την φυσική τους κλίση και επηρεάζουν η μια την άλλη σ’ έναν αγώνα επικράτησης και εξουσίας με βαρύ τίμημα.
Η βασίλισσα Άννα, τρυφερή, φιλάσθενη αλλά και άβουλη με την απώλεια 17 παιδιών που απ’ αυτά άλλα δεν πρόλαβαν να γεννηθούν και άλλα πέθαναν πολύ μικρά να τη βαραίνει αφόρητα, ασφυκτιά στον ρόλο της. Αναπληρώνει το κενό της αγάπης που δεν έδωσε και δεν πήρε στα κουνέλια που εκτρέφει στο δωμάτιό της. Η Σάρα Τσόρτσιλ είναι η λαίδη που κινεί τα νήματα της βασιλείας και αποφασίζει διεκδικώντας επίμονα στην εύνοιά της.
Η ξαδέλφη τής τελευταίας η Αμπιγκέιλ Χιλ ξεπεσμένη αριστοκράτισσα θα μπει ανάμεσά τους παλεύοντας με νύχια και με δόντια να ανατρέψει τη δεινή της θέση. Σ’ ένα κλίμα αριστοτεχνικά δοσμένο, κωμικά τραγικό, με ηθοποιούς που παθιάζονται στους ρόλους τους, ο φακός εστιάζει μ’ έναν τρόπο αποσπασματικό μεν αλλά και απόλυτα αποκαλυπτικό.
Οι εικόνες που παραπέμπουν σε περίτεχνους πίνακες ζωγραφικής μοναδικής αισθητικής με τον φυσικό φωτισμό και έναν περίεργο, απόκοσμο ήχο να τις συνοδεύει, είναι σαν να τονίζουν την ύπαρξη βουβών συναισθημάτων.
Ένα σύμπαν αντάξιο των επιδιώξεων του Γιώργου Λάνθιμου που στοχεύει την κορυφή, συναγωνιζόμενου τη διαφορετική αλλά εξίσου διεισδυτική ματιά ενός επίσης καταξιωμένου σκηνοθέτη του Αλφόνσο Κοναρόν που δίκαια χαρακτηρίζεται επανεφευρέτης του νεορεαλισμού με την ταινία του “Ρόμα”.
Μέχρι τις 24 του μήνα τη βραδιά των βραβείων OSCAR αξίζει να περιμένουμε…