Στη μακρινή αρχαιότητα αλλά ακόμη και μέχρι σήμερα, θεωρούσαν πάντα τους Κρητικούς εξαιρετικούς χορευτές και τραγουδιστές, εξαιτίας της ποικιλίας και της ζωηρότητας των ρυθμών τους. Από τους πρωτόγονους λαούς είναι γνωστό ότι ο χορός ήταν πάντα μια έκφραση τέχνης που πήγαζε από μια ψυχή ευγενική.
Ο Όμηρος στην Οδύσσεια περιγράφει με γλαφυρότητα και θαυμασμό την τέχνη του χορού διαφόρων λαών, Τρώων, Φαιάκων, Πελοποννησίων μα και Κρητών της Μινωικής εποχής. Θεωρήθηκε δε «θεία» η καταγωγή του χορού, διότι η ένωση του ρυθμού και της αρμονίας δημιουργούν στον άνθρωπο ένα αίσθημα εκστάσεως και θείου μεγαλείου.
Από τη Μυθολογία γνωρίζομε ότι η Ρέα, πρώτη δίδαξε το χορό στους Κουρήτες, όταν τους εμπιστεύτηκε το Δία να τον φυλάξουν από τον κίνδυνο του πατέρα του Κρόνου. Για να μην ακούγονται οι φωνές και τα κλάματα του βρέφους, χόρευαν γύρω από το λίκνο του και χτυπούσαν τις ασπίδες τους σε ήχο κυμβάλων. Εκεί λοιπόν αναφέρεται η πρώτη εμφάνιση του χορού στην Κρήτη όπως διδάχτηκε από τη Μητέρα των θεών.
Τους χορούς της Μινωικής εποχής μπορούμε να τους ξεχωρίσουμε σε πολεμικούς και θρησκευτικούς. Πολεμικός είναι ο λεγόμενος Πυρρίχειος από το όνομα του Κρητικού ήρωα Πυρρίχη που δίδαξε πρώτος το χορό με όπλα. Είχε για στοιχεία του την κίνηση, που ήταν αρμονική, και τη χειρονομία που έδειχνε τα ψυχικά συναισθήματα. Ο χορός αυτός προετοίμαζε τους Κρήτες και αργότερα, (2ο π.Χ. αιώνα) τους Αθηναίους και τους άλλους Έλληνες, για αγωνίσματα ή για πολέμους, γιατί προκαλούσε τον ενθουσιασμό και το πολεμικό μένος, με τη συνοδεία λύρας ή αυλού.
Οι κινήσεις και οι χειρονομίες ήταν συμβολικές εικόνες των μαχών σε όλες τις φάσεις τους. Πληροφορίες για τους χορούς της Μινωικής Κρήτης βρίσκομε στο περίφημο βιβλίο του Πωλ Φωρ «Η καθημερινή ζωή στην Κρήτη τη Μινωική εποχή» (σελ. 385-386). Μα και ο γεωγράφος Στράβωνας (1ος μ.Χ. αιώνας) μας πληροφορεί για τους χορούς αυτούς, επίσης ο Πλήνιος και ο Διόδωρος. Άλλοι πολεμικοί χοροί ήσαν ο Επικρήδιος και ο Ορσίτης, που παρουσίαζαν ένα θέαμα καταπληκτικό καθώς οι κινήσεις τους ήσαν ταχύτατες και συγχρονισμένες.
Στο σημερινό «Κρητικό» ή Πηδηχτό βρίσκομε πολλές ομοιότητες με τους χορούς αυτούς των Μινωικών χρόνων. Όταν ο περιηγητής Δάπερ το 1700 επισκέφτηκε την Κρήτη, έγραψε για τους Σφακιανούς ότι τους είδε να χορεύουν τον Πυρρίχειο και μάλιστα θεωρούσαν μεγάλη τιμή να χορεύουν με τα όπλα τους. Περιγράφει δε τις κινήσεις των χορευτών που μοιάζουν σε πολλά σημεία με τις κινήσεις των Πυρριχιστών των Μινωικών χρόνων.
Οι θρησκευτικοί χοροί ήταν έκφραση λατρείας πιστών ανδρών και γυναικών που χόρευαν γύρω από το βωμό της λατρευομένης θεότητας και συνόδευαν τις κινήσεις με ύμνους ή τραγούδια.
Ο αρχαίος Κρήτας ποιητής Θαλήτας, ήταν ο πρώτος που μετέδωσε τους θρησκευτικούς χορούς στη Σπάρτη και γενικότερα στην Ελλάδα. Όλοι οι θρησκευτικοί χοροί ήταν ήσυχοι και γαλήνιοι, απαλλαγμένοι από πολεμικές επιδείξεις. Σε μερικούς θρησκευτικούς χορούς, άλλοι τραγουδούσαν όρθιοι, ακίνητοι και άλλοι ταυτόχρονα έκαναν μιμητικές κινήσεις για να εξηγήσουν τον ύμνο που τραγουδούσαν οι πρώτοι. Συνήθως τραγουδούσε χορωδιακά ομάδα παιδιών και χόρευαν κοπέλες.
Τα Παρθένια ήταν ένας από τους ειρηνικούς Μινωικούς χορούς που χόρευαν Παρθένες και Νύμφες. Ο Γέρανος, ο ειρηνικός χορός που δίδαξε ο Δαίδαλος στην κόρη του Μίνωα Αριάδνη, ήταν εκείνος που χόρευαν οι νέοι και οι νέες στην είσοδο του Λαβυρίνθου, σε κύκλους ή σε γραμμές αντικριστά η μια στην άλλη. Ο χορός αυτός μεταδόθηκε και διατηρήθηκε στη Δήλο και στην Αθήνα
. Μα και σήμερα μερικοί χοροί της περιοχής της Μεσαράς, έχουν τη ρίζα τους σ’ αυτό το χορό, όπου ένα άτομο κατευθύνει τις κινήσεις της ομάδας των χορευτών και κάνουν διάφορους σχηματισμούς σε κύκλους ή σε σπείρες. Είναι δηλαδή τούτος ο σύγχρονος ένας χορός που προέρχεται κατ’ ευθεία από τη Μινωική αρχαιότητα και τον συναντούμε σε μια ειρηνική γιορτή που γινόταν «για την καλή εσοδεία» αφιερωμένη στη Θεά Πότνια. Έτσι, σ’ ένα καταπράσινο φουντωτό δέντρο, στολισμένο με διάφορα αφιερώματα-τάματα, μια πομπή από κορίτσια πλησίαζε σ’ αυτό, με λουλουδοστολισμένα τα κεφάλια και στα χέρια πανέρια με δώρα: κρασί, μέλι και λάδι.
Πρόσφεραν στη θεά τα δώρα που η ίδια τους είχε χαρίσει. Κάτι ανάλογο δηλαδή με το Χριστιανικό: «Τα Σα εκ των Σων…» Οι μουσικοί σχημάτιζαν ημικύκλιο και άρχιζαν να παίζουν. Τα κορίτσια πιάνονταν σε μεγάλο κύκλο κι άρχιζαν να χορεύουν στενεύοντας τον κύκλο σ’ ένα σφικτό σαλίγκαρο. Μετά με καινούριες αναδιπλώσεις άνοιγαν ξανά τον κύκλο τραγουδώντας. Ύστερα σκορπίζονταν σαν σε κύκλο με πολλές ακτίνες, έχοντας στο κέντρο μόνο μια χορεύτρια, τη βασιλοπούλα. Η μουσική έπαιζε με αργό ρυθμό και οι κοπέλες με τα χέρια πάνω στριφογύριζαν με αργές και σοβαρές κινήσεις. Σιγά σιγά ο ρυθμός γινόταν γρηγορότερος μα και οι κινήσεις ταχύτερες, κι έμοιαζαν τα κορίτσια σαν σβούρες πολύχρω-
μες που αποχωρούσαν μετά σιγά σιγά μέχρι που έμενε στο κέντρο η μία, η τελευταία. Κι όπως στριφογύριζε γοργά, έμοιαζε με φλόγα που υψωνόταν προς τον ουρανό.
Πολλοί Μινωικοί χοροί έχουν απεικονιστεί σε παραστάσεις της Κνωσού. Μινωίτισσες χορεύουν με διπλωμένα χέρια και μαλλιά ξέπλεκα και στροβιλίζονται για να παραστήσουν την κίνηση του κόσμου. Σε τοιχογραφίες επίσης της Κνωσού μα και της Αγίας Τριάδας βεβαιώνεται η ύπαρξη του χορού από το 15ο και 16ο π.Χ. αιώνα. Επίσης σε πολλές δαχτυλιδόπετρες που βρέθηκαν σε Μινωικές πόλεις, παριστάνονται χορεύτριες.
Οι χορευτές ανάλογα με την ψυχική τους κατάσταση, τις επιθυμίες, τα συναισθήματα που πλημμύριζαν την ψυχή τους, με τη λύπη, τη χαρά ή τον ενθουσιασμό της ζωής, σε γεννήσεις, γάμους ή σε θανάτους, είχαν και τις κινήσεις αντίστοιχα, ήρεμες, βίαιες ή φρενήρεις, χαρούμενες ή πένθιμες.
Σε μερικούς χορούς η προσπάθεια των χορευτών στρεφόταν στο να κινήσουν με τη μεγαλύτερη άνεση και χάρη το κορμί κάτω από τη μέση, ενώ το επάνω μέρος του σώματος έμενε σε στάση αγάλματος. Μα και σήμερα σε πολλούς χορούς της Κρήτης διακρίνουμε αυτή ακριβώς την προσπάθεια των χορευτών που για να την αποδείξουν κατορθώνουν να ισορροπήσουν πάνω στο κεφάλι ένα ποτήρι με κρασί. Τούτη η προσπάθεια του χορού έχει σαν σκοπό να διαχωρίσει τα κτηνώδη ένστικτα του ανθρώπου από την ανωτερότητα του πνεύματος.
Χόρευαν δε μέχρι να εξαντληθούν πλήρως, πράγμα που σήμαινε ότι ξεκόβεται η ζωή από τις αθλιότητές της και μετατοπίζεται η ανθρώπινη οντότητα προς τη θεία δύναμη.
Ο χορός ήταν το τελειότερο μέσον για τέρψη αλλά και για εξύψωση και διδαχή. Είναι ένα από τα θαυμασιότερα δείγματα του Αρχαίου Κρητικού Πολιτισμού, μα και η ευγενέστερη και λεπτομερέστερη περιγραφή της ψυχοσύνθεσης του Κρητικού λαού από τη Μινωική εποχή ως τα σήμερα.