Μπορεί να μην υπήρχε και να μην ήταν τόσο αντιληπτή η σημερινή παρατεταμένη κρίση, αλλά οι άνθρωποι είχαν συνηθίσει να ζούνε πιο απλά και πιο λιτά. Σίγουρα οι σημερινές ανέσεις δεν ήταν τόσες πολλές, ούτε και η κάθε οικογένεια (όπως και σήμερα, πιθανόν να συμβαίνει), διέθετε δύο αυτοκίνητα.

Η ζωή σίγουρα ήταν πιο απλουστευμένη. Δικαιολογημένα άλλωστε, αφού ο τόπος μας είχε περάσει πολέμους, καταστροφές, πείνα, δυστυχία, διάφορες άλλες συμφορές και ως κορωνίδα όλων αυτών των επιτευγμάτων, είχε και έναν εμφύλιο σπαραγμό. Πώς να ορθοπατήσει και πώς να πορευθεί, ένας τόσο βασανισμένος λαός; Δύσκολο πράγμα, αφού έπρεπε να περάσουν κάποια χρόνια, μήπως και λίγο επουλωθούν, όλες αυτές οι πληγές. Αναφέρομαι στα μέσα της δεκαετίας του εξήντα.

Το χωριό μου Λαύκος, βρίσκεται στο Νότιο Πήλιο και τα θαλάσσια μπάνια ήταν δύσκολο και κουραστικό επιχείρημα. Ένα καλντερίμι με δρόμο μισής ώρας περίπου, μας οδηγούσε στο παραθαλάσσιο χωριό, την Μηλίνα, στον Παγασητικό Κόλπο και ένας άλλος δρόμος μεγαλύτερος και δυσκολότερος, μας έφερνε σε ένα άλλο παραθαλάσιο κατάμερο (όπως συνηθίζουμε να λέμε στον τόπο μου τα χωριουδάκια με 10 έως 20 σπίτια), που βρισκόταν προς την πλευρά του Αιγαίου Πελάγους, στο Μικρό.

Έτσι το έλεγαν. Ένα πολύ όμορφο μέρος με απέραντη αμμουδιά, με πολλά νερά και αρκετό πράσινο. Ίσως δεν ήταν τυχαίο το πέρασμα αυτό για τους Αργοναύτες, οι οποίοι φεύγοντας από την Ιωλκό (τον σημερινό Βόλο), για να κατευθυνθούν προς την Κολχίδα προκειμένου να φέρουν το χρυσόμμαλο δέρας, πέρασαν από το Μικρό, ξεκουράστηκαν και πήραν και νερό, για το μεγάλο τους ταξίδι.

Ήταν προτιμότερο το μπάνιο λοιπόν στο Μικρό, πέρα στη Μηλίνα, πιο ελκυστικό για μικρούς και μεγάλους, αν και πολλές φορές δεν είχε την απαραίτητη γαλήνη και απανεμιά η θάλασσά του.

Ένα πανέμορφο τοπίο, ειδικά όταν ο ήλιος άρχιζε να δύει, συμβάλλοντας με τον τρόπο του στη δημιουργία ενός απέραντου έργου τέχνης, με κυρίαρχο το βαθυγάλανο και αφρισμένο Αιγαίο και στο βάθος, την κοντινή Εύβοια, αλλά και την πιο μακρινή Σκιάθο του Παπαδιαμάντη. Αυτή την αμμουδιά θυμάμαι με νοσταλγία, την οποία πολλές φορές την ημέρας ως παιδιά την περπατούσαμε, παίζαμε, βουτούσαμε στη θάλασσα και κάποια στιγμή, κατάκοποι, σταματούσαμε όλες αυτές τις δραστηριότητες.

Τότε συνήθως τις βραδινές ώρες, όσο μπορούσαμε να έχουμε ανοικτά τα μάτια μας, από την εξάντληση της ημέρας, ακούγαμε κάποιες ιστορίες από τους μεγαλύτερους. Την προσοχή μας πολλές φορές τραβούσαν τα μεγάλα πλοία που περνούσαν και κατευθύνονταν ανάλογα, προς το λιμάνι του Βόλου, της Θεσσαλονίκης, προς τα νησιά των Βορείων σποράδων, αλλά και οπουδήποτε είχαν προορισμό, αφού πρόκειται για πέρασμα, το μπουγάζι, όπως το αποκαλούν οι θαλασσοδαρμένοι ναυτικοί μας, αλλά κι ο Σκιαθίτης λογοτέχνης Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης.

Διάφορα πλοία επιβατικά, οχηματαγωγά, φορτηγά, αλλά και μικρότερα ψαροκάικα, δεν με άφηναν ασυγκίνητο στο πέρασμά τους, μου άρεσε να τα βλέπω και να τα καμαρώνω, καθότι γόνος ναυτικής οικογένειας. Ένα σκαρί με είχε τόσο εντυπωσιάσει και όταν περνούσε, δεν ήθελα να το χάσω από τον υδάτινο ορίζοντα της Εύβοιας. Ήταν το επιβατηγό πλοίο “Κύκνος”!  Ο “ολόλευκος κύκνος” όπως θα τον έλεγε και ο Γιάννης Σκαρίμπας που στο ποίημά του, που είχε τίτλο: “ το εισιτήριο”, αναφέρεται στο πανέμορφο αυτό πλοίο:

“Οι κάβοι ν’ αφροκοπάν, κι οι αφροί να το κουνάνε, μεσ’ στους καπνούς του – όρνιο-  ένα καράβι”. Άλλη στιγμή πάλι ο στοχαστής αυτός ποιητής μας, αυτός που ποτέ δεν κολάκευε με τους στόχους του, ο τόσο ψύχραιμος, ο  ποιητής που δεν ήθελε να βολευτεί με τη συμβατικότητα, αναφέρεται στο “Κύκνος”: “Και είχα γράψει το όνειρό μου με θαλασσιά γράμματα για τον “Κύκνο”, που τον έβλεπα να περνάει τον ερωτικό δίαυλο, βγαίνοντας από τον Παγασιτικό για τις Σποράδες”. Η ιστορία του όμορφου αυτού καραβιού ξεκινά την περίοδο του μεσοπολέμου, στα 1930 από την Αμερική, όταν ναυπηγήθηκε ως θαλαμηγός με το όνομα “SYLVIA”.

Αργότερα χρησιμοποιήθηκε από το αμερικανικό ναυτικό ως βοηθητικό σκάφος με την ονομασία “TOYRMALINE”. Μετά τον πόλεμο έπεσε σε ελληνικά χέρια, όταν αγοράστηκε από τους εφοπλιστές Ανδρέα Εμπειρίκο και Μανώλη Κουλουκουντή. Αυτό γίνεται στα 1946, όπου το πλοίο φέρει την ονομασία “ADELPHIC” και αφού διασχίζει τον Ατλαντικό, μεταφέρει στη χώρα μας τρόφιμα και υγειονομικό υλικό της αμερικανικής βοήθειας, για λογαριασμό της UNRA.

“Πιάνει” λοιπόν λιμάνι στον Πειραιά και από το 1947 γίνονται οι αναγκαίες μετασκευές και τότε παίρνει και το όνομα “Κύκνος”. Δρομολογείται στην ναυτιλιακή εταιρεία “Σαρωνικός” και από τον Μάιο του 1947 κάνει το δρομολόγιο Βόλος-Αιδηψός-Χαλκίδα. Από το 1952 αναλαμβάνει και τη γραμμή με τις Βόρειες Σποράδες μέχρι το 1974. Ένα καλοσχεδιασμένο πλοίο, καλοτάξιδο, με βαθειά καρίνα και αρκετά γρήγορο.

Αργότερα μαθητής των τελευταίων τάξεων του εξαταξίου Γυμνασίου, το θυμάμαι δεμένο στο λιμάνι του Βόλου, αφού η δράση του είχε σταματήσει τον Οκτώβριο του 1974. Είχε ακουστεί τότε, ότι θα γίνει πλωτό εστιατόριο αλλά… πήρε πολύ άδοξα τον δρόμο της διάλυσης, όπως και κάθε τι ωραίο… Έτσι και αυτό, είχε το τέλος του!

Ωστόσο μέσα μου θα μείνει αυτή η αξέχαστη πορεία του και το ερωτικό πέρασμά του, όπως θα μας έλεγε και ο ασυμβίβαστος Γιάννης Σκαρίμπας. Ντυμένο στα λευκά του, με το πλωριαίο καμαρωτό έμβλημά του, τον Κύκνο, που από μακριά τον διέκριναν οι θαυμαστές του. Το “βλέπω” να περνάει απέναντι από τα παράλια της Μαγνησίας, του Νοτίου Πηλίου, από την αμμουδιά του Μικρού και να γίνετια ένα, με το ανήσυχο πέλαγος του Αιγαίου!

Ώσπου   το “χάνω” από τα μάτια μου και εκείνο, σαν ένα μικρό σημάδι, σιγά-σιγά εξαφανίζεται. Αυτή είναι η μοίρα των πλοίων και των ναυτικών, να φεύγουν μακριά, να πιάνουν λιμάνια, να γνωρίζουν άλλους τόπους, αλλά και όλων εμάς των “παιδιών” που μεγαλώνουμε και όλο μεγαλώνουμε. Και από την απέραντη εκείνη αμμουδιά των παιδικών μου ανέμελων χρόνων, νιώθω σιγά-σιγά να έρχεται το σούρουπο… που η δύναμη της μνήμης και της θύμησης, ίσως και της θέλησης το παρατείνουν… για αργότερα.