Θυμάμαι τον Γιώργο. Γνωριζόταν με τη Γεωργία, γειτονοπούλα του, ομορφούλα, νοικοκυρούλα. Οι γονείς τους ήξεραν την σχέση τους. Συμφωνούσαν. Τα παιδιά τους έκαναν παρέα με την έγκρισή τους, ακόμη και τα βράδια. Μαζί φυσικά με άλλους, παλικάρια και κοπέλες. Ήταν σαν αρραβωνιασμένοι. Σεμνά όμως πράματα. Όχι ακρότητες.
Ο Γιώργος ήταν ψηλός, ξανθός, γεροδεμένος, συνετό παιδί, όμορφο παλικάρι. Καμάρι των γονέων του. Είχε λογιστικό γραφείο στην οδό Αγ. Δημητρίου, στη Θεσσαλονίκη. Δεν είχε πολλή δουλειά. Ήταν στην αρχή ακόμη. Όμως οι προοπτικές ήταν ευοίωνες. Η Γεωργία ήταν μετρίου αναστήματος, καστανή, συνετή κοπέλα. Είχε απλώς τελειώσει το εξατάξιο γυμνάσιο. Προίκα σπουδαία δεν είχε. Είχε όμως την ομορφιά της, τη σύνεσή της και την καλοσύνη της για αντιστάθμισμα. Έρωτας σοβαρός μεταξύ τους δεν φαινόταν να υπάρχει. Μόνο αμοιβαία έλξη, σύνεση και εκτίμηση του ενός προς τον άλλο.
Ένα απόγευμα Κυριακής στη συνηθισμένη τους παρέα, σε ταβερνούλα της Άνω Πόλης , εμφανίστηκε μαζί με μια φίλη της η Μαρία. Ήταν περαστικές. Τη φώναξε η Δέσποινα, από την παρέα, που την γνώριζε. Όταν η Μαρία τούς πλησίασε, έφεξε και άστραψε ο τόπος από το χαμόγελο και από την ομορφιά της . Ήταν και κάπως προκλητικά ντυμένη. Τα παλικάρια έμειναν με το στόμα ανοιχτό. Τα μάτια τους καρφώθηκαν επάνω της. Τα κορίτσια ζήλεψαν και δυσαρεστήθηκαν. Μερικές ξερόβηξαν.
Ήτανε πανέμορφη,
ψηλή, σπαθάτη,
κι είχε κι ένα μάτι
π’ ανάθεμά τη!
Ο Γιώργος ιδίως έπαθε την πλάκα του. Δεν ξεκολλούσε τα μάτια του από επάνω της. Θαρρείς τον μάγεψε. Η Γεωργία τον έσπρωξε θυμωμένη. Κεραυνοβόλος έρωτας . Οι δύο περαστικές φίλες ήταν βιαστικές. Δέχτηκαν ένα κέρασμα και έφυγαν. Καθώς έφευγαν η όμορφη Μαρία, ανταποκρινόμενη στο ενδιαφέρον του Γιώργου, του έριξε μια πονηρή ματιά . Όταν αργότερα σηκώθηκε και η παρέα για να φύγουν, οι κοπέλες ήταν πολύ θυμωμένες με τη συμπεριφορά των καβαλιέρων τους. Στον δρόμο ξεχώρισαν κάπως από τα αγόρια και κουτσομπόλευαν μεταξύ τους.
– Δεν ντράπηκαν… Πώς την κοίταζαν! Σαν ξελιγωμένοι. Τρέχανε τα σάλια τους…
– Μμ χαρά στην ομορφιά της… Καλέ, εγώ την ξέρω καλά. Μένει στην Τούμπα. Είναι μια… Τρεις γκόμενους έχει αλλάξει μέχρι τώρα, είπε η Δέσποινα.
-Αλήθεια; Για πες μας , για πες μας…
Πάντως ο Γιώργος δεν μπόρεσε να τη βγάλει από το μυαλό του. Έκοψε με το μαχαίρι τη σχέση του με τη Γεωργία, την ομορφούλα νοικοκυρά, τη συνετή κοπέλα. Και άρχισε να ζητά πληροφορίες για τη Μαρία. Την αναζήτησε. Πήγε στην Κάτω Τούμπα, έψαξε, βρήκε το σπίτι της και τη ζήτησε από τη μητέρα της! Πατέρας δεν υπήρχε. Η Μαρία ήταν πρόθυμη. Τον ήθελε τον Γιώργο. Η μητέρα της κι ένας θείος της, αδερφός της μητέρας, στην αρχή ήταν επιφυλακτικοί. Όταν όμως αργότερα πήραν πληροφορίες για το πρόσωπο του Γιώργου και γνώρισαν και τους γονείς του, συμβιβάστηκαν. Του Γιώργου οι γονείς είχαν αντιρρήσεις.
-Βρε παιδί μου, ακούμε ότι η κοπέλα δεν είναι και τόσο καλής διαγωγής…
Αγρίεψε ο Γιώργος. Μάλωσε με τους γονείς του. Έφυγε και εξαφανίστηκε. Δυο εβδομάδες κοιμόταν σε σπίτι φίλου του. Οι γονείς του πήγαν και τον βρήκαν στο γραφείο του, στην οδό Αγ. Δημητρίου. Συζήτησαν. Ήταν αμετάπειστος. Τους έλεγε ότι, αν δεν συμφωνήσουν, δεν θα ξαναπατούσε στο σπίτι. Αναγκάστηκαν να συμβιβαστούν κι αυτοί ελπίζοντας για το καλύτερο. Συναντήθηκαν οι συμπέθεροι. Έδωσαν τον λόγο τους για τα παιδιά τους. Όμως φαίνεται ότι όλα όσα κακά λέγονταν για τη Μαρία ήταν αλήθεια. Γιατί ένας παλιός της φίλος, ο Διαμαντής, που ήταν ακόμη ερωτευμένος μαζί της, ήρθε ένα βράδυ, μετά τα μεσάνυχτα, μεθυσμένος κάτω από το παράθυρο του Γιώργου και τραγουδούσε ένα παλιό τραγούδι.
Να το χωρέσει η κούτρα σου,
δεν είναι για τα μούτρα σου,
την γκομενίτσα δεν θα μου τη φας.
Ο γάμος έγινε σύντομα, τη μεθεπόμενη Κυριακή. Ήτανε τέλος καλοκαιριού. Τόσο βιαστικός ήταν ο γαμπρός.
– Μη χάσει το κελεπούρι… μουρμούριζαν μεταξύ τους οι γονείς και οι άλλοι συγγενείς του, που δεν είχαν καλές πληροφορίες για την οικογένεια της νύφης.
Συγχαρητήρια μετά τον γάμο, χειραψίες, ευχές… Όλα όμως ήταν κρύα, θαρρείς προσποιητά. Ακόμη και οι συγγενείς της νύφης φαίνονταν σαν δυσαρεστημένοι. Και στο γαμήλιο τραπέζι, στο εξοχικό κέντρο, το βράδυ, μια ψυχρή ατμόσφαιρα επικρατούσε. Έλειπε η αυθόρμητη χαρά. Αλλά, παράξενο, ακόμη και η νύφη δεν φαινόταν και τόσο ενθουσιασμένη. Και οι συμπέθεροι, που είχαν καθίσει σε χωριστά τραπέζια, δεν πολυμιλούσαν μεταξύ τους. Κρύος γάμος. Και οι καλεσμένοι έφυγαν κάπως νωρίτερα. Δεν ξενύχτησαν. Ένα κακό προαίσθημα κυριαρχούσε.
Και το προαίσθημα βγήκε αληθινό. Τρεις μήνες μόνο έζησαν μαζί ο Γιώργος με τη Μαρία. Και όλο μάλωναν. Δεν τα έβρισκαν. Ώσπου ο Γιώργος έφυγε ξαφνικά στη Γερμανία και εξαφανίστηκε. Πέρασαν δύο χρόνια για να μάθουν οι γονείς του πού βρίσκεται. Και τελικά έμεινε εκεί, στη ξένη χώρα, ανύπαντρος, γεροντοπαλίκαρο. Στους γονείς του έμεινε πίκρα ισόβια. Αλλά και οι συγγενείς της νύφης έδειξαν δυσαρέσκεια. Έβριζαν τον γαμπρό τους και τον αποκαλούσαν αχαΐρευτο. Η Μαρία, στον κόσμο της. Βρήκε η ξελογιάστρα κάποιον με τον οποίο συζούσε.
Όμως και η φουκαριάρα η Γεωργία δεν ευτύχησε. Παντρεύτηκε, μάλλον με το ζόρι, έναν αγροίκο. Το πρώτο πρωί μετά τη νύχτα του γάμου τους, όπως φημολογούνταν στη γειτονιά, ο γαμπρός σηκώθηκε, τεντώθηκε, χασμουρήθηκε, φταρνίστηκε, ρεύτηκε, βγήκε με τις πιτζάμες στο μπαλκόνι, καθάρισε τον λαιμό του και έφτυσε, ξεμυξίστηκε, αερίστηκε… Η Γεωργία τον σιχάθηκε. Δεν τα πηγαίνανε καλά. Και όλο πήγαινε στη μάνα της, την αγκάλιαζε και έκλαιγε.
Τόσο μπορεί η εξωτερική ομορφιά να πλανέψει κάποιον.