Σίγουρα αλλάζουν οι καιροί και εποχές, όπως λέει και το τραγούδι. Φυσικά δεν έμειναν εκτός της αλλαγής αυτής και οι άνθρωποι. Θυμάμαι με νοσταλγία τα παιδικά μου χρόνια, τους ατέλειωτους εκείνους χειμώνες στην ιδιαίτερη πατρίδα μου, στο χωριό Λαύκος του νοτίου Πηλίου. Προμήνυμα μεγάλης κακοκαιρίας και του επερχόμενου χιονιά ήταν τα αμέτρητα κοπάδια των πουλιών που χαμηλοπετούσαν, αισθανόμενα το μέγεθος των αντίξοων καιρικών φαινομένων.

Επίσης η επιστροφή των ψαροκάικων, των μηχανοτρατών κυρίως από τα αιγαιοπελαγίτικα βαθυγάλα νανερά, εκεί ψηλά στο μπουγάζι, στο αντάμωμα της χερσονήσου της Μαγνησίας με τα νησιά της Σκιάθου  και της Εύβοιας. “Κρέμασε ο καιρός” άκουγα συχνά τον μακαρίτη το πατέρα μου να λέει και θα έχουμε αγριοχειμωνιά, βλέπω τις τράτες να πιάνουν λιμάνι”.

Πράγματι, σαν παλιός ναυτικός ο πατέρας μου γνώριζε τον καιρό, όπως γνωρίζουν τον καιρό και οι βοσκοί, αφού είναι αναγκασμένοι και τα δύο, ως επαγγέλματα, να συνυπάρχουν ε τα καιρικά φαινόμενα και με τα στοιχεία της φύσης. Τέλος την έλευση της βαρυχειμωνιάς και του επερχόμενου χιονιά προεξοφλούσε το κόπασμα του ανέμου και το σκούρο εκείνο μολυβένιο χρώμα που σκέπαζε, τόσο το αιγαιοπελαγίτικο τοπίο, όσο και τα ήρεμα σχεδόν τις περισσότερες φορές, νερά του Παγασητικού κόλπου.

Και όταν άρχιζε να χιονίζει ξεχνούσε να σταματήσει, αφού πολλές φορές ο καιρός γύριζε Πουνέντες, κατά τη γλώσσα των παλιών ναυτικών. Πρόκειται για τον δυτικό άνεμο, η ελληνική του ονομασία είναι Ζέφυρος. Η λέξη Πουνέντες έχει λατινική καταγωγή την οποία χρησιμοποιούσαν οι Τζενοβέζοι αλλά και οι Βενετσιάνοι.

Αλλες φορές πάλι χιόνιζε και ο ανατολικός άνεμος, ο Λεβάντες.

Πολλές φορές δεκαετία του εξήντα και του εβδομήντα κυρίως, θυμάμαι να χιονίζει δύο και τρία ημερόνυχτα και το χιόνι να ξεπερνά τα δύο μέτρα, ίσως και παραπάνω. Ωραία η εικόνα του χιονισμένου τοπίου, ειδικά για μας τα παιδιά που χάναμε και τα μαθήματα του σχολείου, αλλά πολλά τα προβλήματα, κυρίως για τους ηλικιωμένους αλλά και για τους ανθρώπους της υπαίθρου, κυρίως τους κτηνοτρόφους που έρχονταν σε δύσκολη θέση αυτοί και τα ζωντανά τους. Και ήταν γενική η εικόνα του χιονιά για όλα τα χωριά του βουνού των Κενταύρων, του Πηλίου.

Προφανώς έτσι ήταν και οι χειμώνες τα παλαιότερα χρόνια εδώ στην Κρήτη. Φυσικά σε πιο ήπια μορφή, αλλά πάντοτε οι διαθέσεις τους ήταν άγριες και πάντοτε οι άνθρωποι επιθυμούσαν να περάσουν σύντομα και να βρεθούν στην εποχή της Άνοιξης!

Τη θέση μου όμως θα την παραχωρήσω, υποκλινόμενος στα κείμενά του, στο μεγάλο δάσκαλο και χρονογράφο Αριστοτέλη Γραμματικάκη, του οποίου κάποια αποσπάσματα για το χειμώνα σας μεταφέρω από τις χρονογραφικές του σημειώσεις, ο οποίος φυσικά αναφέρεται στα τέλη περίπου της δεκαετίας του εξήντα:

“Για φαναστείτε να ‘παιρνε ο καλός Θεός τη γενναία απόφαση να διαγράψει από τα κατάστιχά του το χειμώνα που έχει εφέτος τόσο άγριες διαθέσεις και να βρεθούμε με μιας  στην Άνοιξη. Αλλά σίγουρα δεν θα το κάνει, αφού δεν το ‘καμε από τότε που τον παρακαλούσε η θειά μου η Καλλή, που ήταν πραγματικά αγία γυναίκα:

“Παρακαλώ τον τον Θεό

να λιώσει το Χειμώνα

να μην τρυπώνω καθ’ αργά

μέσα στον αχεριώνα”.

Το “λυώσει” σημαίνει το σβύσιμο στην κυριολεξία και έχει την έννοια της διαγραφής, της καταργήσεως. Εχρησιμοποιείτο η λέξη αυτή, προκειμένου να δηλώσει την απόλυση δημοσίων υπαλλήλων.

Πάντοτε υπήρχε αυτή η απειλή “Ντα πως βολεί, μωρέ κερατά, να μην έρθει το κόμμα μου στα πράμματα, να πω να σε λυώσουνε, να δεις εσύ”. Αυτή η απειλή κυρίως εκτοξευόταν εναντίον των αγροφυλάκων, των δραγατών ή των αμπελικών, όπως τους έλεγαν.

Ήταν κρατικά όργανα και είχαν τον έλεγχο της υπαίθρου και φυσικά βρίσκονταν σε πρώτη επαφή με τους χωρικούς αγρότες.

Και συνεχίζει ο χρονογράφος μας:

“Αρχίνησα με το χειμώνα που μας δέρνει εφέτος τόσο βίαια και έμπλεξα με τους αγροφύλακες παρά τη μαντινάδα της θειας μου της Καλλιόπης με την οποία παρακαλούσε το Θεό να εξαφανίσει το χειμώνα για να μην αναγκάζεται να καταφεύγει να ζεσταθεί στον αχεριώνα, ο χειμώνας δεν ήταν και τόσο μισητός τα παλιά χρόνια στα μέρη μας. Το μαρτυρεί και μια μαντινάδα αντιθέτου πνεύματος προς εκείνη της θειας μου Καλλιόπης:

“Θε μου και στέσε μια οργιά

το χιόνι στην αυλή μου

να ξαποστάσω να χαρώ

την αγαπητική μου”.

Φανταστείτε τώρα, τι ξεκούραση έπαιρναν οι αγρότες μας όταν χιόνιζε και περιοριζόταν υποχρεωτικά η δραστηριότητά τους από το σπίτι στο καφενείο και από το καφενείο στο σπίτι. Φυσικά οι αποθήκες τους ήταν γεμάτες από καυσόξυλα, τα βαρέλια τους γεμάτα κρασί και η καρδιά τους καλή διάθεση και ευθυμία:

Χιόνιζε Θέ μου χιόνιζε

κι εγώ κρασί θα πίνω

κι αν μου γυρέψει η “αγαπώ”

που και γουλιά της δίνω”.

Σήμερα βεβαια οι χειμώνες δεν είναι και τόσο σκληροί, με αποτέλεσμα η γη να διψάει, αφού δεν είναι αρκετά τα νερά της βροχής και τα χιόνια, προκειμένου να γεμίσει ο υδροφόρος ορίζοντας. Ούτε είναι προφανώς και ατέλειωτοι σε σχέση με τα καλοκαίρια, όπως λέει και το γνωστό μας τραγούδι!

Και σίγουρα η περιοχή μας, ο κάμπος της Μεσσαράς χρειάζεται το νερό το οποίο προϋποθέτει καλή παραγωγή. Χρειάζεται όμως και κάτι άλλο, την αστυνόμευση. Αφού αναφέραμε σε αγροφυλάκους, η παρουσία τους είναι αναγκαία. Ξέφραγο αμπέλι τα χωράφια και οι περιουσίες στο έλεος των βοσκών. Μη τολμήσεις και τους παρατηρήσεις, τότε περιμένεις τα χειρότερα. Κάποτε με την ύπαρξη της αγροφυλακής υπήρχε ο φόβος, αυτός που πάντα “φυλάει τα έρμα”!