Ο Ευγένης (στην πραγματικότητα Ευγένιος) σ’ όλη του την ζωή υπήρξε τόσο ευαίσθητος, ήπιος και καλός, που δεν μπορούσε ούτε ένα μυρμήγκι να σκοτώσει. Δεν ήθελε να αδικήσει ή να κάνει κακό σε συνάνθρωπό του. Στην πραγματικότητα άφηνε τους άλλους μερικές φορές, ιδίως συναδέλφους στην υπηρεσία του, να τον τραυματίσουν με τα λόγια, την συμπεριφορά ή και τις πράξεις τους, χωρίς ο ίδιος να αντιδράσει. Θύμωνε και τον μάλωνε η γυναίκα   του.

-Άλλαξε μυαλά! Μην πας με τον σταυρό στο χέρι. Θα σε φάνε οι άλλοι! του έλεγε.

Όμως ο Ευγένης μυαλά δεν άλλαζε.

– Άδικος και θρασύς εγώ ποτέ δεν πρόκειται να γίνω… απαντούσε. Και η γυναίκα του οργιζόταν.

– Άφησε λοιπόν τους άλλους να τρώνε το δικό σου δίκιο.

Η σταδιοδρομία του στην κοινωνία υπήρξε ταπεινή. Διότι κάποιοι, εκλαμβάνοντας την αθωότητα και την καλοσύνη του ως ανικανότητα ή και βλακεία, εμπόδισαν την εξέλιξή του. Και τον εκμεταλλεύτηκαν. Αν και ο ίδιος ήταν εργατικός και είχε μόρφωση και ικανότητες¸ ορισμένοι στην υπηρεσία του, σκληροί και αδίστακτοι, διεκδικητές θέσεων και αξιωμάτων, χρησιμοποιώντας γνωριμίες και πολιτικά μέσα, τον παραμέρισαν και τον εκτόπισαν.

Και εκείνοι ανέβηκαν ψηλά. Και ο ίδιος έμεινε στα ταπεινά και τα συνηθισμένα. Οι συγγενείς του τον μάλωναν και μερικές φορές τον αποκαλούσαν βλάκα και φοβιτσιάρη. Ιδίως γκρίνιαζε η γυναίκα του, που της άρεσαν τα μεγαλεία και ήθελε να έχει σύζυγο σε υψηλή θέση. Στενοχωριόταν ο Ευγένης που τους άκουγε να του μιλούν έτσι.

-Με την καλοσύνη, προκοπή δεν πρόκειται να δεις. Σκληρός, κακός, θρασύς και άδικος πρέπει να είσαι, αν θέλεις να ανεβείς ψηλά στην κοινωνία και να προκόψεις.

Ήταν πολύ ευαίσθητος. Κάποτε με τις μανούβρες που  έκανε με το αυτοκίνητό του για να βγει από το γκαράζ της πολυκατοικίας – τον είχανε στριμωγμένο – πάτησε ένα γατάκι. Το περιποιήθηκε, αλλά τελικά ψόφησε. Το έλεγε και το ξανάλεγε (τόσο στενοχωρήθηκε), που η γυναίκα του τού έκανε οργισμένη παρατήρηση.

-Σταμάτα πια με το γατάκι! Τι ενοχές είναι αυτές! Δεν σκότωσες άνθρωπο…

Η γυναίκα του ισχυριζόταν ότι ψυχολογικά ήταν άρρωστος. Ότι πάσχει από υπερβολική ευαισθησία. Από βλακώδη καλοσύνη, που οι άλλοι την εκμεταλλεύονταν εις βάρος του. Τον πίεζε μάλιστα να συμβουλευτεί ψυχίατρο. Λόγια βαριά. Κάποτε πάλι η γυναίκα του μιλώντας  από το τηλέφωνο με την αδερφή του – την παντρεμένη στην Θεσσαλονίκη – για μια θέση που ο Ευγένης είχε χάσει και του την πήρε άλλος με μέσο πολιτικό, έλεγε σ’ αυτήν.

-Καλέ, τι να τις κάνω εγώ τις γνώσεις του; Αυτός κοινωνικώς είναι ανίκανος. Του λείπει η καπατσοσύνη. Πάσχει από κοινωνική δειλία.

Και η αδερφή του θύμωσε και δεν της ξανατηλεφώνησε. Οπωσδήποτε ενοχλούνταν    ο Ευγένης που άκουγε αυτά ακόμη και από την ίδια την σύζυγό του. Δεν οργιζόταν όμως εναντίον της. Δεν μάλωνε μαζί της. Τόσο καλός ήτανε.

Πέρασαν τα χρόνια και ο Ευγένης γέρασε. Και έγινε συνταξιούχος. Ζει τώρα ήσυχα με την γυναικούλα του, συνταξιούχο και εκείνη, σ’ ένα φτωχικό διαμέρισμα. Έχει παιδιά κι εγγόνια και δισέγγονα. Τον ρώτησα αν είναι ευχαριστημένος από την ζωή του.

-Γιατί να μην είμαι; απάντησε. Κανέναν δεν αδίκησα. Μόνο καλό προσπάθησα στην ζωή μου να κάνω. Έχω την συνταξούλα μου – και της γυναίκας μου – και συνεπώς ζούμε με σχετική άνεση. Βοηθούμε μάλιστα και τα παιδιά μας. Κοιμάμαι ήσυχος, χωρίς τύψεις συνειδήσεως, το βράδυ. Υψηλές θέσεις και δόξα δεν επιδίωξα, και συνεπώς κανείς δεν με θυμάται ούτε για καλό ούτε για κακό. Αφανής έζησα. Εμένα όμως αυτό δεν με πειράζει.