Ίσως να θυμούνται οι πιο παλιοί Καστρινοί τα φανάρια ή τις “φανάρες” που είχε το παλιό Ηράκλειο. Το σχήμα τους ήταν σαν μια πυραμίδα αντεστραμμένη. Η εποπτεία τους γινόταν από υπαλλήλους του Δήμου, τους λεγόμενους φαναρτζήδες, οι οποίοι με μια τρίποδη σκάλα, το τρισκέλι όπως το έλεγαν, τα καθάριζαν, τα συντηρούσαν γενικά και φυσικά τα άναβαν ή τα έσβηναν.

Πολλές φορές αυτά τα φανάρια γίνονταν στόχος των επίδοξων μικρών κυνηγών, των παιδιών, που με τις σφενδόνες σημάδευαν τις γυάλινες πλευρές τους. Και τότε άρχιζαν τα δύσκολα. Ανακρίσεις, απειλές, τιμωρίες, ξύλο και ό,τι μπορεί κανείς να φανταστεί. Φυσικά όλοι ξεσπούσαν πάνω στον “Καλό σημαδευτή”. Ο πατέρας, ο δάσκαλος, ο υπάλληλος του Δήμου και πάει λέγοντας.

Δικαιολογημένη άλλωστε η οργή όλων, για την  προκληθείσα ζημιά. Τα φανάρια δνε τα άναβαν συνήθως για λόγους οικονομίας, όταν είχε αστροφεγγιά ή όταν ήταν φεγγαροβραδιά. Το φως τους, μη φανταστούμε, δεν ήταν και πολύ έντονο και πολλές φορές οι δημότες θέλοντας να ενισχύσουν το φωτισμό κρατούσαν και οι ίδιοι φαναράκια από το σπίτι, τα λεγόμενα κλεφτοφάναρα.

Πόσα συνοικέσια δεν ευοδώθηκαν στην πατρίδα μου, στο Λαύκο Πηλίου, τα οποία έπρεπε να γίνονται κρυφά και μέσα στη νύχτα, χάρη σ’ αυτά τα κλεφτοφάναρα; Ας είναι όμως. Όλα αυτά μου ήρθαν στο μυαλό μου, εξαιτίας ενός άρθρου που διάβασα στην τοπική Ηρακλειώτικη καθημερινή ειδησεογραφική εφημρίδα με τίτλο “Νέα Εφημερίς”.

Ιδιοκτήτης της εφημερίδας ήταν ο Ιωάννης Μουρέλλος και διευθύνων συντάκτης ο Μ. Κουναλάκης. Το άρθρο έχει ημερομηνία 31 Μαΐου 1917. Τέτοιες μέρες λοιπόν… πριν ένα αιώνα!

Το συγκεκριμένο άρθρο είναι στη στήλη Επαρχιακές μέρες και έχει τίτλο: Το φανάρι του κ. δημάρχου, το οποίο αναφέρει:

“Ο κ. δήμαρχος παρουσιάζεται με εξαιρετικήν ανησυχίαν τας ημέρας αυτάς. Προφανώς ευρίσκεται προ μεγίστης αμηχανίας. Το βλέμμα του, όπως βαδίζει με την ράβδον ορθήν επί του ώμου, προδίδει μίαν υφέρπουσαν ήρεμον ζέσιν και αν τον παρατηρήσετε προσεκτικά, θα αντιληφθείτε την ταραχήν εός άρχοντος που επιδιώκει την ευτυχίαν των πολιτών του. Ο κ. Βογιατζάκης ασχολείται πολύ με το φως.

Ο δήμος δεν έχει πετρέλαιον και η πόλις παραμένει τας νύχτας εις άγριον σκότος. Γι’ αυτό θα ακούσατε ότι ο κ. δήμαρχος επιζητεί φωτισμόν, ζητεί να εύρει μέσον για να φωτίσει την πόλιν. Εντωμεταξύ επειδή επεδείχθη αρκετή απροθυμία, ανέλαβε να λύσει μόνος του το πρόβλημα της νυχτός. Ένςα φιλόπολις δήμαρχος πρέπει ο ίδιος να φροντίζει για όλα. Εσυλλογίσθη, εμελέτησε βαθιά, εκύτταξε και το συμφέρον του δήμου και έμεινε αναποφάσιστος. Ας μείνει ένα διάστημα η πόλις τυφλή. Έτσι γίνεται και οικονομία. Περιμένουμε, καθώς ξέρετε πετρέλαιο και αντικατάστασις των λυχνιών του πετρελαίου, εις λυχνίας λαδιού, θα ήτο άσκοπος και βαριά δαπάνη.

Τα στενά εν τούτοις του Ηρακλείου γίνονται περισσότερον αδιάβατα και στενά κατά το μεσονύκτιον και η κατάστασις αυτή δεν ήτο δυνατόν να εξακολουθήσει. Ο κ. δήμαρχος έπρεπε να λύσει τον γρίφον.

Συνέπεσεν άλλως τε επί των ημερών του να λυθούν τόσα άλλα ζητήματα, ώστε το μικρόν αυτό πράγμα δεν ήτο εύλογον να τον δειλιάσει. Αφού θα ανεγερθεί η ημιτελής λέσχη, αφού θα υδρευθεί όσον ούπω η πόλις, αφού ανακαινίζεται ο κήπος, αφού θα γίνουν στα τόσα άλλα που πρόκειται να γίνουν, ο κ. Βογιατζάκης θα λύσει μόνος του και με την ιδική του πρωτοβουλίαν και το προέχον ζήτημα του φωτισμού. Ηγόρασε λοιπόν ένα λυχνάρι. Το σχέδιον είναι εκπληκτικόν.

Όσοι δείτε τα βράδυα το δήμαρχο  μ’ ένα φανάρι στο χέρι, μην υποθέσετε, ότι ο κ. Βογιατζάκης ησπάσθη οψίμως την κυνικήν φιλοσοφίαν. Συμβαίνει κάτι χιλιάκις απλούστερον. Οτι ο κ. δήμαρχος περιέρχεται τα στενά και φωτίζει την πόλη. Ας μη τολμήσει κανείς να ειρωνευθεί τον ζήλον αυτόν τον υποκείμενον εις όλα τα λογοπαίγνια. Ποιος έως τώρα εστάθη άξιος να χρησιμοποιήσει ένα φανάρι σε μια ολόκληρη πολιτεία; Το Ηράκλειο αισθάνετια βαθειά ευγνωμοσύνη. Ανέθεσε μάλιστα στον κ. Κόκκινο να τονίσει προς τιμήν του πρωτότυπον Άρχοντος, το γνωστόν  εκείνον ποιήμα:

“Κράτα κερί και φέγγε μου

γυαλί και πότιζέ με”.

Ας έρθουμε όμως στην πραγματικότητα.

Η πολιτεία βέβαια του Μεγάλου Κάστρου απέκτησε ηλεκτρικό ρεύμα και θα δούμε με ποιο τρόπο. Στα μέσα του 1923 ο επιχειρηματίας Παναγιώτης Κοκέβης διατηρούσε έναν χαρουπόμυλο στο Μπετενάκι πίσω από την “Καστέλα” την οποία κατεδάφισαν. Για να φωτίζεται ο χαρουπόμυλος, ο ιδιοκτήτης έφερε μία ηλεκτρογεννήτρια η οποία λειτουργούσε με μία μεγάλη πετρελαιομηχανή.

Από τη θέση εκείνη, όπου βρισκόταν ο χαρουπόμυλος, ο Κοκκέβης με στύλους που έφεραν λάμπες μετέφερε το ρεύμα μέσω των οδών Θεοτοκόπουλου, Κυδωνίας, Χάνδακος, πλατείας Ελευθέριου Βενιζέλου, Δικαιοσύνης, μέχρι τον κινηματογράφο “Απόλλωνα”, αφού ο Κοκκέβης είχε σκεφθεί ν’ ανοίξει και κινηματογράφο, επεκτείνοντας μ’ αυτό τον τρόπο τις δραστηριότητες του. Ο δήμαρχος Ιωάννης Βογιατζάκης και το Δημοτικό Συμβούλιο αρχίζουν ενέργειες και προσπάθειες το 1924, προκειμένου να ηλεκτροφωτισθεί η πολιτεία του Μεγάλου Κάστρου.

Ο δήμος προσπαθεί να ενισχύσει την ηλεκτρική του υπηρεσία και προσλαμβάνει το 1925 ως διευθυντή της τον Νικόλαο Λήμνιο, πατέρα του Ξενοφώντα Λήμνιου, ο οποίος είχε σπουδάσει μηχανολόγος στην πόλη Νανσί της Γαλλίας και στη συνέχεια ηλεκτρολόγος στη Λιέγη Βελγίου.

Για κάποιο διάστημα ο Νικόλαος Λήμνιος επιστρέφει  στο Ηράκλειο αφού είχε εργασθεί και στην Αγγλία. Όλα τα παραπάνω έγιναν όταν ο ίδιος είχε φύγει από τη Σμύρνη, μαθητής πλέον, σε ηλικία 17 χρόνων.

Αποτέλεσμα; Το Ηράκλειο φωτίζεται για πρώτη φορά την παραμονή των Χριστουγέννων του 1925. Στα 1947 πεθαίνει ο Νικόλαος Λήμνιος και τη θέση του παίρνει ο γνωστός μηχανολόγος-ηλεκτρολόγος Γιώργος Παπαματθαιάκης που πέθανε πριν από δύο χρόνια περίπου. Γύρω στο 1985-1953 ιδρύεται η ΔΕΗ και η δημοτική επιχείρηση της ηλεκτρικής εξαγοράστηκε. Από το έτος 1967 οι υπηρεσίες της ΔΕΗ εγκαταστάθηκαν στα Λινοπεράματα

.Έτσι η καστρινή πολιτεία σήμερα έχει άπλετο φως και δεν θα χρειαστεί υποθέτω κάποιος από τους δημάρχους της να ασχοληθεί με τον ηλεκτροφωτισμό της, με φανάρες ή με λυχνίες φωτισμού. Θα ασχοληθεί ίσως με άλλα πράγματα, μια και οι δημότες θα είναι ιδιαίτερα φωτισμένοι!, και θα μπορούν ακόμα και νύχτα να περπατούν άφοβα και αμέριμνα, διαψεύδοντας την λαϊκή ρήση:

“Όποιος την νύχτα περπατεί…”.