Πρόπερσι, θυμάμαι, είχα δει τον Χαράλαμπο, παλιό συνάδελφο, να περπατά στον δρόμο και, χειρονομώντας οργισμένος, να μιλά με κάποιον που στην πραγματικότητα δεν υπήρχε. Εκείνος δεν με είχε προσέξει. Με προσπέρασε. Και σκέφτηκα “Πάει ο Χαράλαμπος. Τρελάθηκε…”. Όταν κάποια άλλη φορά συναντηθήκαμε σε καφενείο, του το διηγήθηκα. Και εκείνος μου εξηγούσε ότι υπάρχουν και τα ασύρματα ακουστικά. Με το κινητό στην τσέπη και τα ακουστικά χωμένα στα αυτιά, μιλάς με κάποιον από μακριά. Και τα χέρια σου είναι ελεύθερα. Τι θαύματα έχει κάνει η τεχνολογία!
Μοναχός έχει μείνει τώρα ο Χαράλαμπος στην ζωή. Η γυναίκα του πέθανε πριν από τρία χρόνια. Τα παιδιά του, δύο αγόρια, σπουδασμένα στο εξωτερικό, έχουν μείνει στα ξένα, όπου σπούδασαν, το ένα στην Αμερική και το άλλο στην Ιταλία, παντρεμένα με γυναίκες ντόπιες, ξένες, που γρυ ελληνικά δεν ξέρουνε. Ούτε ποτέ τους μέχρι τώρα έχουν έρθει στην Ελλάδα να γνωρίσουνε τα πεθερικά τους. “Έχασα τα παλικάρια μου…” μου εξομολογήθηκε παλαιότερα ο Χαράλαμπος. Και δάκρυσε. Είναι ευαίσθητος άνθρωπος.
Όμως μήνες τώρα ο Χαράλαμπος έχει χαθεί από την παρέα μας στο καφενείο. Τελευταία έμαθα ότι είναι άρρωστος βαριά. Δεν βγαίνει από το σπίτι. Είναι εξαντλημένος. Δυσκολεύεται στο περπάτημα. Δικός του άνθρωπος στο Ηράκλειο δεν υπάρχει, που να ευκαιρεί να πάει να τον προσέξει. Μια ξένη γυναίκα, που την πληρώνει ακριβά, πηγαίνει κάθε πρωί και συγυρίζει και τον περιποιείται. Τις προάλλες, αφού συνεννοήθηκα τηλεφωνικώς μαζί του, πήγα απόγευμα να τον δω. Να συζητήσομε λιγάκι. Να θυμηθούμε τα παλιά. Να τον παρηγορήσω.
Μου άνοιξε η γυναίκα που τον περιποιείται. Εκείνη την ώρα έφευγε. Τον βρήκα κατάκοιτο και μόνο να σκουπίζει με χαρτομάντιλο τα μάτια του.
-Έκλαιγες, Χαράλαμπε; τον ρώτησα με απορία.
Εκείνος με καλωσόρισε και είπε.
-Κάθισε. Να σου πω. Όταν φτάσεις σε βαθιά γεράματα και είσαι άρρωστος και δεν έχεις πια ελπίδα να θεραπευθείς, σε πιάνει πότε πότε το παράπονο. Και όταν είσαι μόνος, θέλεις να κλάψεις, χωρίς να σε βλέπουν άλλοι, να ανακουφιστείς.
-Μα σήμερα υπάρχουν θεραπείες ακόμη και για τις πιο βαριές αρρώστιες… προσπάθησα να τον παρηγορήσω.
-Δε βαριέσαι… Έχω καρκίνο στο ήπαρ, δηλαδή στο συκώτι… Τελευταίο στάδιο… Με τον καρκίνο δεν πεθαίνεις αμέσως, μπαμ και κάτω. Πεθαίνεις αργά, βασανιστικά και σταθερά.
-Όλοι μας από κάποια αιτία κάποτε θα πεθάνουμε… Τα ζώα δεν το καταλαβαίνουν. Όμως εμείς, οι άνθρωποι, το ξέρουμε. Και γινόμαστε δυστυχισμένοι… Απάντησα αμήχανα εγώ.
-Όχι όμως όλοι μας αργά και βασανιστικά.
-Πάντοτε ο θάνατος έρχεται με πόνους, σώματος και ψυχής. “Μετά δακρύων” βλέπουμε σκαλισμένο στις πλάκες των τάφων στα αρχαία νεκροταφεία της χώρας μας…
Είχα μπερδευτεί. Δεν ήξερα τι να πω. Θλιβερός ήταν ο διάλογος με τον Χαράλαμπο. Κόντευα κι εγώ να κλάψω. Στο τέλος μου είπε ότι πονάει. Ρώτησα αν μπορούσα να βοηθήσω. Απάντησε όχι.
Κατάλαβα ότι έπρεπε να αποχωρήσω.