Η Θεοδώρα ήταν η  μεγαλύτερη από τις τέσσερις ορφανές από πατέρα και μητέρα αδερφές, που είχαν φτάσει στην Θεσσαλονίκη, προσφυγοπούλες από την Προύσα της Μικράς Ασίας.

Ως μεγαλύτερη, είχε αναλάβει τον ρόλο της μαμάς για τις άλλες τρεις. Η Εκκλησία φρόντισε στην αρχή κατά κάποιο τρόπο να τις προστατεύσει και να τις αποκαταστήσει. Φρόντισε να βρει και γαμπρό για την Θεοδώρα. Ήταν ένα σχεδόν γεροντάκι. Και παντρεύτηκε την δεκαεννιάχρονη προσφυγοπούλα.

Ο γαμπρός, τέσσερα χρόνια μετά από τον γάμο, αποδήμησε εις Κύριον. Και η Θεοδώρα, στα είκοσι τρία της χρόνια, έμεινε χήρα με ένα παιδί τριών ετών, τον Ευθύμη.

Ο Ευθύμης ήταν άτακτος και ζωηρός. Όταν έγινε οχτώ χρονών, η μαμά Θεοδώρα αποφάσισε να ξαναπαντρευτεί. Γιατί όχι; Ήταν μια νεαρή ακόμη, άξια γυναίκα. Και βρέθηκε και ο καινούργιος γαμπρός. Ήταν ένας σχεδόν γέροντας πάλι, χήρος, παλιός καπετάνιος.

Της πρόσφερε μάλιστα, πριν από τον γάμο, και ένα μεταλλικό κουτί γεμάτο χρυσές λίρες. Είχε απ’ έξω ωραίες ζωγραφιές, και το ωραίο του καπάκι άνοιγε με μεντεσεδάκια. Ο καπετάνιος, Τριαντάφυλλος λεγόταν, είχε κι αυτός δύο παιδιά από την πρώτη του γυναίκα. Αλλά ήταν πια μεγάλα και παντρεμένα.

Μετά από την τέλεση του μυστηρίου στην εκκλησία, το γαμήλιο τραπέζι έγινε στην αυλή του προσφυγικού σπιτιού της Θεοδώρας, στον συνοικισμό Ευαγγελιστρίας στην Θεσσαλονίκη. Καλεσμένος ήταν κι ο παπάς. Δυο τραπέζια ένωσαν για το φαγοπότι κάτω από το πελώριο δέντρο της αυλής τους.

Και είχαν και ολόκληρο μουσικό συγκρότημα από οργανοπαίχτες. Ήρθαν γείτονες και γνωστοί, έφαγαν, ήπιαν και χόρεψαν με μικρασιάτικη μουσική και μικρασιάτικα τραγούδια. Καλεσμένες ήταν και οι άλλες τρεις αδερφές, παντρεμένες πια κι αυτές, με τους συζύγους τους.

Είχε νυχτώσει. Κάποια στιγμή οι οργανοπαίχτες έπαιξαν ιδιαιτέρως τραγούδι, για να χορέψει η νύφη με τον γαμπρό. Χόρεψαν, με μικρασιάτικη μουσική πάλι και με τραγούδι συγκινητικό. Και στο τέλος ο γαμπρός αγκάλιασε την νύφη και την φίλησε.

Όμως τότε συνέβη κάτι απρόσμενο. Ο Ευθύμης, οχτώ χρονών, ο άτακτος και ζωηρός μαθητής δημοτικού, που, παράξενα, όλη την ώρα παρακολουθούσε το πανηγύρι ήσυχος και αμίλητος καθισμένος σε μιαν άκρη του γαμήλιου τραπεζιού, ξαφνικά σηκώθηκε, πήγε παράμερα στον πελώριο κορμό του δέντρου της αυλής, τοποθέτησε πάνω σ’ αυτόν το αριστερό του χέρι, ακούμπησε επάνω το μέτωπό του και άρχισε να κλαίει γοερά. Έχανε την μαμά του! Ξαφνιάστηκαν όλοι.

Σταμάτησε η μουσική. Η νύφη Θεοδώρα τρόμαξε. Παράτησε τον γαμπρό, πλησίασε το παιδί της, το αγκάλιασε και το φιλούσε.

-Ευθυμούλη μου! Αγάπη μου! Γιατί κλαις, παιδί μου! Εγώ πάλι δικιά σου θα είμαι. Εσένα θ’ αγαπώ. Δεν θα φύγω… Δεν θα με χάσεις… Έλα να χορέψεις μαζί μου, με τον καινούργιο σου μπαμπά. Θα σ’ αγαπάει κι αυτός, όπως κι εγώ.. Έλα να χορέψεις…

Ο Ευθύμης όμως δεν ήθελε να πάει να χορέψει με τον «καινούργιο του μπαμπά».

Το επεισόδιο έληξε. Η μουσική ξανάρχισε. Γλέντι μέχρι τα ξημερώματα. Τα μικρά παιδιά κοιμήθηκαν στις αγκαλιές των μανάδων τους.

Και ο Ευθυμούλης, απελπισμένος, πήγε και κοιμήθηκε μέσα, στο κρεβατάκι του, με την επίβλεψη μιας θείας του. Πάντως, παρά την αντίδρασή του εκείνη στο γλέντι του γάμου, ο Ευθύμης συνήθισε τελικά τον καινούργιο του πατέρα. Και έζησαν όλοι τους καλά κι αγαπημένοι.