Ένας χρόνος προτού ξεσπάσει ο πόλεμος και πιο συγκεκριμένα βρισκόμαστε στον Δεκέμβρη του 1939. Τα συσσίτια των απόρων και ενδεών μαθητών λειτουργούν μεθοδικότατα από τον προηγούμενο μήνα σ’ ολόκληρη τη χώρα και παρέχουν τροφή σε δεκάδες χιλιάδες άπορους και ορφανούς μαθητές. Πάντοτε στην πόλη μας εκδηλώνονταν ζωηρά και ανάλογα προς τις εκάστοτε περιστάσεις αισθήματα φιλανθρωπίας και φιλαλληλίας. Μπορούσε άραγε να υστερήσει αυτή την συγκεκριμένη χρονική περίοδο; Ασφαλώς όχι.

Φυσικά σπουδαίο ρόλο έπαιξε η γενναία κρατική συνδρομή, η μεγάλη και τόσο σημαντική ενίσχυση του Δήμου Ηρακλείου, αλλά και η αλτρουιστική διάθεση της κοινωνίας μας, η οποία έδειξε τον καλύτερόν της εαυτόν. Δεν ήταν μικρό πράγμα να σιτίζονται καθημερινά παραπάνω από εξακόσια παιδάκια, όλα τους μαθητές των δημοτικών σχολείων, στερημένα και ενδεή, τόσο προερχόμενα από την πόλη, όσο και από τα προάστια.

Τα συσσίτια αυτά λειτουργούσαν στο επιβλητικό κτήριο, το οποίο είχε κατασκευασθεί με δαπάνη της Μαρίας και του Ανδρέα Καλοκαιρινού, δίπλα στην εκκλησία του Αγίου Δημητρίου στο λιμάνι. Μεγάλη η αποστολή, μέγιστος ο σκοπός αυτού του ιδρύματος, το οποίο είχε όλες τις προϋποθέσεις για να εξυπηρετήσει το κοινό καλό, έτσι όπως το είχαν προβλέψει και όπως έθεσαν τις βάσεις οι μεγάλοι αυτοί ευεργέτες και φιλάνθρωποι της πόλης μας.

Η αίθουσα του προαναφερθέντος χώρου ευάερη, ευήλια και με θαυμάσιο εξοπλισμό δεχόταν καθημερινά, κάθε μεσημέρι περίπου 150 μαθητές και μαθήτριες για φαγητό.

Θάλαμοι ειδικοί με μαρμάρινους νιπτήρες, άφθονο νερό και προθυμότατη υπηρεσία συμπληρώνουν θαυμάσια ό,τι μπορεί να ζητήσει και ο πλέον απαιτητικός επισκέπτης ενός τέτοιου ιδρύματος. Τα διαμερίσματα του ημιυπογείου του κτηρίου χρησιμοποιούνται ως κουζίνα, ως αποθήκες τροφίμων και πλυντήριο του ιδρύματος. Χαρακτηριστική η τάξη, η καλή διάθεση και η καθαριότητα.

Ως προς την επιμέλεια του φαγητού καθώς και την προπαρασκευή του, υπεύθυνη ήταν η δίδα Ερασμία Γεωργιάδη. Μία δραστήρια οικονόμος που φρόντιζε για την παραμικρή λεπτομέρεια. Αρχιμαγείρισσα ήταν η κυρία Πελαγία Τζανή, την οποία βοηθούσαν δύο άλλες γυναίκες.

Τα μαθητικά συσσίτια λειτουργούν υπό τη συνεχή και άγρυπνο εποπτεία δεσποινίδων και κυριών που παρακολουθούν την άρτια λειτουργία αυτών και εισηγούνται στους αρμόδιους τις παρουσιαζόμενες ελλείψεις. Την επιτροπή αυτή αποτελούν κυρίες που έχουν προσφερθεί ευγενικά για τον ωραίο αυτό σκοπό. Πρόκειται για τις κυρίες: Ευαγγελία Τζουλάκη, Κουλούρα, Πρινιανάκη Βογιατζάκη, Μουρέλλου και Φανουράκη.

Οι προαναφερόμενες κυρίες εποπτεύουν εκ περιτροπής καθημερινά την παρασκευή και διανομή του συσσιτίου, τόσο στους εστιαζομένους στο ίδρυμα, όσο και στους μαθητές των άλλων σχολείων και των προαστίων, των οποίων το φαγητό μεταφέρεται με ειδικούς λέβητες στις αίθουσες κάθε σχολείου. Εκεί βέβαια ως προς την διανομή υπεύθυνοι είναι οι δάσκαλοι.

Επίσης, προσέφεραν υπηρεσίες κατά την εστίαση του μεσημεριού, δεσποινίδες  βαθμοφόροι της εθνικής οργάνωσης Νέων, οι οποίες πρόθυμα και ευγενικά βοηθούσαν το θεάρεστο αυτό έργο. Οι δεσποινίδες αυτές ήταν οι παρακάτω: Σοβολάκη, Χατζηβασιλείου, Αλοΐζου, Λεβαντή, Στεφανίδου, Λαγουδιανάκη και Βερουδάκη.

Πάντοτε υπήρχε αυστηρή καθαριότητα στην παρασκευή του φαγητού, μεγάλη προσοχή στα ήδη εκλεκτά υλικά. Δύο φορές την εβδομάδα προσφερόταν κρέας. Βέβαια στο πρόγραμμα ήτα η ανέγερση νέας κουζίνας, προκειμένου να λειτουργούν πιο εύρυθμα τα λαϊκά συσσίτια και να παρέχεται η δυνατότητα να ετοιμάζουν φαγητό για 1.000-1.500 απόρους της πόλεως μας. Στο πρόγραμμα ήταν βέβαια σε ημερήσια βάση να ετοιμάζονται γύρω τις 2.000 μερίδες φαγητό. Είναι σίγουρο ότι το αίσθημα της φιλαλληλίας ήταν αναπτυγμένο σε μεγάλο βαθμό εκείνη την εποχή στην πολιτεία του Μεγάλου Κάστρου.

Σίγουρα οι άνθρωποι ήταν περισσότερο ευαισθητοποιημένοι, σίγουρα ένιωθαν περισσότερο τον συνάνθρωπό τους.  Η κοινωνία έκανε τα πάντα να βοηθήσει τους πάσχοντες, να σταθεί δίπλα τους και δίνοντας ιδιαίτερα βαρύτητα στον θεσμό των συσσιτίων, απέβλεπε η λειτουργία τους να είναι απρόσκοπτος, ιδιαίτερα κατά την εποχή του χειμώνα αλλά και τον υπόλοιπο καιρό, χωρίς ελλείψεις και διακοπές! Όλα αυτά τέτοιες μέρες σ’ εκείνους τους δύσκολους καιρούς, που δυστυχώς θα γίνονταν ακόμα δυσκολότεροι.