Αγαπητέ και αξέχαστε φίλε, συμμαθητή, συνάδελφε και κουμπάρε μου Νίκο Δ. Μακράκη.

Στην κηδεία σου, που έγινε στις 17/7/2018 στην Παναγίτσα του Μασταμπά, δεν μπόρεσα να έρθω να σ’ αποχαιρετήσω γιατί δεν το επιτρέπουν οι σωματικές μου δυνάμεις, αφού έχω γίνει ένα καράβι σαραβαλιασμένο, 5 χρόνια τώρα, ακροβολισμένο στην ακροθαλασσιά. Γι’ αυτό θα σ’ αποχαιρετήσω εγκάρδια, γράφοντας ό,τι θυμάμαι απ’ τη ζωή μας την παράλληλη κι ωραία και να το δημοσιεύσω στην έγκριτη εφημερίδα “ΠΑΤΡΙΣ” του Μυκωνιάτη.

Θυμάμαι πολλά βράδια στο σπίτι σου, που βλέπαμε, στην τηλεόρασή σου (συνδρομητική NOVA) παλιά ωραία έργα όπως: ΤΙΤΑΝΙΚΟΣ, ΛΩΡΕΝΣ ΤΗΣ ΑΡΑΒΙΑΣ, DOCTOR ZIVANGO, ΓΙΑ ΜΙΑ ΧΟΥΦΤΑ ΔΟΛΛΑΡΙΑ, Ο ΖΟΡΜΠΑΣ κ.ά. που άφησαν εποχή.

Θυμάμαι όταν, καλοκαιρινά βράδια, ερχόμαστε στην Χερσόνησο με την μακαρίτισσα πολυαγαπημένη μου γυναίκα Ελευθερία, που εσύ κι η Αθηνά την αγαπούσατε ιδιαίτερα ως συνάδελφοι αλλά και κουμπάροι (μας είχατε παντρέψει, στις 18 Απριλίου 1955) και μετά που έκλεινες, στις 10 το βράδυ, το τουριστικό σου κατ/μα, πηγαίναμε στην ωραία ταβέρνα “Ο ΦΑΡΟΣ” στην ακροθαλασσιά και φεύγαμε μετά τα μεσάνυχτα για το Ηράκλειο.

Ήσουν σε όλα τόσο γρήγορος που δεν σε πρόφτανε κανείς, γι’ αυτό και πρωταθλητής στο τρέξιμο μαζί με τον συμμαθητή μας τον Γιάννη Μαυράκη. Μια μέρα στο Τρυπητό Χαράκι στον Πόρο είχαμε πάει για μπάνιο, στην αμμουδιά, πετούσαμε βόλι με την όπισθεν και τη στιγμή που ένα βόλι ερχόταν κατ’ ευθείαν προς το κεφάλι μου, μου έδωσες μια δυνατή σπρωξιά κι’ έπεσα δεξιά στην άμμο ειδάλλως θα την είχα φάει στο κεφάλι με οδυνηρές συνέπειες. Μου έσωσες τότε τη ζωή και σ’ ευχαριστώ γι’ αυτό.

Ερχόσουν σε μία ώρα από το Λασίθι. Πήγαινες να επισκευάζεις ένα παλιό σπίτι που αγόρασες στο χωριό Ψυχρό Λασιθίου, για να πηγαίνεις στον τόπο καταγωγής του πατέρα σου. Το έκανες γιατί σου άρεσαν η εξοχή και οι ορειβασίες. Ήσουν δεινός ορειβάτης, σε όλα τα βουνά της Κρήτης που πήγαινες με την Αθηνά και την όμορφη παρέα  (Τάκης Δασκαλάκης, συμμαθητής μας, με την γυναίκα του Φαίδρα και οι: Μίνως Ζαμπετάκης, Μανώλης Κορνάρος, Θωμάς Πετράκης, Κίτσα Βασιλειάδου κ.λπ.)

Όταν το 1949 (31-7-1949) προσλήφθηκα, μαζί με τον συμμαθητή μας Ιω. Τάμιωλάκη, στην Τράπεζα με μηνιαίο μισθό 450 δρχ. εσύ δουλεύοντας ως λογιστής,  στην Ξυλαποθήκη των Αδελφών Παπαδάκη, επί της οδού Αγίου Μηνά, έπαιρνες 750 δρχ. το μήνα και γι’ αυτό δεν ήθελες να έρθεις στην Τράπεζα. Τότε ο πατέρας σου, επειδή δεν μπορούσε να σε πείσει να έρθεις στην Τράπεζα, αν και πέτυχες στον διαγωνισμό, έβαλε εμένα να σου λέω συνέχεια τα πλεονεκτήματα για το μέλλον μας και χαίρομαι που στο τέλος σε έπεισα και ήλθες στην Τράπεζα, με μικρότερο μισθό, αλλά ξέραμε ότι μετά από δύο χρόνια, μαζί με την μονιμοποίησή μας, θα αυξανόταν αισθητά και ο μισθός μας. Ακόμη χαίρομαι που το πέτυχα.

Το 1960 που στην Εθνική Τράπεζα διοικούσε ο αποτυχών βουλευτής της Ενώσεως Κέντρου Γεώργ. Μαύρος, έβγαλε απόφαση να δώσει στον κάθε υπάλληλο 300.000 δρχ. στεγαστικό δάνειο, για να αποκτήσουν όλοι ιδιόκτητη κατοικία. Πήγες τότε και αγόρασες ένα ωραίο μεγάλο οικόπεδο, στον άνω Μασταμπά, κι  όταν ήλθε να το δει ένας ανόητος υποδ/ντής μας, όχι Κρητικός, σου είπε “πέταξες τα λεφτά σου, εδώ είναι χωράφι, όχι οικόπεδο” γιατί δεν ήξερε με πόση ταχύτητα εξαπλωνόταν το Ηράκλειο έξω από τα τείχη. Εσύ όμως ήξερες καλά την πιάτσα κι έχτισες στην αρχή το ισόγειο, με μηχανικό τον φίλο μας Νίκο Γερμανάκη, κι αργότερα έχτισες τους άλλους ορόφους και στεγάστηκα μετά οι οικογένειες των παιδιών σου. Αρα ήσουν σοφός στις προβλέψεις σου.

Ένα άλλο από τα προσόντα σου ήταν η ωραία φωνή σου όταν τραγουδούσες. Μάλιστα ένα βράδυ το 1955 με άλλους συμμαθητές μας ήρθατε και μας κάνατε καντάδα, στο δρόμο που ήτανε πιο πάνω από τα Τρία Πεύκα, στάση “Καρίπη”, ένα μικρό ανώγειο διαμερισματάκι, ως νιόπαντροι.

Σου άρεσαν πολύ τα τραγούδια του Τσιτσάνη, του Μπιθικώτση, του Καζαντζίδη (άπονη ζωή), του Ζαμπέτα, και προ παντός του Μίκη Θεοδωράκη και ίσως γι’ αυτό και τα παιδιά σου αγαπούν πολύ τη μουσική.

Ήσουν βέβαια και πολύ ρομαντικός.

Πόσο άρεσε, όπως μου έλεγες, σ’ εσένα και στην Αθηνά, να περιμένετε, κάθε Αύγουστο την Πανσέληνο, να βλέπετε ένα ολόγιομο φεγγάρι να ξεπροβάλει από την άκρη της θάλασσας.

Εδώ ταιριάζει και μια ωραία μαντινάδα του Κωστή Φραγκούλη:

-Ένα φεγγάρι είν’ η ζωή, και φέγγει όταν γεμίσει, μα κάποτε στη λίγοση θα φτάσει και θα σβήσει.

Όταν το 1945 είχε ελευθερωθεί από την Γερμανική κατοχή η Ελλάδα ήταν πάμφτωχη και ρημαγμένη. Τότε άρχισε να έρχεται η αμερικάνικη βοήθεια (UNRA) σε τρόφιμα και ρούχα, που τα μοίραζαν με κλήρο. Εσένα σου έτυχε ένα ωραίο μακρύ παλτό, που σου πήγαινε πολύ γιατί ήσουν ψηλός. Τον χειμώνα του 1945 που άρχισες να το φοράς στο Σχολείο, το ονόμασες Bello Capartino κι όλοι οι συμμαθητές σε αποκαλούσαμε Μπέλο Καπαρντίνο.

Τότε ήταν που πήγες και στους Παγκρήτιους αθλητικούς αγώνες στα Χανιά να τρέξεις, γιατί ήσουν πολύ γρήγορος και πήρες και βραβείο.

Ήσουν επίσης ένθερμος οπαδός του Εργοτέλη και μέλος του Δ.Σ. για να προσφέρεις και εκεί ό,τι μπορούσες και λυπήθηκες όταν κάποιοι ανόητοι εκεί μέσα σε ανάγκασαν να παραιτηθείς, γιατί έκαναν και έλεγαν μόνο ανοησίες, με εξωπραγματικές δοξασίες και πράξεις.

Και κάτι από την ιστορία του ΠΡΟ-ΠΟ Όταν πρωτοβγήκ, το ΠΡΟ-ΠΟ, σε ρώτησε ο παππούς σου (πατέρας της μητέρας σου Γεωργίας), Γεώργ. Παρλαμάς, έμπορος στη Χερσόνησο, τι παιχνίδι είναι αυτό. Εσύ του εξήγησες ότι έχει σχέση με τις νίκες στους ποδοσφαιρικούς αγώνες, ότι πρέπει να προβλέψει κανείς 13 νίκες κ.λπ. Και τότε σου έκανε την εξής απίθανη ερώτηση: “Ε και όλοι κερδίζουν λεφτά;” Εσύ έσκασες στα γέλια και το διηγούσουν ως ωραίο ανέκδοτο, λέγοντας μας:  “Ε και όλοι κερδίζουν;”

Η ζωή σου, Νίκο, ήταν γεμάτη άθλους, περιπέτειες, κι επιτυχίες. Ευτύχησες να κάνεις πολλά παιδιά, με ωραίες οικογένειες και πολλά εγγόνια, που σε θυμούνται όπως κι οι πολλοί φίλοι σου. Γι’ αυτό λένε πως:

Ένα βιβλίο είν’ η ζωή κι όλα τα καταγράφει μπράβο σ’αυτόν που προσπαθεί να κάνει λίγα λάθη. Στην περίπτωσή σου, νομίζω, ότι δικαιούσαι και μπορείς, με την ωραία φωνή σου, να ψάλεις απ’ τον ουρανό τα υπέροχα λόγια του Απ. Παύλου στην προς ΤΙΜΟΘΕΟ Β’ ΕΠΙΣΤΟΛΗ ( Κεφ. 4 στιχ. 6-8 )

” τον καλόν αγώνα ηγώνισμαι, τον δρόμον τετέλεκα, την πίστιν τετήρηκα, λοιπόν απόκειταί μοι ο της δικαιοσύνης στέφανος, ον αποδώσει μοι ο Κύριος, εν εκείνη τη ημέρα, ο δίκαιος “Κριτής”.

Αιωνία σου η μνήμη

ο αδελφικός φίλος σου 

Γεώργ. Αντ. Κούρος,

Συνταξιούχος Εθνικής Τράπεζας