Του φιλόλογου Ζαχαρία Καραταράκη

Ζούμε μια στιγμή ανασφάλειας και αβεβαιότητας. Η πανδημία φαίνεται ότι μας βρήκε απροετοίμαστους και ο φόβος κυριαρχεί, αφού η επιστήμη παρά την μεγάλη προσπάθεια που γίνεται παγκόσμια, ακόμη δεν είναι σε θέση να αναγνωρίσει και να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τον αόρατο εχθρό. Η ευθύνη επιμερίζεται και στον καθένα χωριστά, γιατί ούτε ο εφησυχασμός ούτε ο πανικός δικαιολογούνται.

Παρόμοιες απειλές στην ανθρώπινη ιστορία υπήρξαν πολλές. Το 430 π.Χ. , δεύτερο έτος του Πελοποννησιακού πολέμου, στην πολιορκημένη Αθήνα εμφανίζεται μια επιδημία καταστροφική, ένας «λοιμός», που μας περιγράφει ο Θουκυδίδης στην ιστορία του, στο δεύτερο βιβλίο. Αρρώστησε και ο ίδιος, επομένως γνωρίζει πολύ καλά τη συμπτωματολογία και τις ευρύτερες επιπτώσεις. Σήμερα θεωρείται ότι ήταν πιθανόν τύφος. Η πρώτη εμφάνιση του ήταν ίσως στην Άνω Αίγυπτο (σημερινό Σουδάν), αλλά έπληξε με άγριο τρόπο την Αθήνα, γιατί μέσα στα τείχη είχε συγκεντρωθεί όλος ο πληθυσμός από την ύπαιθρο χώρα. Με μεθοδικότητα και πολλές λεπτομέρειες ο ιστορικός μας περιγράφει την κατάσταση, τον φόβο που κυριάρχησε και δικαιολογεί την επιλογή του να γράψει γι’ αυτό το γεγονός έχοντας στραμμένο το βλέμμα του στο αύριο, δηλαδή σε  ‘μας  «Γράφω ποια ήταν η πραγματική πορεία της νόσου και τα συμπτώματα, που αν τα εξετάσει κανείς θα μπορέσει με πολύ καλές γνώσεις να κάνει την διάγνωσή της σε περίπτωση που κάποτε ενδέχεται να ενσκήψει πάλι».

Κάποια σημεία της αφήγησης του Θουκυδίδη επιλέγω να δώσω παρακάτω συνιστώντας στους αναγνώστες, τις ώρες αυτές, να πάρουν το κείμενο και να το διαβάσουν.

«Το φοβερό της όλης αρρώστιας ήταν η απόγνωση, γιατί μην έχοντας οι άνθρωποι ψυχικά αποθέματα, απελπίζονταν αμέσως, πράγμα που συντελούσε πολύ περισσότερο στο να αφεθούν στην τύχη γιατί φροντίζοντας ο ένας τον άλλο μολύνονταν και πέθαιναν σαν τα πρόβατα….

Ωστόσο όσοι είχαν αναρρώσει ένοιωθαν περισσότερο οίκτο για τον ετοιμοθάνατο και τον άρρωστο, γιατί γνώριζαν περί τίνος πρόκειται και οι ίδιοι δεν φοβούνταν πια, επειδή η αρρώστια δεν χτυπούσε δυο φορές το ίδιο άτομο. Όλοι οι άλλοι τους μακάριζαν και οι ίδιοι μέσα στη μεγάλη χαρά της στιγμής έτρεφαν μια μάταιη ελπίδα ότι και στο μέλλον δεν θα πέθαιναν πια ούτε από άλλη αρρώστια….

Εξάλλου και οι ιεροί χώροι ήταν γεμάτοι από νεκρούς, αφού άνθρωποι πέθαιναν εκεί μέσα….

Καθένας έθαβε τους δικούς του όπως μπορούσε. Πολλοί έβαζαν πάνω σε ξένες πυρές τον δικό τους νεκρό, προλαβαίνοντας εκείνους που τις είχαν ετοιμάσει και έβαζαν κρυφά φωτιά. Άλλοι πάλι την ώρα που καιγόταν άλλος νεκρός, έριχναν πάνω σ’ αυτόν   όποιον κουβαλούσαν και έφευγαν».

Στη συνέχεια ο Θουκυδίδης μιλά για την ανατροπή όλων των αξιών. Κανένας νόμος Θεών ή ανθρώπων δεν στέκονταν εμπόδιο, γιατί έκριναν ότι σεβασμός και ασέβεια ήταν το ίδιο πράγμα, αφού όλοι πέθαιναν με τον ίδιο τρόπο.

Σήμερα ζούμε σε μιαν άλλη εποχή. Δυστυχώς όμως κάποτε το παρελθόν γίνεται μέλλον και η ανθρώπινη φύση δεν αλλάζει, ή αν αλλάζει κατά μεγάλα χρονικά διαστήματα το κακό και το καλό συνυπάρχουν μέσα μας. Το μόνο που μπορούμε ίσως να κάνουμε είναι να προσπαθήσουμε ώστε να αλλάξουμε την αναλογία τους. Για την ώρα μένουμε σπίτι με καλές ελπίδες.