Ήδη είχε προηγηθεί η μεγάλη εκείνη σφαγή του Αυγούστου στα 1898, από τον εξαγριωμένο τουρκικό όχλο. Ίσως να ήταν και από τις σκληρότερες μέρες της τουρκοκρατίας εκείνες οι στιγμές. Πάμπολλα τα θύματα, με πολλούς αμάχους. Σύμφωνα με το βιβλίο του αείμνηστου δημάρχου Ηρακλείου Μανόλη Καρέλλη με τίτλο: “Ιστορικά σημειώματα για την Κρήτη”, μια έκδοση των Πανεπιστημιακών Εκδόσεων τα 300 λείψανα των σφαγιασμένων νεομαρτύρων Ηρακλείου εναποτέθηκαν στον Ιερό Ναό του Αγίου Ματθαίου. Απόσπασμα από το προαναφερόμενο βιβλίο σας αναφέρω:

«Την τρίτην ημέραν μετά τας σφαγάς (28 Αυγούστου) μετηνέχθησαν υπό Τούρκων διά φορτηγών αμαξίων τα λείψανα πολλών εκ των σφαγιασθέντων, πυρίκαυστα, ακέφαλα, ηκρωτηριασμένα, εις το Σιναϊτικόν μετόχιον του Αγίου Ματθαίου, εν τω περιβόλω του οποίου ετάφησαν ταύτα υπό του νεωκόρου καί τίνος γραίας».

Αυτά μας λέει ο Τιμόθεος Βενέρης στις σημειώσεις του στο βιβλίο του Couturier.

Παραπλήσια είναι η αναφορά στην ταφή των λειψάνων των σφαγιασθέντων και ολοκαυτωθέντων Χριστιανών του Ηρακλείου, όπως μας τη δίδει ο Λευτέρης Αλεξίου στο χρονικό του «Πενήντα χρόνια πριν».

«Πρέπει ν’ αναγραφούν εδώ τα ονόματα και να τιμηθεί η μνήμη δύο αφανών ηρώων του καθήκοντος, της Φούνταινας, που ήτανε παλιά πόρνη, και του νεαρού Κρητικού αγρότη Βαλελαδάκη.

Οι δυο αυτοί ταπεινοί άνθρωποι ανέλαβαν ύστερα από μέρες να περιμαζέψουνε και να θάψουνε τα πτώματα των θυμάτων, που είχεν αρχίσει η αποσύνθεσή τους και όλη η πολιτεία βρωμούσε απαίσια και κίνδυνος άμεσος υπήρχε να δημιουργηθούν επιδημίες.

Μ’ ένα χειράμαξο γύριζαν επί μέρες σ’ όλη την πολιτεία, σώρευαν εκεί τ’ αποσυνθεμένα σώματα μαζεύοντάς τα κομμάτι και κομμάτι και τα μεταφέρνανε στην Απάνω Εκκλησιά, στο Σιναϊτικό μοναστήρι του Αγίου Ματθαίου, όπου τ’ αποθέτανε σ’ ένα βαθύ κι ευρύχωρο κοινό τάφο. Ο έξαρχος Χρύσανθος εγκαρδίωνε τους δύο ανθρώπους.

Αφού τελειώσανε το έργο τους με τεράστιους αγώνες, ο Βαλελαδάκης αρρώστησε βαριά. Τον έπιασε ζάλη κι εμετός που κράτησε μέρες και τον έφερε στον τάφο. Είχε πάθει δηλητηρίαση, κι όπως έμεινε χωρίς ιατρική περίθαλψη, χάθηκε το τίμιο παληκάρι. Η Φούνταινα τον περιποιήθηκε μέσα στο μοναστήρι ίσαμε την ύστατη στιγμή. Θάφτηκε πλάι στα θύματα της Σφαγής, το τελευταίο αυτό θύμα, μα όχι και το λιγώτερο αξιομνημόνευτο.

Άγιος Ματθαίος… Ένας χρόνος αργότερα… Πάσχα του 1899.

Πάνω από τους τάφους των νεομαρτύρων, πάνω από την μεγάλη αυτή στρατιά των θυμάτων, τα οποία δεν ευτύχησαν να δουν την αυγή της π ραγματοποιούμενης ελπίδας, πάνω από Εκείνους! που μαρτύρησαν υπέρ των άλλων.

Από κάποια φύλλα της εφημερίδας “Ελευθερία” της 24ης Απριλίου 1899, πληροφορούμαστε για τον Εσπερινό της Αναστάσεως, έτσι όπως αποτυπώνεται στο συγκεκριμένο φύλλο:

“Εψάλη φέτος ο εσπερινός της αναστάσεως ως και κατά τα άλλα έτη κατ’ αρχάς μεν εν τη Εκκλησία του Αγίου Ματθαίου, είτα δε και εν τω Μητροπολιτικώ Ναώ.

κατά την 10 1)2 π.μ. ακριβώς ώραν ερρίφθησαν εκ του φρουρίου οι κεκανονισμένοι επτά κανονιοβολισμοί ότε αμέσως εξεκίνησαν εκ του ναού του Αγίου Ματθαίου η λιτανεία, ης προπορεύετο η στρατιωτική μουσική παιανίζουσα διάφορα λαμπρά εμβατήρια, εις δε λόγος αγγλικού στρατού μεθ’ όλων των ενταύθα χοροφυλάκων και των αξιωματικών αυτών συνώδευον την πομπήν, αποδίδοντες τας τιμάς.

Υπό την πυραμίδα την εστημένην εις το άνω μέρος της αγοράς Πλατειάς Στράτας εγένετο δέησις υπέρ της Α. Α. Μεγαλειότητος της Ανάσσης της Αγγλίας Βικτωρίας, του πρωθυπουργού της Αγγλίας μαρκησίου Σαλισβουρή, του στρατιωτικού επιτρόπου στρατηγού Χερμσάϊδ, του Διοικητού Ηρακλείου λοχαγού Χιόου και των αξιωματικών του αγγλικού στρατού του τμήματος. Εις το μέσον δε της αυτής αγοράς και προ του φαρμακείου του κ. Ε. Πετυχάκη εγένετο ετέρα επίσης υπό της Α. Σεβ. του Μητροπολίτου δέησις έχουσα ούτως· “Υπέρ του ευσεβεστάτου Βασιλόπαιδος και θεοφρουρήτου Ηγεμόνος ημών Γεωργίου, νίκης, κράτους και ευημερίας αυτού και υπέρ του υποτάξαι υπό τους πόδας αυτού πάντα εχθρόν και πολέμιον· και υπέρ των σεπτών αυτού Γονέων,  του Θεοσεβεστάτου Βασιλέως ημών Γεωργίου της Ευσεβεστάτης Βασιλίσσης Όλγας, του Διαδόχου Αυτών Κωνσταντίνου, του Ελληνικού στρατού και παντός του Ελληνικού Έθνους”.

Μπροστά από την είσοδο του ναού βρισκόταν ο βοηθός του στρατηγού Χερμσάιδ. Ο τελευταίος απουσίαζε στα Χανιά και τον αναπλήρωνε ο ταγματάρχης Φέρχος. Επίσης εκεί ήταν ο διοικητής Ηρακλείου λοχαγός Χιόου, ο οικονομικός επόπτης, ο διευθυντής της Αστυνομίας και κάποιοι άλλλοι αξιωματικοί, καθώς επίσης και δύο Άγγλοι ιερείς. Το Ευαγγέλιο κατά τον εσπερινό αναγνώσθηκε στην ελληνική γλώσσα, στην αγγλική, στην ρωσική, στη λατινική, στην αραβική και στην απλοελληνική.

Μετά το πέρας του εσπερινού ανήλθαν στην Μητρόπολη, όπου ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης διένειμε αυγά, σ’ όσους τον επισκέφθηκαν. Στους αξιωματικούς και Άγγλους στρατιώτες, καθώς και στους χωροφύλακες διενεμήθησαν συσκευασίες περιέχουσες αυτά, τις οποίες και παρέλαβαν με ευλάβεια οι Άγγλοι στρατιώτες, παρουσιάζοντας όπλα στη συνέχεια.

Μ’ αυτό τον ωραίο και ήρεμο τρόπο, έληξε η πρωτοφανής για την τάξη και την μεγαλοπρέπεια τελετή, στην οποία οι αγγλικές Αρχές με ευχαρίστηση απέδωσαν τιμές, ικανοποιώντας κατά τον τρόπο αυτό το χριστιανικό στοιχείο και τιμώντας την πολιτεία του Μεγάλου Κάστρου!

Αυτός ήταν ο Εσπερινός της Αναστάσεως που σκόρπισε και ελπίδα στους συμμετέχοντες. Ένας Εσπερινός αγάπης αλλά και μνήμης σ’ εκείνους που θυσιάστηκαν για την πατρίδα και για του Χριστού την πίστη, την Αγία. Σ’ εκείνους που στο αίμα τους αναβαπτίστηκε η σκλαβωμένη Κρήτη, σ’ εκείνους που απέδωσαν την Κρήτη, χριστιανή! Στην ελευθερία. Όλων αυτών ο νεοσκαφείς τάφος τους θα χρησιμεύει ως βωμός αναγέννησης, ως βωμός συγχωρήσεως και αγάπης!