Είναι γενικά δεκτό ότι η Ρέα Γαλανάκη με καιρό και με κόπο έχει κατακτήσει μία από τις πρώτες θέσεις στη σύγχρονη νεοελληνική πεζογραφία. Ο λόγος της είναι μεστός και εύκολα αναγνωρίζεται το ιδιαίτερο ύφος της, πράγμα πολύ δύσκολο, αν δεχτούμε ότι το ύφος είναι ο άνθρωπος. Θα έλεγα ότι σταθερά ακολουθεί έναν τρόπο γραφής, από τα «Ομόκεντρα διηγήματα» μέχρι το τελευταίο της καλαίσθητο βιβλίο «Δυο γυναίκες δυο θεές» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη.
Ερευνά με προσοχή τα ιστορικά γεγονότα και την εποχή των προσώπων που δραματοποιεί, βρίσκει κάθε δυνατή λεπτομέρεια που συνθέτει τη δράση τους και οργανώνει τον χρόνο με πυκνότητα χωρίς να επιτρέπει να αφαιρέσουμε ούτε μία παράγραφο. Από την πρώτη λέξη μέχρι την τελευταία σε κάνει συμμέτοχο στη δράση και σε παραπλανεί γοητευτικά με τον μύθο της.
Το πρώτο της μυθιστόρημα «Ο βίος του Ισμαήλ Φερίκ πασά» ήταν η είσοδός της στο χώρο του μυθιστορήματος και ακολούθησαν άλλα πολλά εξίσου άρτια έργα.
Η πόλη που έζησε ένα μεγάλο μέρος της ζωής της, η Πάτρα, την εμπνέει. Όμως, τα τροφεία στη γενέτειρά της, στο Ηράκλειο, αποδίδονται πλουσιοπάροχα. Αρκετά βραβεία και επαινετικές κριτικές για τα έργα της επιβεβαιώνουν ότι και στην πεζογραφία, που είναι δυσκολότερο είδος από την ποίηση -γιατί κάποτε η ποίηση είναι μόνο «ανάπτυξη ενός επιφωνήματος» και ίσως μία στιγμή έμπνευσης με το χάρισμα της γραφής- έχουμε, σήμερα, με τη Ρέα Γαλανάκη και ευάριθμους άλλους, κατακτήσει μία αξία θέση στα ευρωπαϊκά γράμματα.
Αισθάνομαι ικανοποίηση, γιατί ήμουν μέλος της Επιτροπής που την έκρινε αξία για το βραβείο “Νίκου Καζαντζάκη”, όταν ξεκινούσε την τόσο καρποφόρα της πορεία. Άλλωστε, τότε το βραβείο είχε θεσπιστεί για να ενθαρρύνει νέους, ώστε να συνεχίσουν την πορεία τους. Επίσης, είχα παρουσιάσει το μυθιστόρημά της “Ελένη ή ο Κανένας”, όπου η ηρωίδα, για να σπουδάσει ζωγράφος, ντύνεται άνδρας, επειδή στη Σχολή δεν επιτρέπονταν να φοιτήσουν γυναίκες.
Το έργο που κυκλοφόρησε πρόσφατα “Δυο γυναίκες δυο θεές”, από τις εκδόσεις Καστανιώτη, θα παρουσιαστεί από άξιους εισηγητές, παρουσία της συγγραφέως, την ερχόμενη Παρασκευή, 9 Μαρτίου, στο Πολύκεντρο Νεολαίας του Δήμου Ηρακλείου.
Το σημείωμά μου αυτό δεν έχει στόχο μία αναλυτικότερη αναφορά στην προσφορά της Ρέας Γαλανάκη. Ήθελα απλώς να πω ότι οι δύο νουβέλες που το συνθέτουν αποτελούν λαμπρά δείγματα του δύσκολου αυτού είδους γραφής. Δύσκολο, γιατί δεν έχουν την έκταση ενός μυθιστορήματος αλλά και γιατί η νουβέλα απαιτεί μεγαλύτερη επεξεργασία και περιορίζεται στη δράση του κεντρικού ήρωα, χωρίς πλατειασμούς και λεπτομέρειες. Η πρώτη νουβέλα επικεντρώνεται στον γλύπτη Γιαννούλη Χαλεπά μετά τον εγκλεισμό του στο ψυχιατρείο. Ως βοσκός πια μαζεύει πηλό από τα βράχια και πλάθει, ανάμεσα στα άλλα, την «Αθηνά βοσκοπούλα». Παράλληλα δίδεται η τραυματική σχέση του με τη μάνα και η σχεδόν μεταφυσική μανία για την τέχνη που υπηρέτησε.
Στη δεύτερη νουβέλα «Εγώ η Αριάδνη», δίδεται φωνή στην ερωτευμένη βασιλοπούλα και θεά, για να ανατρέψει τον αθηναϊκό μύθο που την θέλησε παραπλανημένη προδότρα του τόπου της. Εκείνη που σώζει με τον μίτο της τον Θησέα, που την εγκαταλείπει μετά τον έρωτα σ’ ένα νησί.
Για να δώσω την αναπαυτική και γοητευτική αξία της νουβέλας αυτής θα έπρεπε να την ξαναγράψω. Η Ρέα Γαλανάκη έχει κατακτήσει ένα όριο και έχει υπερβεί πολύ όλες μου τις προσδοκίες αποδεικνύοντας ότι ο άξιος δημιουργός κατορθώνει να αλλάζει, παραμένοντας ίδιος, και να αναγκάζει συχνά τη γλώσσα να τον υπηρετεί και τις λέξεις να λειτουργούν με αρμονία. Την αρμονία που οι παλιοί κτίστες επιτύγχαναν στα κτήρια που σήμερα καμαρώνουμε. Η ιστορία της γραφής είναι πολύ σπουδαίο πράγμα. Το έργο κάποτε ξεπερνά και τις προθέσεις του δημιουργού. Το συγκεκριμένο βιβλίο θα κερδίζει καθημερινά στο χρόνο, όπως τα προηγούμενα έργα της Ρέας Γαλανάκη.
Σας μεταφέρω μόνο την πρώτη παράγραφο από τη δεύτερη νουβέλα και δυο-τρεις προτάσεις που δείχνουν πόσο έχει κατακτήσει και διευρύνει η συγγραφέας την εκφραστική δύναμη της γλώσσας μας.
«Έκανα πως κοιμόμουν και τον άφησα να φύγει. Κατόπιν παραδόθηκα σε έναν βαθύ παυσίλυπο ύπνο. Τον είχα απόλυτη ανάγκη».
«Βιαζόταν ο Θησέας, πάντα βιάζονται οι νικητές, περισσότερο οι δήθεν σε όλα νικητές. Κι εγώ εκπροσωπούσα τον εχθρικό σ’ εκείνον παλιό κόσμο, που είχε επιβάλει φόρο αίματος στην πατρίδα του Αθήνα, εκπροσωπούσα και τους δύοντες θεούς της Κρήτης…»
«Μετά τον έρωτά μας δεν είμαι ακριβώς εκείνη που ήμουν, είτε ως η πάναγνη θεά της Κρήτης Αριάγνη, είτε σαν μία απλή κοπέλα ερωτευμένη. Είχα μυηθεί, είχα ενηλικιωθεί, έγινα γυναίκα.»
«Γι’ αυτό έκανα πως κοιμόμουν και τον άφησα να φύγει με το πένθιμο καράβι. Όλα έγιναν σωστά. Κι όχι μόνο έγιναν, μα επιπλέον ονειρεύτηκα πως όλα έγιναν σωστά, όταν αποκοιμήθηκα με ύπνο βαθύ, παυσίλυπο, σ’ αυτή την έρημη ακρογιαλιά της Νάξου».