Τον Αριστοτέλη τον ξέρω από μικρό. Γειτονόπουλό μου στην παλιά μου γειτονιά, πριν μετακομίσω. Ο μικρός μεγάλωσε, έγινε άντρας, ερωτεύτηκε και τελικά παντρεύτηκε την αγαπημένη του την Λίτσα. Οι μικροί μεγαλώνουν, παντρεύονται, κάνουν παιδιά… Και εμείς, οι μεγάλοι, βγαίνομε στην σύνταξη, γερνάμε… Πόσο γρήγορα περνούν τα χρόνια τ’ αφιλότιμα!

Κι όλο αλλάζει ο κόσμος γύρω μας. Πόσο αλλιώτικος έχει γίνει με τα κινητά τηλέφωνα και τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές! Πόσο αλλιώτικος ακόμη θα γίνει με την εφαρμογή και την χρήση της τεχνητής νοημοσύνης (ΑΙ από το Artificial Intelligence) και με τους κβαντικούς υπολογιστές! Θα λυθεί άραγε το μυστήριο, ας πούμε, του δίσκου της Φαιστού; Οπωσδήποτε έρχεται ένας άλλου είδους κόσμος, χωρίς να το πολυκαταλαβαίνομε. Ο πολιτισμός μας άρχισε να εξελίσσεται με πάρα πολύ μεγάλη ταχύτητα. Αυτό να το θυμάστε. Όμως ξέφυγα. Άλλο είναι το θέμα μας τώρα.

Η Λίτσα είναι καλή κοπέλα. Όμορφο, καλόκαρδο κορίτσι, απλή νοικοκυρά. Έχει τελειώσει το λύκειο, όμως δεν δουλεύει πουθενά. Ο Αριστοτέλης είναι δημόσιος υπάλληλος, φρέσκος στην υπηρεσία του. Το κακό είναι ότι η μητέρα του Αριστοτέλη από την αρχή δεν χώνεψε την νύφη της την Λίτσα. Ο λόγος είναι ότι άλλην του προξένευαν οι γονείς του, αλλά το χατίρι δεν τους το έκανε ο Αριστοτέλης. Παντρεύτηκε την αγαπημένη του, την Λίτσα. Και η μητέρα παρέσυρε και τον πατέρα του.

Ο γάμος έγινε χωρίς την συγκατάθεση των γονιών του Αριστοτέλη και χωρίς την παρουσία τους στην τελετή. Και τώρα η μητέρα του όλο γκρινιάζει. Έχει την εντύπωση ότι η νύφη της επηρεάζει αρνητικά τον γιο της. Ότι δεν τον αφήνει να πηγαίνει να δει τους γονείς του. Και όποτε ο Αριστοτέλης τους επισκέπτεται, τον στενοχωρεί ιδιαίτερα η μητέρα του, με τα λόγια της και με τις παρατηρήσεις της.

Τις προάλλες συνάντησα τον Αριστοτέλη στο καφενείο. Καθίσαμε στο ίδιο τραπέζι. Φαινόταν στενοχωρημένος.

-Τι έχεις; τον ρώτησα.

Δεν μου απάντησε.

-Πες μου την στενοχώρια σου να ξελαφρώσεις.

-Υπάρχουν και στενοχώριες που δεν λέγονται, μου απάντησε.

Εγώ βέβαια τα ήξερα όλα, από την θεία του την Δέσποινα, που με την γυναίκα μου τα λένε, όποτε μας επισκέπτεται. Τελικά μου εξομολογήθηκε. Ήταν ο τελευταίος καβγάς με την μάνα του. Λόγια χοντρά.

-Βρε, από τη μύτη σε σέρνει αυτή. Ό,τι θέλει σε κάνει. Μέσ’ στο βρακί τζη σ’ έχει βάλει, του είπε οργισμένη.

-Καλά ‘ναι ‘κειά, της απάντησε κι εκείνος θυμωμένος.

-Ου, να χαθείς! Ετσά, μωρέ, μιλούνε των γονιών ντος;

Ο Αριστοτέλης σηκώθηκε κι έφυγε. Δεν ήθελε να συνεχίσει τον καβγά με την μητέρα του. Έτσι φεύγει, όποτε βλέπει ότι ο τσακωμός χοντραίνει. Δάκρυσε εκεί που μου τα διηγούνταν. Κόντεψε να κλάψει. Τον λυπήθηκα.

-Τους γονείς μας πρέπει να τους σεβόμαστε. Όμως και την γυναίκα μας πρέπει να την αγαπάμε και να την προστατεύομε, τον συμβούλεψα.

-Αυτό δε μου δίνει εμένα καμιά λύση, μου απάντησε με παράπονο.

-Με τον καιρό θα συμβιβαστούν. Όταν δουν και κανένα εγγονάκι…

Βέβαια το πρόβλημα μένει άλυτο. Στενοχωρήθηκα κι εγώ. Πώς να τον βοηθήσω; Μετά από λίγο ο Αριστοτέλης σηκώθηκε και με χαιρέτησε αδέξια. Πήγε στον μπουφέ, πλήρωσε και έφυγε φανερά στενοχωρημένος. Όταν πήγα κι εγώ να πληρώσω το τσάι μου, ο καφετζής μου είπε ότι ήταν πληρωμένο από τον Αριστοτέλη.

Ευχαριστώ, Αριστοτέλη. Με συγχωρείς, που δεν μπόρεσα να σε βοηθήσω. Οι γονείς ας δείχνουν κατανόηση, σε ορισμένες περιπτώσεις, στα παιδιά τους.