Του Γεωργίου Νικ. Σχορετσανίτη

Ετούτες ειδικά τις γιορτινές μέρες των Χριστουγέννων, που ακολουθούνται πάντοτε από τη φυγή του παλιού και την έλευση του καινούργιου χρόνου, ο οποίος κάθε φορά ανατέλλει για όλους απαρέγκλιτα ελπιδοφόρος, ή τουλάχιστον έτσι θα επιθυμούσαν οι άνθρωποι,  τα πολυποίκιλα κοινωνικά μέσα δικτύωσης, βρέθηκαν σε έντονο παροξυσμό και έκδηλη ενεργητικότητα. Ευχές πάσης φύσεως από τον ένα στον άλλο, κάλαντα, τραγούδια και αποφθέγματα σε μικρότερη κλίμακα είχαν την τιμητική τους. Μαζί με αυτά τα γεγονότα, όμως, η πραγματικότητα δεν μας αφήνει έστω για λίγο ήσυχους και ανεπηρέαστους, αφού φροντίζει να μας προμηθεύει, επιπλέον, με σοβαρότατες και σε μικρότερη κλίμακα πικάντικες λεπτομέρειες της πολιτικής και κοινωνικής πραγματικότητας από τον ελληνικό, και όχι μόνο,  χώρο. Σκάνδαλα επί σκανδάλων, λοβιτούρες και ατασθαλίες του πολιτικού βίου σε βάθος χρόνου, μεγάλες ή ήσσονος σημασίας αστοχίες πολιτικών προσώπων, ηθελημένες και μη, καταλαμβάνουν μεγάλη έκταση και κάποιες φορές μονοπωλούν το ενδιαφέρον των εμπλεκομένων συνανθρώπων μας, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, στους αχανείς δρόμους και στα προσιτά σχεδόν σε όλους μονοπάτια του διαδικτύου. Το χειρότερο όμως δεν είναι αυτό, αλλά ο συγκεκριμένος τρόπος που σχολιάζονται τα όποια γεγονότα βρίσκονται ή βρέθηκαν στην επικαιρότητα. Οι αντιδράσεις, θα παρατηρήσουμε,  κυμαίνονται από τις επιεικείς ειρωνείες, έως ύβρεις, βωμολοχίες, απειλές, και ένα σωρό άλλες αχαρακτήριστες εκφράσεις οι οποίες ο λογικά σκεπτόμενος καθημερινός άνθρωπος, όχι μόνο δεν εκστομίζει, αλλά απορεί πώς δεν επεμβαίνει αυτόματα η δικαιοσύνη για να σταματήσει την σχετική κατρακύλα.

Βεβαίως ο κάθε χρήστης λογαριασμού στο διαδίκτυο μπορεί να διατηρεί, αν το επιθυμεί φυσικά, την ανωνυμία του, αλλά είναι γνωστό ότι η ταυτότητά του μπορεί εύκολα να  γίνει γνωστή στις ενδιαφερόμενες αρχές. Είναι βέβαιο, επίσης, ότι οι φράσεις αυτές δεν θα μπορούσαν με κανένα τρόπο να ειπωθούν εάν ο κατηγορούμενος ή ο λοιδορούμενος πολίτης ή ο πολιτικός βρισκόταν ενώπιον του εκστομίζοντος τις ύβρεις κατήγορου, πράγμα που οδηγεί αβίαστα στο συμπέρασμα ότι όλα γίνονται στις περισσότερες βεβαίως φορές, κάτω από τον μανδύα της ανωνυμίας ή λόγω του συναγελασμού του  με τους άλλους ομοφρονούντες. Τα πάντα εξηγούνται όμως εάν προστρέξουμε για λίγο πίσω, στον Γκυστάβ Λε Μπον (1841-1931), έναν πρωτοπόρο σε κάποια θέματα κοινωνιολογίας Γάλλο γιατρό, ο οποίος χρησιμοποίησε την ιατρικές του γνώσεις για να εντρυφήσει με ειδικό ενδιαφέρον στις μικρές εκείνες λεπτομέρειες που έχουν να κάνουν με την ψυχολογία του όχλου, του πλήθους, τη συμπεριφορά δηλαδή της αγέλης. Αν και επικρίθηκε έντονα από κάποιους οι οποίοι χαρακτήρισαν το συγγραφικό του έργο βαθιά αντιδραστικό και συντηρητικό, εν τούτοις όμως κάποιες διαχρονικές αλήθειες βρίσκονται σκόρπιες μέσα στα κείμενά του.

Έτσι λοιπόν στην περίφημη “Ψυχολογία των μαζών”, μας λέει ότι στο εσωτερικό της μάζας, δεν έχουμε στην ουσία  μεμονωμένα άτομα με τη δική τους κριτική ικανότητα, συνείδηση και λογική, αλλά ένα συνοθύλευμα ατόμων που ενώνονται όλοι κάτω από ένα κοινό πνεύμα  και νοοτροπία. Η μάζα κατακλύζεται από το αίσθημα της ακατανίκητης δύναμης, φέρνοντας στην επιφάνεια πρωτόγνωρα προσωπικά ένστικτα που βρίσκονται εν υπνώσει, και τα οποία θα περιόριζε σαφώς εάν ήταν μόνο του. Για να επανέλθουμε στη σημερινή δυσάρεστη πραγματικότητα, η κατάσταση χαρακτηρίζεται επιπλέον από την ανωνυμία, την ‘κουκούλα’ για να χρησιμοποιήσουμε μια έκφραση λίαν γνωστή στους ιστορικούς και αρκούντως διαδεδομένη στους δημοσιογραφικούς κύκλους, βγάζοντας στην επιφάνεια περαιτέρω  αψυχολόγητες, εκ πρώτης όψεως, αντιδράσεις σύμφωνα πάντοτε με τα  παραπάνω αναγραφόμενα. Βεβαίως κάθε άτομο έχει δικαίωμα να εκφράσει δημοσίως την άποψή του, και κάποιες φορές επιβάλλεται, αλλά χωρίς να προσβάλλει, φυσικά,  με βάναυσο, αισχρό και ειρωνικό τρόπο τον συνάνθρωπό του. Πρόσφατα μάλιστα, ήρθαν στην επικαιρότητα κάποιες γνωστές παρεμφερείς υποθέσεις οι οποίες θα συνεχίζουν να τροφοδοτούν τις σελίδες των εφημερίδων και του αχανούς διαδικτύου με αρκετά σχετικά κείμενα.

Ο καινούργιος χρόνος μόλις ανέτειλε στο στερέωμα, το μέτρημα του χρόνου άλλαξε, αλλά  δυστυχώς όχι και οι άνθρωποι… που σε τελική ανάλυση αυτό ακριβώς είναι το ζητούμενο και το ποθητό!