Όμορφο ήταν το κέντρο, όπου θα γινόταν το γαμήλιο τραπέζι. Όμως δυσκολευτήκαμε πολύ να βρούμε θέση για παρκάρισμα.

Στο τραπέζι κάθισε στα αριστερά μου η γυναίκα μου και στα δεξιά μου ήταν ήδη καθισμένη μια άγνωστή μας γυναίκα. Απέναντί μου καθόταν ένας συνταξιούχος ναυτικός, που συνέχεια κάπνιζε το ένα τσιγάρο μετά το άλλο.

Η άγνωστή μας κυρία, στα δεξιά μου, γρήγορα έκανε γνωριμία με την γυναίκα μου.

Και άρχισαν να συζητούν οι δυο τους. Κι εγώ βρισκόμουν ανάμεσά τους, σε διασταυρούμενα πυρά. Η γυναίκα μου δεν ήθελε να αλλάξομε θέσεις.

Η άγνωστη κυρία ήταν πολύ πολυλογού. Μιλούσε συνεχώς. Προς την γυναίκα μου. Και μιλώντας εκσφενδόνιζε σάλια. Δεν σταμάτησε ούτε όταν αρχίσαμε να τρώμε. Και πετιούνταν τα σάλια της στο γαμοπίλαφό μου. Σιχάθηκα. Ούτε μια κουταλιά δεν έφαγα. Το πρόσεξε η πολυλογού και μου έλεγε.

-Καλέ, φάτε. Νόστιμο είναι.

Η γυναίκα μου, δήθεν για να με δικαιολογήσει, είπε ειρωνευόμενη.

-Άσ’ τον. Είναι αλλεργικός στο ρύζι…. Και μου έριξε αυστηρή ματιά.

-Ντροπή! μού ψιθύρισε στα κρυφά. Και ο συνταξιούχος ναυτικός εξακολουθούσε παφ πουφ να καπνίζει ασταμάτητα. Κάποια στιγμή πήρα το θάρρος να του πω.

-Συγγνώμη, απαγορεύεται το κάπνισμα…

Μέσα σε τόσο κόσμο, σε κλειστό χώρο… Δεν κατάλαβε. Θόρυβος στην γεμάτη αίθουσα του γάμου. Έπαιζε θορυβωδώς και η μουσική. Σηκώθηκε όρθιος και έσκυψε προς το μέρος μου για να με ακούσει.

Ήταν, φαίνεται, και λίγο κουφός.

-Τίποτε, τίποτε… του εξήγησε φωναχτά η γυναίκα μου. Κουβέντα ζητά… Πλήττει. Από τα ντεσιμπέλ της μουσικής κουνιόταν το κτίριο ολόκληρο. Κάποιοι χόρευαν. Ο χρόνος αργούσε να κυλήσει.

Δοκίμασα να σηκωθώ από την θέση μου.

-Πού θέλεις να πας; ρώτησε αυστηρά η σύζυγός μου.

-Στην τουαλέτα! της αποκρίθηκα νευριασμένος. Οι τουαλέτες ήταν πολυτελείας.

Όμως με τόσο κόσμο είχαν τελειώσει και το χαρτί υγείας και το κρεμοσάπουνο και οι χαρτοπετσέτες για το σκούπισμα των χεριών μετά από το πλύσιμο…

Μόνο οι βρύσες έτρεχαν. Κάτω ήταν ριγμένα και πατημένα κομμάτια χαρτί υγείας και χαρτοπετσέτες, από απρόσεκτους. Αηδία! Επειδή αργούσα, ήρθε η γυναίκα μου να δει τι κάνω. Μην έπαθα τίποτε.

-Γιατί χασομεράς; με ρώτησε αυστηρά.

-Τι να κάνω; Βαρέθηκα… -Άντε, πάμε τότε να φύγουμε. Χαιρετήσαμε τις γνωριμίες μας στο τραπέζι, ευχηθήκαμε βίο ανθόσπαρτο στο ζευγάρι και φύγαμε. Όμως το αυτοκίνητό μας έξω στο πάρκιν ήταν στριμωγμένο.

Με δυσκολία ανοίξαμε τις πόρτες για να μπούμε. Αδύνατο να αναχωρήσομε. Τηλεφωνήσαμε να φωνάξουν από το μεγάφωνο “Τα αυτοκίνητα με αριθμό τάδε και τάδε εμποδίζουν.

Παρακαλούνται οι κάτοχοί τους να τα μετακινήσουν”. Κανείς δεν εμφανίστηκε να πάρει το αυτοκίνητό του. Και μείναμε εκεί παγιδευμένοι μέχρι τα ξημερώματα.

-Ευτυχώς έξω έχει δροσιά. Μέσα είχα σκάσει από την ζέστη… έλεγε η σύζυγός μου για παρηγοριά. Ξημερώματα φτάσαμε στο σπίτι μας στο Ηράκλειο.

Και ακόμη βούιζαν τα αυτιά μου από τον θόρυβο της μουσικής στον γάμο.

-Ξανά εγώ σε γάμο δεν πηγαίνω… είπα νευριασμένος στην γυναίκα μου. Kάπου ήθελα να ξεσπάσω.