Προβαίνοντας σε αναδρομική περιπλάνηση στο όχι και τόσο μακρυνό παρελθόν, διαπιστώνουμε πως η πτώση του Τείχους του Βερολίνου και η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης επιτάχυναν την ώθηση και την επιθυμία πολλών λαών για βαθύτερη ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, ένα έργο που είχε ξεκινήσει σοβαρά στον απόηχο του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, με την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα, το 1951, και την Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα, το 1958. Η Ευρωπαϊκή Ένωση (Ε.Ε.), σημειωτέον, ιδρύθηκε επίσημα με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ του 1992 και με αυτή δημιουργήθηκε το πλαίσιο για κοινό νόμισμα και κοινή πολιτική άμυνας και ασφάλειας.
Πολύ αργότερα, η Συνθήκη της Λισαβόνας του 2007 δημιούργησε την τρέχουσα δομή της Ε.Ε. Σύμφωνα με αυτές τις συνθήκες, τα είκοσι επτά κράτη μέλη συμφώνησαν να συνενώσουν την κυριαρχία τους και να εκχωρήσουν πολλές εξουσίες λήψης αποφάσεων στα κεντρικά όργανα της Ε.Ε.
Μεταξύ κάποιων αλλαγών, αυτό επέτρεψε τη δημιουργία μιας ζώνης χωρίς διαβατήρια, τη γνωστή ως χώρο του Σένγκεν με κύριο χαρακτηριστικό την ελεύθερη κυκλοφορία των ανθρώπων μαζί με εκείνη των αγαθών, των υπηρεσιών και του κεφαλαίου.
Παράλληλα, η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, στον απόηχο βεβαίως της πτώσεως της Σοβιετικής Ένωσης, είχε ως αποτέλεσμα μια δεκαετία δραματικών συγκρούσεων που οδήγησαν σε επανεκτίμηση της εθνικής κυριαρχίας και παράλληλα σε πληθώρα φρικαλεοτήτων.
Η σφαγή του 1995 περισσότερων από οκτώ χιλιάδων Βόσνιων μουσουλμάνων στη Σρεμπρένιτσα προκάλεσε αεροπορικές επιδρομές του ΝΑΤΟ εναντίον των υπεύθυνων Σερβοβόσνιων δυνάμεων, ανοίγοντας το δρόμο για τη Συμφωνία του Ντέιτον (1995), η οποία και έθεσε τέρμα στον πόλεμο της Βοσνίας.
Το ΝΑΤΟ επενέβη επίσης κατά των σερβικών δυνάμεων στο Κοσσυφοπέδιο, το 1999, για να προστατεύσει τους Αλβανούς Κοσοβάρους. Οι υποστηρικτές αυτών των σκληρών και δυναμικών παρεμβάσεων υποστήριξαν ότι η δράση στην πρώην Γιουγκοσλαβία, η οποία κάποιες φορές πραγματοποιήθηκε χωρίς την απαραίτητη έγκριση του ΟΗΕ, καθώς τα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, η Κίνα και η Ρωσία, αντιτάχθηκαν στην εκστρατεία του Κοσσυφοπεδίου, βασιζόταν και δικαιολογούταν από την ανάγκη να τεθούν τα ανθρώπινα δικαιώματα πάνω από την όποια κρατική κυριαρχία.
Το 2005, τα κράτη μέλη του ΟΗΕ υιοθέτησαν ομόφωνα την αρχή της ‘Ευθύνης Προστασίας’, η οποία καθιέρωσε τη βάση για διεθνή δράση ώστε να λάβουν τέλος η γενοκτονία, τα εγκλήματα πολέμου, η εθνοκάθαρση και τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας. Από τότε, ωστόσο, αμφιλεγόμενες διεθνείς επεμβάσεις σε μέρη όπως η Λιβύη, έθεσαν το συγκεκριμένο δόγμα υπό αμφισβήτηση.
Η επανένωση της Γερμανίας άνοιξε τον δρόμο για την ένταξη των χωρών του πρώην Ανατολικού Μπλοκ στην Ε.Ε. Μεταξύ 2004 και 2007, η ένταξη στην Ε.Ε. απογειώθηκε αριθμητικά από δεκαπέντε χώρες σε είκοσι επτά, με την προσθήκη χωρών της Κεντρικής Ευρώπης, όπως η Τσεχία, η Ουγγαρία, η Πολωνία και η Σλοβακία, καθώς και τα κράτη Εσθονία, Λετονία και Λιθουανία της Βαλτικής περιοχής.
Πολλοί υπεύθυνοι της χάραξης αυτής της πολιτικής ήλπιζαν ότι αυτό θα εκπλήρωνε ένα όραμα για μια ενωμένη Ευρώπη ‘ολόκληρη και ελεύθερη’ (whole and free), όπως διατυπώθηκε για πρώτη φορά, το 1989, από τον Πρόεδρο των ΗΠΑ Τζωρτζ Μπους.
Αλλά η διεύρυνση έκτοτε επιβραδύνθηκε αισθητά, καθώς η επιδιωκόμενη ένωση παλεύει με οικονομικές κρίσεις, μεταναστευτικές πιέσεις και αυξανόμενο εθνικισμό.
Η Κροατία είναι η μόνη νέα εισδοχή από το έτος 2007, προσχωρώντας τελικά το 2013, ενώ η υποψηφιότητα της Τουρκίας, η οποία είναι ήδη αμφιλεγόμενη λόγω πολυποίκιλων ανησυχιών για το μέγεθος της χώρας, το γνωστό αρνητικό της ιστορικό για τα ανθρώπινα δικαιώματα και την σταθερότητα της οικονομίας της, έχει σταματήσει εν μέσω της παρατηρούμενης αύξησης του απολυταρχισμού εκ μέρους του Προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν.
Περαιτέρω προσπάθειες διεύρυνσης, που επικεντρώθηκαν γεωγραφικά σε μεγάλο βαθμό στα Βαλκάνια, έχουν σταματήσει λόγω της αντίθεσης της Γαλλίας και της Βουλγαρίας στις αιτήσεις της Αλβανίας και της Βόρειας Μακεδονίας. Μόλις το 2021, τα κράτη της Ε.Ε. επιβεβαίωσαν τη δέσμευσή τους να καλωσορίσουν τελικά έξι νέα μέλη από τη Βαλκανική χερσόνησο, αλλά το χρονοδιάγραμμα ωστόσο παραμένει ασαφές, όπως βεβαίως και πολλά διαδικαστικά προβλήματα που αφορούν αυτή τη διαδικασία.
*Ο Γεώργιος Σχορετσανίτης είναι διευθυντής Χειρουργικής-συγγραφέας