Τρεις χιλιάδες χρόνια ιστορίας δεν επαρκούν για να εξηγήσουν «τι είναι χρόνος;». Έτσι, ο καθένας μπορεί να γράφει και να λέει ό, τι νομίζει για αυτήν την εξόχως υποκειμενική έννοια. Ο σοφιστής Αντιφώντας (5ος αιώνας π.Χ.) όρισε τον χρόνο ως «ένα ανθρώπινο διανόημα» το οποίο δημιουργήθηκε από την ανάγκη να μετρήσουμε τον χώρο και υπεραμύνθηκε της ανυπαρξίας του χρόνου. Ο Αυγουστίνος προτιμούσε να σιωπά όταν του έθεταν το ερώτημα «τι είναι χρόνος;», ενώ ο μεγάλος Εφέσιος Ηράκλειτος, υποστήριζε ότι «ο χρόνος είναι το βασίλειο του παιδιού», επεξηγώντας ότι «ο χρόνος είναι ένα παιδί που παίζει ζάρια».
Χρόνος! Μια αόριστη έκφραση. Οι φιλόσοφοι τον στοχάζονται, οι επιστήμονες προσπαθούν να τον ορίσουν, οι πολιτικοί επιδιώκουν να τον σταματήσουν. Το πώς αντιλαμβάνεται βεβαίως ο καθένας την έννοια του χρόνου δεν έχει να κάνει μόνο με την αντίληψη και τον στοχασμό του, αλλά και με τις ενδεχόμενες ιδιοτελείς επιδιώξεις του.
Την ίδια ώρα που οι φιλόσοφοι στοχάζονται για να ερμηνεύσουν την έννοια του χρόνου, οι πολιτικοί επιλέγουν να δράσουν. Να δώσουν στον χρόνο μια άλλη διάσταση δικής τους επινόησης. Επιδιώκουν να τον χρησιμοποιήσουν, να τον θέσουν στην υπηρεσία τους, να τον υποτάξουν. Παράλληλα, οι απανταχού τεχνοκράτες του πλανήτη, για ευνόητους λόγους βεβαίως, ασπάζονται την ρήση του Βενιαμίν Φραγκλίνου, ότι «ο χρόνος είναι χρήμα».
Το ζήτημα του χρόνου επανέρχεται σχεδόν μηχανικά κάθε φορά που ένα ημερολογιακό έτος ξεκινά ή φτάνει στο τέλος του. Αν και ως έννοια είναι δύσκολο να προσδιοριστεί, εντούτοις συνδέεται αδιαίρετα με την ίδια την ύπαρξή μας. Χρόνος είναι το παρελθόν, είναι οι εμπειρίες του καθενός, μια καθαρά σχετική διάρκεια που δεν περιορίζεται στα ρολόγια, στις εποχές, στις χρονολογίες, στις προθεσμίες. Το παρόν δεν τον αντιλαμβάνεται και το μέλλον αδυνατεί να τον κατανοήσει, αφού δεν μπορεί να υπάρξει μελλοντική μνήμη.
Άρα, ο χρόνος ως μετρήσιμη έννοια αφορά μονάχα το παρελθόν.
Ο ιστορικός χρόνος πάντως επιβεβαιώνει τον Ηράκλειτο. Έτσι, έχουμε παρακολουθήσει πολλές φορές στην ιστορία να επιχειρείται ο μηδενισμός του χρόνου. Πρόκειται ουσιαστικά για μια απέλπιδα προσπάθεια του διαχρονικά ματαιόδοξου ανθρώπου, να σταματήσει τον χρόνο, να τον μηδενίσει, να σβήσει το κακό παρελθόν και να ξαναχτίσει τον κόσμο από την αρχή.
Η υπερβατική αυτή αντίληψη στις κορυφαίες στιγμές της Γαλλικής Επανάστασης έφτασε στον παροξυσμό. Το τέλος της μοναρχίας ταυτίστηκε ουσιαστικά με το τέλος μιας ολόκληρης εποχής. Διαγράφηκε η παλιά χρονολόγηση, καταργήθηκε η εβδομάδα, οι μήνες ονομάστηκαν διαφορετικά και οι εορτές επισφράγισαν τη νέα θεώρηση του χρόνου στο όνομα του νέου κόσμου που άρχισε να χτίζεται από την αρχή.
Εκτός όμως από τις προσπάθειες που καταβάλλονται από τον άνθρωπο για να προσεγγίσει πραγματολογικά την έννοια του χρόνου, μια περισσότερο κοινωνιολογική προσέγγιση έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Σύμφωνα με αυτήν την καθαρά υποκειμενική θεώρηση, χρόνος σημαίνει «συνύπαρξη». Η συνύπαρξή μας με τους άλλους. Με τους συγκατοίκους μας σε τούτο τον πλανήτη, αφού είμαστε όλοι ένοικοι και όχι ιδιοκτήτες. Τους ανθρώπους, τα ζώα, τα φυτά. Όταν δεν υπάρχουν «οι άλλοι», ο χρόνος δεν έχει κανένα νόημα. «Οι άλλοι» βεβαίως δεν είναι μόνο οι άνθρωποι.
Η φύση μας στέλνει διαρκώς μηνύματα για να μας υπενθυμίσει πως, αν η ανθρωπότητα αφανιστεί ο χρόνος θα συνεχίσει να κυλάει για τους υπόλοιπους κατοίκους του πλανήτη. Μας υπενθυμίζει όμως επίσης πως ο χρόνος παραμένει το πιο ασφαλές μας καταφύγιο από την πραγματική μας ταυτότητα…
Μέσα στα χρόνια της πανδημίας, ο χρόνος άλλαξε συνήθειες και απόκτησε διαφορετικά χαρακτηριστικά. Συμπεριφέρεται κι εκείνος αλλιώς. Μέσα σε μια συνθήκη περιορισμών και απαγορεύσεων, δείχνει να προσαρμόζεται αλλά και να δυσανασχετεί. Συμπυκνώνεται, αιωρείται κάποιες στιγμές, αμφιταλαντεύεται κάποιες άλλες, αγνοώντας όμως όλες τις ανθρώπινες προσδοκίες για όλα αυτά που ποτέ δεν ήρθαν. Μέσα σε αυτή τη συνθήκη έγινε και η αλλαγή της φετινής χρονιάς. Μια αλλαγή που δεν κατάφεραν να αναγγείλουν τα μαγνητοσκοπημένα ρεβεγιόν των καναλιών, ούτε και τα βεγγαλικά που φώτισαν και πάλι τους ουρανούς μας, τραυματίζοντας την πυκνή σιωπή της χειμωνιάτικης νύχτας.
Στη δική μας τη χώρα ο καιρός «καταβροχθίζει» τον χρόνο. Με επιδοτούμενες φιέστες και επιχορηγούμενες εκδηλώσεις, τελετές και εορτασμούς, χωρίς όμως αντίστροφες μετρήσεις δημάρχων και χωρίς συνωστισμούς Άγιο-Βασίληδων, με Covid Free διασκεδάσεις, με μεγάλη δόση χοληστερίνης και με τις μάσκες προστασίας να καλύπτουν τα πρόσωπά μας, υποδεχτήκαμε και φέτος οι Έλληνες τον νέο χρόνο. Εκείνος βεβαίως, με κλινική συνέπεια έφτασε ακριβώς στην ώρα του, όπως είχε προγραμματιστεί να γίνει.
Εμείς, όπως κάθε φορά, σχεδόν μηχανικά από εορταστική συνήθεια, έτσι και φέτος τον καλωσορίσαμε πάλι με ευχές, κι ας φοβόμαστε πως δεν θα πραγματοποιηθούν, και με υποσχέσεις που ξέρουμε ότι δεν θα τηρηθούν. Τυποποιημένες ευχές στα αγγλικά με καρδούλες και εικονομηνύματα εκτόξευαν διαρκώς τα κινητά μας τηλέφωνα προς κάθε κατεύθυνση, διαμερίζοντας τα συναισθήματα μιας πλαστικής ψηφιοποιημένης αγάπης. Κάναμε όμως τις ευχές κι αυτό δεν είναι λίγο. Είναι γιατί νιώθουμε την ανάγκη να ελπίζουμε πως η επόμενη μέρα θα είναι καλύτερη.
Νιώθουμε όμως επίσης και ότι έχουμε μεγαλώσει. Έχουμε αλλάξει και εμείς και οι φίλοι μας. Ο χρόνος δεν μας συμπεριφέρεται πια με την ίδια επιείκεια. Οι χρόνοι που αφήνουμε πίσω μας στοιχίζονται ο ένας μετά τον άλλον, σαν μια σειρά ευθεία κεριά σβησμένα, όπως παραστατικά τους παρομοιάζει ο μέγας Αλεξανδρινός ποιητής…
Οι πρωτοχρονιές λειτουργούν ως φωτεινοί σηματοδότες που αναβοσβήνουν για να περάσουμε απέναντι. Να διαβούμε και την επόμενη διάβαση. Να κάνουμε ακόμα μια δρασκελιά μέσα στο χρόνο μας. Για πολλούς ο χρόνος είναι φως, για κάποιους άλλους είναι βαθύ σκοτάδι. Για τους περισσότερους πάντως είναι αόρατος. Οι γιορτές απαιτούν την συναδέλφωση και την αλληλεγγύη και επιφέρουν, έστω και προσωρινά, την συνοχή των κοινωνιών. Μια συνοχή, που σήμερα είναι αναγκαία περισσότερο από ποτέ, σε έναν κόσμο όπου οι ανθρώπινες κοινότητες είναι μολυσμένες από τον φόβο και μπολιασμένες με την καχυποψία.
Ο χρόνος ως αόριστη έννοια δεν ενέπνευσε μόνο τους σοφιστές και τους επιστήμονες, αλλά και τους ποιητές. Τα «κεριά» του Καβάφη είναι το πιο διαδεδομένο ποίημα:
«Τι γρήγορα που η σκοτεινή γραμμή μακραίνει/τι γρήγορα που τα σβηστά κεριά πληθαίνουν». Ο Κώστας Βάρναλης καταγράφει την ανθρώπινη ματαιότητα στο πέρασμα του χρόνου: «Χτες και σήμερα ίδια όμοια χρόνια μπρος, χρόνια μετά». Ο Τάσος Λειβαδίτης δηλώνει και αυτός απογοητευμένος με τον χρόνο: «Ο χρόνος έγινε για να κυλάει… Έτσι συνήθως χάνουμε τα πιο ωραία χρόνια μας, από ‘να τίποτα, ένα αύριο που άργησε ή ένα λυκόφως που κράτησε πολύ». Πιο κοντά στην θεώρηση του Ηράκλειτου ήρθε ο Διονύσης Σαββόπουλος.
Με το τραγούδι του ύμνησε «τον χρόνο τον αληθινό», τον ουσιαστικό, διαχωρίζοντάς τον από τον ψεύτικο χρόνο, αυτόν που υπάρχει μόνο ως ψευδαίσθηση για να μας ξεγελά πως είμαστε αιώνιοι. «…Μα ο χρόνος ο αληθινός/σαν μικρό παιδί είναι εξόριστος/μα ο χρόνος ο αληθινός/είναι ο γιος μας ο μεγάλος κι ο μικρός». Γίνεσαι πατέρας. Δεν ορίζεις πια το χρόνο σου. Ο χρόνος σου είναι πλέον ο γιος σου. Εκεί βρίσκεις την παιδικότητα που έχασες μέσα στη δική σου ενηλικίωση. Αυτή η παιδικότητα με την αφέλεια της αθωότητας, είναι πολλές φορές αρκετή για να ερμηνεύσει τον κόσμο…
Μια αφρικάνικη παροιμία λέει ότι «ο άνθρωπος εφηύρε το ρολόι, αλλά ο Θεός εφηύρε τον χρόνο». Μπορούμε να περιγράφουμε τον χρόνο όπως θέλουμε, αλλά δεν μπορούμε να τον ορίζουμε. Δεν μπορούμε να κάνουμε τις μέρες μας ούτε περισσότερες ούτε μεγαλύτερες. Αξίζει όμως να προσπαθούμε να τις κάνουμε καλύτερες!
Καλή Χρονιά σε όλους!