Η Άννα Μπέρνς, γεννημένη στο Μπέλφαστ το 1962 και εγκατεστημένη στη Μεγάλη Βρετανία από το 1987, απέσπασε το βραβείο Booker του 2018, με το αριστουργηματικό βιβλίο της «Ο γαλατάς».

Το μυθιστόρημα ξεκινάει από το τέλος της ιστορίας, δίνοντας στον αναγνώστη την πληροφορία πως ο περίφημος γαλατάς σκοτώθηκε.

Πρωτοπρόσωπη αφηγήτρια είναι η δεκαοκτάχρονη ανώνυμη κεντρική ηρωίδα που η συγγραφέας επιλέγει να την ονομάσει «μεσαία αδελφή» από τη θέση που κατέχει στην οικογενειακή ιεραρχία ή «η κοπέλα που διάβαζε περπατώντας» από τη συνήθειά της να περπατάει στους δρόμους με ένα κλασσικό βιβλίο του 19ου αιώνα, διαβάζοντάς το, στην προσπάθειά της να ξεφύγει από μία σκληρή καθημερινότητα που αποτελείται από βία, δολοφονίες, ακρωτηριασμούς και βόμβες.

Φυσικά το σκηνικό είναι «η χώρα πέρα από το σύνορο» δηλαδή η Δημοκρατία της Ιρλανδίας μέσα από την αλληλεπίδρασή της με την «χώρα πάνω από το νερό» δηλαδή την Μεγάλη Βρετανία κατά τη δεκαετία του ΄70.

Η ηρωίδα ζει με την πολυμελή οικογένειά της σε μία γειτονιά του Μπέλφαστ ελεγχόμενη από τους εθνικιστές και, δυστυχώς για την ίδια, ξεχωρίζει από τον μέσο όρο αφού την ενδιαφέρει η λογοτεχνία και η εκμάθηση γαλλικών, αγαπάει το τζόκινγκ ενώ διατηρεί μία «ίσως σχέση» με τον «ίσως φίλο», για την οποία δεν παίρνει καμία απόφαση να της δώσει επίσημο χαρακτήρα, όπως απαιτείται από το συντηρητικό καθολικό περιβάλλον της.

Όλα αυτά κάνουν τη ζωή της ανυπόφορη αφού μέσα σε μία πουριτανική κοινωνία, όπου η κάθε σου επιλογή είναι μία πολιτική δήλωση, όποιος τολμάει να διαφέρει θεωρείται από απροσάρμοστος έως σαλεμένος.

Σ’ αυτό το παρανοϊκό και αρχέγονο πλαίσιο, όπου οι πάντες υποψιάζονται τους πάντες, ο περίφημος «Γαλατάς» που φυσικά δεν ασκεί το εν λόγω επάγγελμα, παντρεμένος, ώριμος σε ηλικία και, το σημαντικότερο απ’ όλα, ανώτερο στέλεχος της μυστικής υπηρεσίας πληροφοριών των εθνικιστών, αρχίζει να παρενοχλεί σεξουαλικά αυτήν την νέα κοπέλα, διαδίδοντας παράλληλα φήμες για μια υποτιθέμενη σχέση τους.

Χαρακτηριστικό είναι ότι τίποτα δεν λέγεται ευθέως, αλλά τα πάντα υπαινίσσονται, μέσα από μία σειρά καθόλου τυχαίων συναντήσεων, οι οποίες την κάνουν να σκέφτεται ότι την παρακολουθούν όλη την ώρα, πράγμα που της προκαλεί μία έντονη αίσθηση αδυναμίας και διανοητικής σύγχυσης, κατάσταση που την οδηγεί τελικά σε επαναλαμβανόμενα φριχτά σωματικά ρίγη φόβου.

Τα κουτσομπολιά δεν αργούν να έρθουν, ενώ το «δεν ξέρω» είναι η μόνιμη άμυνά της στις επιθέσεις των ερωτήσεων. Σε μία μάτσο κοινωνία όπου η γυναίκα θήραμα θεωρείται δεδομένη χωρίς μάλιστα να έχει δώσει τη συγκατάθεσή της, δεν είναι δύσκολο τα πράγματα να χάσουν το νόημα και την ομορφιά τους. Υπάρχει όμως και ο από μηχανής θεός που μπορεί να ανατρέψει τα πάντα.

Ένα από τα ωραιότερα κείμενα για τη διαφθορά και την ανηθικότητα της βίας, με την κοινωνική παρακμή και την προσβολή της ανθρώπινης ευπρέπειας που ακολουθούν. Ένα μυθιστόρημα βίαιης ενηλικίωσης.

 

 * Η Μαρία Βρέντζου  είναι δικηγόρος