Το πολιτειακό και πολιτικό σύστημα της φιλελεύθερης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, στο οποίο ζούμε και στο οποίο ανήκει και η χώρα μας ως μέλος της Ευρώπης και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αποτελείται από δύο βασικούς και αλληλοσυμπληρούμενους μεταξύ τους πυλώνες αρχών: την δημοκρατική νομιμοποίηση, η οποία βασίζεται στις συλλογικές διαδικασίες και την φιλελεύθερη κοσμοθεωρία της, η οποία αποτελείται από τα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα.

Ο πρώτος πυλώνας, η δημοκρατική νομιμοποίηση, είναι προϊόν συλλογικών και – κυρίως – εκλογικών διαδικασιών, οι οποίες κατά κύριο λόγο βασίζονται στις επί μέρους αρχές της πλειοψηφίας.

Ο δεύτερος πυλώνας, η φιλελεύθερη κοσμοθεωρία της, αξιώνει όπως τα θεμελιώδη αυτά δικαιώματα του ανθρώπου δεν είναι και δεν πρέπει να είναι προϊόν κάποιας ατομικής ή συλλογικής ή άλλης ανθρώπινης διαδικασίας, αλλά ενυπάρχουν στις ανθρώπινες κοινωνίες ως αυθύπαρκτα ανθρώπινα δικαιώματα, γι’ αυτό και αποκαλούνται και φυσικά δικαιώματα, ως αποτέλεσμα φυσικών και όχι ανθρωπίνων διεργασιών.

Π.χ. η φύση διέπλασσε τον άνθρωπο να είναι ελεύθερος και όχι σκλάβος: το να είναι δηλαδή ένας άνθρωπος – ο οποιοσδήποτε άνθρωπος πάνω στη Γη – ελεύθερος, τούτο για να ισχύει δεν πρέπει να εξαρτάται από την βούληση τη δική του ή την βούληση άλλων (ατόμων, ομάδων ή θεσμών), δεν πρέπει να έχει συμφωνηθεί και συνομολογηθεί από κάποιους ανθρώπους ή να ψηφιστεί από κάποιους συλλογικούς θεσμούς με οποιαδήποτε ατομική ή συλλογική διαδικασία, εκλογική ή άλλη, ή να ψηφιστεί με οποιοδήποτε σύστημα πλειοψηφίας ή να αποτελέσει δικαίωμα μειοψηφίας ή άλλο τι, αλλά τούτο το δικαίωμά του είναι αυθύπαρκτο και αυτονόητο και ισχύει για όλα τα ανθρώπινα όντα από μόνο του και άνευ άλλου τινός.

Μεταξύ λοιπόν αυτών των θεμελιωδών δικαιωμάτων που ισχύουν για κάθε άνθρωπο χωρίς εξαίρεση και χωρίς διάκριση λόγω φυλής, θρησκείας, φύλου κ.λ.π., είναι και τα δικαιώματά του στην αξιοπρέπεια και στην ισότητα, μέρος των οποίων αποτελεί και η ελεύθερη ανάπτυξη και προστασία της προσωπικότητάς του, χωρίς διάκριση – μεταξύ των άλλων όπως προείπαμε – και του φύλου.

Ως ειδικότερη μάλιστα έκφανση του παραπάνω δικαιώματος στην προσωπικότητα είναι και η επιλογή εκάστου ανθρώπου στην εξεύρεση συνανθρώπου του με τον οποίο να μοιραστούν μια κοινή ζωή, ανεξαρτήτως εάν αυτό καλείται γάμος, συμβίωση ή όπως αλλιώς, και ανεξαρτήτως εάν ο άλλος αυτός άνθρωπος είναι αρσενικού ή θηλυκού (ή όποιου άλλου) γένους, ή εάν αυτός καλείται σύζυγος, σύντροφος ή όπως αλλιώς, και η δημιουργία οικογένειας, ανεξαρτήτως εάν αυτή αποτελείται από ετερόφυλους ή ομόφυλους συζύγους ή ετερόφυλους ή ομόφυλους γονείς.

Στο δικό μας δε δικαιϊκό σύστημα η ένωση αυτή έχει λάβει τον τίτλο ´«γάμος», αποτελεί ως προς την νομικοτυπική του μορφή σύμβαση που προβλέπεται και ρυθμίζεται από τις διατάξεις του Αστικού μας Κώδικα, μέχρι σήμερα ισχύει μόνον για ετερόφυλα ζευγάρια και το ζητούμενο είναι η επέκτασή του και στα ομόφυλα ζευγάρια με την ψήφιση του συζητούμενου στη Βουλή νομοσχεδίου.

Για να γίνει περισσότερο κατανοητό το προς ρύθμιση ´πρόβλημα, θα πρέπει να τονιστεί ότι η Πολιτεία δεν δημιουργεί η ίδια τα παραπάνω κοινωνικά φαινόμενα και καταστάσεις,  ήτοι δηλαδή  τους γάμους ή τις τεκνοθεσίες των ομοφύλων. Η Πολιτεία καλείται, και έρχεται εκ των υστέρων, όπως έχει υποχρέωση και αρμοδιότητα, να ρυθμίσει υφιστάμενα ήδη κοινωνικά φαινόμενα και καταστάσεις: συμβιώσεις ομοφύλων οι οποίες υπάρχουν ήδη από πάντα σε όλα τα πλάτη και τα μήκη της γης, άρα και στη χώρα μας και την κοινωνία μας, και γάμους και τεκνοθεσίες ομοφύλων, που υπάρχουν θεσμοθετημένες νόμιμα και αναγνωρισμένα τις τελευταίες δεκαετίες σε πολλές χώρες και κοινωνίες του εξωτερικού.

Από όλες αυτές λοιπόν τις ήδη υφιστάμενες καταστάσεις, απορρέουν είτε το θέλουμε εμείς είτε όχι, πραγματικές και νομικές εκκρεμότητες, με δυσμενείς πρακτικές και νομικές (οικογενειακές και κληρονομικές κυρίως) συνέπειες για κάποιους από τους συμπολίτες μας, οι οποίες όπως είναι φυσικό επιζητούν πιεστικά νομοθετική και δικαιϊκή ρύθμιση. Η ζωή όπως και η φύση δεν αγαπά τα κενά.

Και η Πολιτεία, όπως είναι φυσικό έχει υποχρέωση και δικαίωμα να προβεί στην νομοθετική και δικαιϊκή τους ρύθμιση, ως μόνη αρμόδια προς τούτο αρχή, και η Κυβέρνηση έχει υποχρέωση και δικαίωμα να το επιδιώξει με κάθε νόμιμο μέσο.  Διαφορετικά δεν επιτελούν τον σκοπό για τον οποίο υπάρχει η πρώτη και εκλέχτηκε η δεύτερη, και ως εκ τούτου και οι δύο είναι υπόλογες, απέναντι τόσο στον Ελληνικό λαό όσο και σε διάφορους υπερεθνικούς θεσμούς και δικαστήρια.

Να σημειωθεί επίσης ότι η Ελληνική Πολιτεία με αυτό που επιχειρεί στην ουσία δεν δίδει ένα καινούργιο δικαίωμα στους ανθρώπους αυτούς. Διευρύνει απλώς το υπάρχον ήδη δικαίωμα και στους ανθρώπους αυτούς, για τους οποίους μέχρι σήμερα, δικαιολογημένα ή αδικαιολόγητα λόγω συνθηκών και αντιλήψεων, δεν αναγνωρίζονταν και δεν ίσχυε. Στην ουσία δηλαδή αυτό που πάει να κάνει η Πολιτεία με την υπερψήφιση του νομοσχεδίου είναι ότι ολοκληρώνει θεσμικά κάτι που μέχρι σήμερα παρέμενε ανολοκλήρωτο.

Από την μία πλευρά λοιπόν μπορούμε να πούμε συμπερασματικά ότι η Ελληνική Πολιτεία δεν έχει το δικαίωμα να στερεί από τα ομόφυλα ζευγάρια τα παραπάνω δικαιώματα, του γάμου, και από την στιγμή που οι καθ’ ύλην επιστημονικά αρμόδιοι – κυρίως παιδοψυχολόγοι – διαβεβαιώνουν ότι τα παιδιά ομόφυλων οικογενειών δεν έχουν περισσότερα ψυχολογικά ή άλλα προβλήματα από τα παιδιά των ετερόφυλων, και της τεκνοθεσίας. Διότι μπορεί όντως ο γάμος να έχει κατά την διάρκεια των αιώνων συνδεθεί, λόγω της ανθρώπινης βιολογικής αναγκαιότητας της τεκνογονίας – διότι στη φύση υπάρχει και η παρθενογένεση – μόνον με ετερόφυλα ζευγάρια.

Από την στιγμή όμως που χάρη στην επιστήμη αυτή η φυσική αναγκαιότητα ξεπεράστηκε από τα πράγματα και έγινε πλέον επιλογή, το ορθό θα ήταν να την ακολουθήσει – όπως συνέβη και με τόσα άλλα πράγματα στην εποχή μας – και η δικαιϊκή τους θεσμοθέτηση στην επιλογή, πράγμα που η Ελληνική Πολιτεία δεν έχει το δικαίωμα να αρνηθεί κλείνοντας τα μάτια της εις το διηνεκές.

Από την άλλη πάλι, δεν μπορούμε να μην ασχοληθούμε και με την στάση της Ελληνικής Εκκλησίας απέναντι στο ζήτημα, η οποία καλώς ή κακώς, είτε το θέλει κανείς είτε όχι, αποτελεί  αναγνωρισμένο και προνομιακό θεσμό της Ελληνικής πραγματικότητας, σύμφωνα με το ισχύον Ελληνικό Σύνταγμα (άρθρο 3ο – επικρατούσα θρησκεία).

Η Ελληνική Εκκλησία, θεσμός θρησκευτικός και εντελώς διακριτός και ανεξάρτητος από την Ελληνική Πολιτεία (θεσμός πολιτικός) έχει το δικαίωμα – απολύτως κατανοητό και σεβαστό – σε σχέση με τα παραπάνω (γάμος ομοφύλων, τεκνοθεσία ομοφύλων κ.λ.π.) να μην τα αναγνωρίζει, να μην τα τελεί και να μην τα αποδέχεται στους κόλπους της (αλλά μόνον στους κόλπους της), από τη στιγμή που δεν είναι συμβατά με τα δόγματά της, τα μυστήριά της και τα πιστεύω της.

Δεν έχει όμως το δικαίωμα να στρέφεται ενάντια στην πολιτεία και στην κυβέρνηση στην προσπάθειά τους να ρυθμίσουν κατά τον προσήκοντα τρόπο την πραγματικότητα και την καθημερινότητα των πολιτών τους, εφαρμόζοντας τις κοσμικές συνταγματικές αρχές της ισότητας, πράγμα το οποίο, οι ίδιοι οι πολίτες τους δια των εκλογών, τους το ανέθεσαν.

Έχει το δικαίωμα η Εκκλησία να απευθυνθεί προς τους πιστούς της και να εκφράσει ελεύθερα την άποψή της – πλην όμως κόσμια και με λόγια αγάπης για τον συνάνθρωπό μας, και όχι εμφυλιοπολεμικά όπως παρατηρείται τις τελευταίες ημέρες με κάποιους ιεράρχες – ως Εκκλησία αγάπης που πράγματι είναι (τα άπειρα τον αριθμό συσσίτια κατά την εποχή της κρίσης το αποδεικνύουν).

Αλλά μέχρις εκεί: όπως η Πολιτεία δεν μπορεί και δεν πρέπει να υποχρεώσει την Εκκλησία να αναγνωρίσει, να αποδεχτεί ή να τελέσει κ.λ.π. όλα τα παραπάνω, έτσι και η Εκκλησία δεν πρέπει να επεμβαίνει στα της Πολιτείας, πιέζοντας την κυβέρνηση να μην προβεί στις απαραίτητες και αναγκαίες όπως είδαμε ρυθμίσεις για την λύση των κοινωνικών προβλημάτων των πολιτών της. Εξ’ άλλου έτερον – εκάτερον: αποστολή της Πολιτείας είναι η ρύθμιση των επίγειων πραγμάτων και η σωτηρία της ζωής, της δε  Εκκλησίας η ρύθμιση των επουράνιων και η σωτηρία της ψυχής. Η «εισπήδηση», τοπική και λειτουργική, ούτως ή άλλως απαγορεύεται και από το Κανονικό Δίκαιο που ρυθμίζει τα της Ελληνικής Εκκλησίας.

´Τα του Καίσαρος τω Καίσαρι και τα του Θεού, τω Θεώª είπεν ο Κύριος, και σχετικά με το προκείμενο η αρμοδιότητα ανήκει στον Καίσαρα.