Στις προηγούμενες γενιές γνωστά και οικεία ήσαν τα εμπορικά μαγαζιά, τα επονομαζόμενα “ραμπέδες”. Ήταν λαϊκά καταστήματα, υπόγεια ή ισόγεια, που τα συναντούσε κανείς όχι μόνο στην “Πλαθειά Στράτα”, το Μεϊντάνι, στην οδό 1821, αλλά και σε στενότερους δρόμους. Ο πιο γνωστός “ραμπές’’στην “Πλαθειά Στράτα” ήταν το κατάστημα το λεγόμενο “του Δράκου”, με την πλουσιότερη “σερμαγιά’’.

Τα προϊόντα για πούλημα ήταν αποκλειστικά είδη ρουχισμού και παπούτσια, προοριζόμενα για τα χαμηλά οικονομικά στρώματα όχι μόνο της πόλης, αλλά και των ανθρώπων της υπαίθρου και των χωριών, τους αγρότες. Τα προϊόντα αυτά, φτηνά, ως επί το πλείστον, τα αποκαλούσαν “ζημοπουλίτικα”.  Ήταν, δηλαδή, έτοιμα ρούχα και παπούτσια, που προσφέρονταν στη φτωχολογιά, την αγροτιά και εργατιά, σε αντίθεση με τα είδη κατά παραγγελία, που ήταν υπόθεση των οικονομικά εύρωστων τάξεων, αστών και υπαλλήλων.

Τα “ζημοπουλίτικα” ήσαν εμπορεύματα κατώτερης ποιότητας γι’ αυτό και η λαϊκή ρήση “τα ζημοπουλίτικα ρούχα σε βαστούνε ένα χρόνο”. Μπορούσε, επίσης, η έκφραση να ειπωθεί, μεταφορικά και ειρωνικά, και για ανθρώπους που δεν διέθεταν καλό πνευματικό επίπεδο και υψηλή νοημοσύνη.

Η ονομασία “ζημοπουλίτικα” πιθανόν να προήλθε από τη σύνθεση των λέξεων “ζημιά” και “πουλώ”, δηλαδή πουλώ με ζημιά, πιο κάτω από το κόστος αγοράς του προϊόντος. Ήταν η συνηθισμένη δικαιολογία του καταστηματάρχη στα παζάρια των πελατών, που ζητούσαν να τους γίνουν εκπτώσεις στην τιμή που δεν αναγραφόταν στα προς πώληση είδη. “Δε βγαίνει το πανί βρακί”, τους απαντούσε, “θα πέσει έξω το μαγαζί”.

Συνήθως τα γυναικεία είδη ήσαν τα λεγόμενα “τσίτινα” και τα ανδρικά τα αποκαλούσαν “τόκινα”, ενώ πουλούσαν σε “τόπι” και υφάσματα, κυρίως τα πιο “σικ” μαγαζιά, υπολογίζοντάς τα με ξύλινο μετράρι, τον πήχη. Σε περιόδους που υπήρχαν “κεσάθια”, δηλαδή αναδουλειά, οι καταστηματάρχες και αργότερα οι περιφερόμενοι στα χωριά μικροπωλητές των ίδιων ειδών (σήμερα στις Λαϊκές Αγορές) προσκαλούσαν τους πελάτες φωνάζοντας “το αφεντικό τρελάθηκε και πουλεί όσο -όσο”, δηλαδή ξεπουλούσε με τιμή εξευτελιστική, όσο το κόστος.

Η εικόνα, λοιπόν, αυτή του παρελθόντος, ο “ραμπές” και το ξεπούλημα “όσο-όσο”, φέρνει στο νου τη σημερινή χώρα μας, τον εθνικό μας “ραμπέ”.  Ένα μαγαζί που ξεπουλεί το εμπόρευμά του για να επιβιώσει: Λιμάνια, αεροδρόμια, σπίτια, επιχειρήσεις, ξενοδοχεία, με σύντομες διαδικασίες ηλεκτρονικών πλειστηριασμών, δημόσιους οργανισμούς, μελλοντικά κοιτάσματα υδρογονανθράκων, “όσο-όσο”. Τότε, όταν έπεφτε έξω ο “ραμπές”, ο μαγαζάτορας το πολύ-πολύ να έκλεινε το μαγαζί. Τώρα, με τα “υπερταμεία” των εξήντα χρόνων και τα υπέρογκα δάνεια των μνημονίων, η χώρα υποθηκεύει το μέλλον το λιγότερο τεσσάρων νέων γενεών.

Και το σπουδαιότερο, υποθηκεύονται τα ίδια τα κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας,  σύμβολα, ονόματα και αξίες, από πολιτικούς, μεγαλωμένους με μετανεωτερικά ιδεολογήματα και πολιτικές που υποθηκεύουν καθετί εθνικό.

Είναι μια πολιτεία παθητικά “ερωτευμένη” με την καθημερινότητα, που υπομένει μοιρολατρικά, εξαπατημένη, τη μιζέρια της, που καταβροχθίζει και ξεπουλά όσο-όσο τον εαυτό της.

Και σ’ αυτή την πολιτεία, όπως έχει ειπωθεί, ο καθένας “ράβει καθημερινά τα μάτια του, με λίγο πλαστικό φεγγάρι στον τοίχο”. Και θα προσθέταμε, εντέλει, ότι, για μια αμφίβολη γιατρειά, ξεπουλά “όσο-όσο” τη ζωή του, με αντάλλαγμα ένα κινητό στον καναπέ της εθνικής μελαγχολίας του.