«Στις εκλογές  περισσότερο από φίλους, χρειάζεσαι εχθρούς», υποστήριζε ο Φρανσουά Μιτεράν. Αν και φαίνεται παράδοξο, δεν παύει να είναι αυτονόητη ανάγκη.

Η χρησιμότητα του αντιπάλου είναι πολυσήμαντη. Και αυτό, γιατί επιτρέπει τη σύγκριση και την αντιπαραβολή των πρωταγωνιστών, αλλά και των πολιτικών που ο καθένας τους πρεσβεύει. Ο ανταγωνισμός αποκτά ουσιαστικό περιεχόμενο καθώς και το απαιτούμενο βάθος. Δεν παγιδεύεται σε μικροπολιτικές αντιπαραθέσεις και ρητορικούς παροξυσμούς. Ούτε προσφέρεται για εντάσεις και πολώσεις, για άσφαιρες επιθέσεις και ξεκατίνιασμα. Πόσο μάλλον για ιδεολογικές φορτίσεις, οι οποίες παραπέμπουν σε βεβαιότητες, αυταρέσκειες ακόμη και τύφλωση.

Η μάχη για την πολιτική κυριαρχία είναι αναμφίβολα μια σύνθετη και απαιτητική άσκηση. Η έκβασή της έχει κάποιες σταθερές. Οι αντικειμενικές συνθήκες και υποκειμενικές δυνατότητες κατέχουν κυρίαρχη θέση. Στη σωστή ανάγνωση της πραγματικότητας βρίσκεται πάντα το κλειδί της επιτυχίας.

Και κάτι άλλο εξίσου καθοριστικό: Ο αντίπαλος σε ωθεί στο να αναζητήσεις και να θεμελιώσεις μια εύστοχη και αποτελεσματική στρατηγική. Αρκεί βέβαια να τον ερμηνεύσεις σωστά, διερευνώντας όλα τα δυνατά και πρωτίστως τα αδύνατα σημεία του. Άλλωστε έτσι αποφεύγεις τον κίνδυνο των επιφανειακών προσεγγίσεων, που συνήθως σε οδηγεί σε άστοχες και απαίδευτες απλοποιήσεις.

Σε περιόδους κανονικότητας κερδίζει εκείνος που έχει τις προϋποθέσεις να προβάλλει τον εαυτό του στο μέλλον, κάνοντας τις αναγκαίες οριοθετήσεις έναντι των αντιπάλων του. Στον πολιτικό καμβά καταλαμβάνοντας τη σωστή θέση, εύλογο είναι να  διασφαλίζει ισχυρά πλεονεκτήματα. Με τον τρόπο αυτό αναδεικνύει τις διαφορές του. Τις καθιστά διακριτές και έντονες. Τις συνδέει με τις ανάγκες και απαιτήσεις της εποχής. Δείχνει ότι βρίσκεται σε αρμονία με αυτές, ενσαρκώνοντας μια σύγχρονη στρατηγική πρόταση για τα μείζονα προβλήματα της χώρας και της οικονομίας.

Η επίτευξη της πολιτικής κυριαρχίας προϋποθέτει την αξιοποίηση της αδυναμίας των ανταγωνιστών να εναρμονιστούν με το συνεχώς μεταβαλλόμενο οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό περιβάλλον. Φυσικό επακόλουθο είναι να τους εκθέτει και να τους ενοχοποιεί, εγκαλώντας τους ότι πολιτεύονται με τα εργαλεία του παρελθόντος, δίχως να έχουν κάνει τις απαιτούμενες αναπροσαρμογές στις πολιτικές τις οποίες πρεσβεύουν.

Έτσι δείχνοντας πως ο αντίπαλος μένει δέσμιος παλιών και αποτυχημένων συνταγών, έχει τη δυνατότητα να του απομειώσει  την απήχηση και αποδοχή που άλλοτε είχε. Και το κυριότερο  αμφισβητεί τη χρησιμότητα, την επικαιρότητα και εντέλει την αξία του. Με άλλα λόγια ο αντίπαλος προσφέρει δυνατότητες πραγματικής διαφοροποίησης. Ταυτόχρονα σε βοηθά να συγκριθείς μαζί του, ενεργοποιώντας αυτόματα τα αντανακλαστικά του εκλογικού σώματος.

Στον πολιτικό ανταγωνισμό, η αντιπαραβολή πρωτίστως των πρωταγωνιστών αποκτά καταλυτικό ρόλο. Εξίσου σημαντικό είναι και οι αποσκευές που φέρει ο καθένας μαζί του, η αφήγηση  για τη χώρα, το πολιτικό  σχέδιο, το στελεχικό δυναμικό και βέβαια η διαχειριστική ικανότητα.  Εξ ου και η  σύγκριση είναι αναπόφευκτη. Το ερώτημα ποιος μπορεί να εκφράσει τη χώρα σε μια συγκεκριμένη συγκυρία, τίθεται εκ των πραγμάτων. Ως εκ τούτου, στις εκλογικές αναμετρήσεις το δίλημμα της διακυβέρνησης καθίσταται καταλυτικό. Στο πεδίο αυτό, κρίνονται και αξιολογούνται οι συμμετέχοντες στη μάχη της κάλπης.

Στις διπλές εθνικές εκλογές φάνηκε πολύ καθαρά ότι το μεγάλο πλεονέκτημα του Κυριάκου Μητσοτάκη ήταν ο ΣΥΡΙΖΑ. Ο αντίπαλός του αποδείχθηκε ανήμπορος να ανταποκριθεί στις αυτονόητες ανάγκες της εποχής. Οι πολιτικές του απέπνεαν παρελθόν. Ο τρόπος που πολιτεύτηκε τα τελευταία τέσσερα χρόνια, τον έφερε σε δυσαρμονία με τις κυρίαρχες τάσεις του κοινωνικού σώματος. Η αδυναμία να συγκροτήσει μια σύγχρονη στρατηγική πρόταση για τη διακυβέρνηση του τόπου ήταν πασιφανής.

Ο Αλέξης Τσίπρας έμεινε δέσμιος της αδράνειας και της στασιμότητας. Τα στρατηγήματά του το επιβεβαίωσαν. Η διακηρυγμένη πρόθεσή του να μετεξελίξει τον ΣΥΡΙΖΑ σε φορέα της ευρύτερης κεντροαριστεράς, δεν απέκτησε πρακτικό αντίκρισμα.  Η κρίση αξιοπιστίας που αντιμετωπίζει το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης εξαιτίας της κυβερνητικής του θητείας αλλά και της αντιπολιτευτικής του πρακτικής συντήρησε το αντί ΣΥΡΙΖΑ κλίμα.

Με αντίπαλο έναν ανεπίκαιρο αλλά και ανερμάτιστο ΣΥΡΙΖΑ, ήταν εύλογο ο Κυριάκος Μητσοτάκης να αποκτήσει αέρα στα πανιά του, να επαναβεβαιώσει την κυριαρχία του, διευρύνοντας περαιτέρω την απήχησή του. Αλλά και να καταστεί για την πλειονότητα του εκλογικού σώματος, η  μοναδική πρόταση διακυβέρνησης. Φαίνεται καθαρά ότι η προσέγγιση του Φρανσουά Μιτεράν, περισσότερο από εύστοχη, είναι και χρήσιμη σε κάθε εκλογική αναμέτρηση.

 

*Ο Γιώργος Πανταγιάς είναι σύμβουλος Στρατηγικής και Επικοινωνίας, προέδρος και διευθύνων σύμβουλος της POLITY