«Χιόνια στο καμπαναριό | που Χριστούγεννα σημαίνει! | Χιόνια στο καμπαναριό! | Ξύπνησε όλο το χωριό! | Κι όλοι παν στην εκκλησιά, | τον Χριστό να προσκυνήσουν! | Κι όλοι παν στην εκκλησιά! | Λάμπει απόψε η Παναγιά! | Τέτοια μέρα ήταν, παιδιά, | που γεννήθηκε ο Χριστός μας! | Τέτοια μέρα ήταν, παιδιά, | κι είχαν χιόνια τα κλαδιά! Νταν ντιν νταν | ντιν, | νταν ντιν νταν | ντιν | νταν ντιν νταν ντιν νταν ντιν νταν!»
Χριστουγεννιάτικο τραγούδι που το μαθαίναμε στο σχολείο, τότε που ο χαρωπός μουσικός ρυθμός του, μαζί με τα λόγια του, ανταγωνιζόταν μέσα στις αγνές καρδιές μας το άλλο, το νοσταλγικό σήμερα τραγούδι «Στη γωνιά μας κόκκινο | τ’ αναμμένο τζάκι, | τούφες χιόνια πέφτουνε | στο παραθυράκι! | Όλο απόψε ξάγρυπνο | μένει το χωριό | και χτυπά Χριστούγεννα | το καμπαναριό! | Έλα, Εσύ, που αρχάγγελοι | Σ’ ανυμνούν απόψε, | πάρε από την πίτα μας που ευωδιά, και κόψε. | Έλα, κι η γωνίτσα μας | καρτερεί να ’ρθείς. | Σου ’στρωσα, Χριστούλη μου, για να ζεσταθείς».
Αργότερα, μετά το σχολείο, μάθαμε ότι και τα δύο αυτά μελοποιημένα ποιήματα ήτανε του Στέλιου Σπεράντσα (εγώ ήξερα το όνομά του λανθασμένα «Σπεράντζας» αλλά το σωστό, όπως το έγραφε άλλωστε ο ίδιος, ήταν Σπεράντσας). Με τον ερχομό του νέου έτους θα συμπληρωθούν εξηντα δύο (62) χρόνια από τον θάνατό του το 1962.
Κι εδώ, βρίσκω την ευκαιρία να αλλάξω – για μια στιγμή – το θέμα κι από την αθωότητα των δύο τραγουδιών να περάσω στη σκοτεινότητα του μυαλού, όπως αυτό διασώζεται με την παλιά λαογραφία. Τότε, που στις άγιες αυτές μέρες υπήρχε και η παρουσία του κακού.
Πράγματι, στο μεταίχμιο του χρόνου και των κόσμων, τα κακά δαιμόνια του Δωδεκαήμερου, οι Καρκάντζολοι όπως τους έλεγαν στην Κρήτη, οι Καλικάντζαροι ή οι Εξαποδώ όπως τους λένε στην υπόλοιπη Ελλάδα, έρχονταν την παραμονή των Χριστουγέννων και έφευγαν ανήμερα τα Φώτα. Αν κρίνουμε από το όνομά τους, ήταν πνεύματα πονηρά και σκανταλιάρικα, όπως πίστευαν παλιά, που συμβολίζουν το σκοτάδι και που ανεβαίνουν στη γη αυτές τις μέρες για να δημιουργήσουν προβλήματα και ανακατωσούρες στις συνήθειες των ανθρώπων, κάνοντας ένα σωρό τρέλες.
Βέβαια, δεν υπάρχουν στην πραγματικότητα αυτοί οι μικροί δαίμονες. Υπάρχουν μόνο οι άνθρωποι οι δεισιδαίμονες, δηλαδή οι απαίδευτοι στο μυαλό, που τους παιδεύουνε – γι’ αυτόν τον λόγο – οι φόβοι.
Όταν ήμουν όμως μικρός και μαγευόμουνα από τα δύο αυτά μελοποιημένα ποιήματα του Σπεράντσα, και κυρίως από το «Χιόνια στο καμπαναριό», αφηνόμουνα στην παιχνιδιάρικη γοητεία του χριστουγεννιάτικου αυτού παραλογοτεχνικού θρύλου.
Έτσι, παρασυρμένος από την εκστατική φωνή της αγαπημένης μου μητέρας που την έχασα νωρίς, που ήταν δασκάλα και που στα Χριστούγεννα μου τραγουδούσε κυρίως το «Χιόνια στο καμπαναριό», αποφάσισα – στο ίδιο μουσικό μοτίβο – να γράψω κάποτε ένα δικό μου στιχούργημα, τα «Δαιμόνια των Χριστουγέννων». Το αφιέρωσα σε αυτές τις αρνητικές μορφές των Χριστουγέννων και τις έβαλα να αντιλαμβάνονται, από ψηλά, το ψυχικό μεγαλείο αυτής της γιορτής και να το σκάνε μια ώρα αρχύτερα:
«Είμαστε εμείς παιδιά | του Διαβόλου και της Νύχτας, | είμαστε εμείς παιδιά, | μα κι εμάς καλεί η εκκλησιά. | Και πετάξαμε ευθύς | στην καμπάνα να βρεθούμε | και πετάξαμε ευθύς | να τη ρίξουμε στη γης. | Μα από το καμπαναριό, | μας συγκλόνισε η φωνή της, | μα από το καμπαναριό | είδαμε όλο το χωριό. |Φωτισμένα κι ανοιχτά | ήταν τα μικρά τα σπίτια, | φωτισμένα κι ανοιχτά | μέσα κι έξω απ’ την καρδιά. | Μας τρομάξαν οι κακοί | που για το καλό μιλήσαν, | μας τρομάξαν οι κακοί | και μας χαίρεται η φυγή. | Η αγάπη του εχθρού | είναι ο φόβος ο δικός μας, | η αγάπη του εχθρού | είναι ο κόσμος του Θεού». Αυτή ήταν η απομίμησή μου.Ας πούμε όμως δυό λόγια για τον ποιητή Στέλιο Σπεράντσα, γι’ αυτόν τον γητευτή που μας μάγεψε όταν η σχολική μας αντίληψη ήταν ακόμα μικρή και απλή. Και γινότανε, μέσα απ’ αυτά τα δυό χριστουγεννιάτικα παιδικά ποιήματά του, που εμείς τα μαθαίναμε μελοποιημένα σαν τραγούδια, πιο μεγάλη – με τα κάδρα του για χειμωνιάτικες αναμνήσεις της ψυχής μας: «Στη γωνιά μας κόκκινο | τ’ αναμμένο τζάκι, | τούφες χιόνια πέφτουνε | στο παραθυράκι» και «Χιόνια στο καμπαναριό | που Χριστούγεννα σημαίνει».
Μαθαίνοντας για τον Σπεράντσα, οι εκπλήξεις μάς περιμένουνε. Η πρώτη έκπληξη είναι ότι ήταν οδοντίατρος. Η πιο πρακτική ιατρική, καμιά σχέση με την ποίηση. Κι όμως, αυτή είναι η δεύτερη έκπληξη: Μετά την απόκτηση του πτυχίου της Οδοντιατρικής, δεν παρέμεινε απλός οδοντίατρος. Το 1932, στα σαράντα τέσσερά του χρόνια, πήγε στο Παρίσι και ειδικεύτηκε στην Ορθοδοντική, πρωτοπορία για την Ελλάδα του καιρού του. Γι’ αυτό, την επόμενη κιόλας χρονιά εξελέγη ως ο πρώτος καθηγητής του τμήματος Ορθοδοντικής του Πανεπιστημίου Αθηνών, όπου δίδαξε μέχρι το 1952.
Ο Στέλιος Σπεράντσας (αυτή είναι η τρίτη έκπληξη), στο ξεκίνημά του πριν από όλα αυτά, είχε σπουδάσει ιατρική όπου αναγορεύτηκε διδάκτορας στα είκοσι εφτά του χρόνια. Η τέταρτη κατά σειρά έκπληξη είναι ότι ο ποιητής τιμήθηκε για την ανδρεία του και για την προσφορά του στους Βαλκανικούς Πολέμους 1912-13 με το μετάλλιο στρατιωτικής αξίας, τον Αργυρό Σταυρό του Τάγματος του Γεωργίου, και με διασυμμαχικά μετάλλια. Στη συνέχειά του, υπηρέτησε για εφτά χρόνια στις Ένοπλες Δυνάμεις σαν ακτινολόγος. Με αποτέλεσμα, το 1922, να διοριστεί διευθυντής του ακτινολογικού στα κρατικά αντιφυματικά ιατρεία. Λόγω όμως προσβολής των χεριών του από ακτινική δερματίτιδα, εγκατέλειψε τελικά την Ακτινολογία και ακολούθησε την Οδοντιατρική.
(’22,’32,’52,’62 τότε που πέθανε, λες κι έκανε ομοιοκαταληξίες με την ίδια τη ζωή του). Καταγόταν από τη Σίφνο, αλλά γεννήθηκε στη Σμύρνη όπου και ανατράφηκε. Γι’ αυτό (κι αυτό είναι η πέμπτη έκπληξη) υπήρξε ο στιχουργός των δύο ύμνων του Πανιωνίου (1901 και 1931)! Ασχολήθηκε στη ζωή του τόσο πολύ με τα Γράμματα, που το 1929 ήταν από τα ιδρυτικά μέλη της «Ένωσης Ελλήνων Λογοτεχνών» (που το 1934 μετονομάστηκε στη σημερινή «Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών») και το 1946 ήταν από τα ιδρυτικά μέλη της «Εθνικής Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών».
Εκτός από την ποίησή του και τα επιστημονικά του βιβλία, ο Στέλιος Σπεράντσας έγραψε τα λιμπρέτα για έξι μελοδράματα («Μαύρη πεταλούδα», «Κασσιανή», «Αμφιτρύων»,κλπ) και μια διασκευή του «Άσματος Ασμάτων» για ορατόριο. Τρεις μελέτες έχουν κι αυτές την υπογραφή του: «Λόρδος Μπάυρον, η ζωή και το έργο του», «Στο δρόμο του στοχασμού», «Έλληνες γιατροί-λογοτέχνες από την Άλωση της Πόλεως ως σήμερα».Και η τελευταία έκπληξη είναι τούτη: Τίποτα από τα παραπάνω, από το έργο του και από τις μέρες του, δεν έχει μείνει με τη δύναμη και τη ζωντάνια που είχανε παλιά, παρά μόνο αυτά τα δυό – πάντοτε αγαπημένα – χριστουγεννιάτικα τραγούδια του.