Δύσπνοια ήπιασε το Μαναρόλη οψές το μεσημέρι και μπήκανε στ´αυτιά ντου ψύλλοι, με όσα μέρες τώρα γροικά στη τηλεόραση για ένα ύπουλο εχθρό που έβαλε στ´ μάτι όλα τα γεροντάκια και τα θερίζει ωσάν τα στάχυα, από τη μιάν άκρα του κόσμου μέχρι την άλλη…

-Τα ύστερα του κόσμου…συλλογίστηκε.

Το ταίρι ντου το Δεσποινιώ, τη πήρε ο θεός εδά και τρία χρόνια και τηνε εφύλαξε στον ουρανό .

Το Μαρικάκι, η μοναχοθυγατέρα ντου τον ανεμάζωξε στο σπίτι που της είχε χτισμένο με την άδεια της σημαίας, στις παρυφές του Ηρακλείου.  Τον  εγκατέστησε στο δωμάτιο που διαμόρφωσε ανάλογα ο γαμπρός  του ο Κωσταντής στη πίσω αυλή του σπιθιού  που έβλεπε στο λιόφυτο του γείτονα και παραπέρα  το ασπαλαθόφυτο ύψωμα που του έκοβε τη θέα προς τα μέρη που πέρασε όλη ντου τη ζωή  με το Δεσποινιώ…

Βολεύτηκε ήθελε δεν ήθελε στη γωνιά ντου, έκανε τον  περίπατό ντου πρωί βράδυ γύρω από το λιόφυτο του γείτονα, έπαιζε με τα εγγόνια του,  που τόνε σταυρώνανε με τις φωνές και τα παιγνίδια ντος όλη μέρα και  απολάμβανε τα «χριστιανικά τέλη» της ζωής του…

Όμως ετούτη η συμφορά του Κορωνιού που βρήκε τους ανθρώπους στα καλά καθούμενα, δεν είχε προηγούμενο στη μνήμη ντου… Όχι πως πολυκαταλάβαινε αυτά που άκουε στη τηλεόραση αλλά κατάλαβε το ζόρε που υπήρχε  από τις αυστηρές απαγορεύσεις που του επέβαλε η θυγατέρα ντου . Ούτε εγγόνια έβλεπε μπλειό, ούτε όξω στο λιόφυτο τον άφηνε να βγει κι όταν του πήγαινε φαΐ, ήτανε μουστουχωμένη σα την αίγα   και οι κουβέντες της λίγες και κοφτές :

-Μην αποτολμήσεις και βγεις όξω αποπαδέ, γιατί δα μας σε κουβαλήσεις τη συμφορά που λένε και δα ποθάνομε  όλοι …Το νου σου… Κάτσε μέσα κι ανήμενε  ετσά που ανημένουνε όλοι οι αθρώποι…

Μια εβδομάδα ελούφαξε μέσα σα το λαγό και προσπαθούσε να καταλάβει όσα άκουε  από το πρωΐ μέχρι το βράδυ στη τηλεόραση …

Η χθεσινή όμως δύσπνοια, οι συνεχείς φοβέρες της θυγατέρας να μην πορίσει όξω, η έλλειψη των εγγονιών που άκουε μόνο τις φωνές τους από τη μπροστινή   αυλή, η κλεισούρα και   τα όσα καταλάβαινε για τα συμπτώματα του κορωνιού από τη τηλεόραση, ανέτρεψαν την ευαίσθητη ισορροπία του μυαλού ντου…  Ωφου-ώφου , Δεσποινιώ και θαρρώ πως ομπανέ* δαρθώ  κι εγώ να σε βρω εκειά που αναπαύεσαι …

Η μόνη πεθυμιά που του δημιουργήθηκε τη δύσκολη εκείνη ώρα, ήτανε να αγναντέψει το χωριό ντου, να πέψει  το βλέμμα ντου στην ανατολική ντου άκρα όπου μερικά πανύψηλα κυπαρίσσια έκρυβαν την εκκλησιά του Αρχαγγέλου Μιχαήλ  και την ασπράδα των μαρμάρινων τάφων κι αν τα κατάφερναν τα κουρασμένα μάθια ντου να ξεδιακρίνει το άσπρο σπιτάκι που τον περίμενε το Δεσποινιώ ντου…

Δεν το πολυσκέφτηκε  μα ούτε και ήταν ικανός να σκεφτεί την ώρα εκείνη.

Ετράβηξε το συρμάτινο πλέγμα που έκλεινε την έξοδο της μικρής αυλής και βγήκε στο μονοπάτι πλάϊ στο λιόφυτο … Έσυρε τα ζάλα ντου μέχρι την άκρα του ασπαλαθόφυτου λόφου που έκρυβε τις αναμνήσεις μιας ζωής από τα μάθια ντου και πήρε τον ανήφορο ανάμεσα στους ασπαλάθους και τους σπάρτους που είχαν αρχίσει να μπουμπουκιάζουν και να ευωδιάζουν. Έπρεπε να ανεδιάσει* πιο πάνω κι από πίσω,  για να αγναντέψει τα αγαπημένα του μέρη .

Η δύσπνοια που ένιωθε νωρίτερα είχε μετριαστεί παρά το ζόρε της ανηφόρας και  το μόνο που σκεφτόταν ήταν να ανεβεί πιο πάνω και να αγναντέψει…

Ανέβηκε κι ήφυγε φουριόζο το βλέμμα ντου κατά τα μέρη που σεργιάνισε ολόκληρη  τη ζωή ντου… Γέμισε τ´ αμάτι του εικόνες αγαπημένες, κύλησαν οι μνήμες σαν αστραπή στο καθρέπτη του νου ντου και γέμισε ευωδιές ασπαλανθών  τα σωθικά  ντου με τους αναστεναγμούς που ανέβαιναν ασταμάτητα στα χείλη ντου… Είδε και το Δεσποινιώ να περκατσάρεται* ακούραστα ανάμεσα στα πόδια ντου… Υπέθεσε πως ήταν το σπιτάκι που τον περίμενε εκεί ανάμεσα στα κυπαρίσσια… Ξεχάστηκε κι απόμεινε περισσότερο  απ όσο έπρεπε, μα τον  συνέφερε η αγριωπή φωνή της θυγατέρας από το σπίτι, που ανακάλυψε την απουσία ντου:

Μπρε συ πατέρα …

Έρχομαι Μαρικάκι …

Εδά που δαρθείς δα τα πούμε…

Το μπελά μου δα βρω εδά που δα γιαΰρω εσκέφτηκε , ο Μαναρόλης . Ήργησα φαίνεται πολύ και πως δα δικαιολογηθώ …

Η δύσπνοια είχε περάσει ολότελα, οι μυρωδιές και οι εικόνες τον είχανε ξαναζωντανέψει από την απελπισία της καραμπίνας ( έτσι είχε παρακούσει και έλεγε τη «καραντίνα» που άκουε στη τηλεόραση) και το μυαλό ντου δούλεψε με την επιτρεπόμενη πονηριά….

Έσκυψε, μάζεψε ένα χοχλιό, έκανε μια τρυπίτσα στο κέλυφος και πέρασε ένα μικρό σπάγγο που είχε στη τσέπη του. Περπάτησε όσο μπορούσε πιο γρήγορα και φτάνοντας στο σπίτι, άφησε κάτω το χοχλιό και τον έσερνε σιγά-σιγά ωσάν να ήτανε κατσίκα … Έβαλε φωνή στο Μαρικάκι ότι εγιάϋρε και όταν βγήκε στη πόρτα είχε έτοιμη τη δικαιολογία : Ετούτονε το κακομοίρη βρήκα στη στράτα και τον ήδεσα να τόνε φέρω στο σπίτι, μα πάει ο έρμος πολλά σιγά σα το χοχλιό και ήργησα μωρέ παιδί μου… Μα δε ξαναβγαίνω όξω, Μαρίκα παιδί μου, γιατί «και με τα τόσα βάσανα πάλι η ζωή γλυκειά ναι»

ομπανέ*= όπου νάναι

αναδειάσει*= ξεπροβάλλει

περκατσάρεται*=απασχολείται