Όποτε φεύγει για το αιώνιο ταξίδι κάποιος από τους τελευταίους ανθρώπους που βίωσαν τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και την Κατοχή, νιώθομε την απώλεια μιας ζωντανής μαρτυρίας αναντικατάστατης. Πιο έντονα, όταν αυτό γίνεται σε χώρους, όπου οι άνθρωποι τα έδωσαν όλα και κινδύνευσαν να ολοκαυτωθούν ή ολοκαυτώθηκαν.

Με τέτοια συναισθήματα αποχαιρετήσαμε πριν λίγες ημέρες τον Ζαχαρία Σηφάκη, μέλος στην αρχή της πρώτης αντιστασιακής οργάνωσης «Κρητική Επαναστατική Επιτροπή» και, μετά την εξάρθρωσή της, της ομάδας του Βασίλη Κονιού, με την οποία τον Οκτώβριο του 1944 έφτασε στο Ηράκλειο, απ’ όπου οι Γερμανοί έφυγαν, άλλοι προς την Οχυρά Θέση Χανίων και άλλοι προς τον ελλαδικό χώρο.

Ο Ζαχαρίας Σηφάκης ήταν στην Κατοχή μαθητής του Λυκείου στο Ηράκλειο και συχνά επισκεπτόταν στις φοβερές φυλακές τους φυλακισμένους συγγενείς και γείτονές του, δηλαδή τον θείο Παύλο και τα αδέλφια Μανόλη, Μιχάλη και Νίκο, του επικηρυγμένου υπεύθυνου των οικονομικών της «ΚΕΕ» δικηγόρου Γιώργου Κουτεντάκη, πρωταγωνιστή της Αντίστασης.

Η σχέση της οικογένειας του Ζαχαρία Σηφάκη, δηλαδή του Μανόλη και της Μαρίας Σηφάκη και των δύο παιδιών τους, Αντωνίας και Ζαχαρία, με την οικογένεια του δασκάλου Γιάννη Κουτεντάκη (πατέρα του Γιώργη Κουτεντάκη) ήταν στενότατη. Γι’ αυτό και στην ασφυκτική κύκλωση των Καστελλιανών (5 Φεβρ. 1942) και στις ιεροεξεταστικές ανακρίσεις όλων των κατοίκων του χωριού για την ανεύρεση του Γ. Κουτεντάκη, η μάνα και η αδερφή του Ζαχαρία (Μαρία και Αντωνία) τον έκρυψαν, ξαπλωμένο στο κρεβάτι της κουζίνας τους, τάχα άρρωστο και του γλίτωσαν τη ζωή με τεράστιο δικό τους κίνδυνο (βλ. Άννας Μανουκάκη, «Πολεμικά Ημερολόγια», Ηράκλειο 2011, σελ. 200-211).

Ο Ζαχαρίας είχε την «τύχη» να …δει στις 14 Ιουνίου 1942 τους 50 από τους 62 Μάρτυρες, την ώρα που τους περνούσαν από την κεντρική οδό του Ηρακλείου, φορτωμένους σ’ ένα φορτηγό, στη μέση των πάνοπλων Γερμανών φρουρών τους και τους οδηγούσαν στον τόπο της εκτέλεσής τους την ίδια μέρα, στην Ξεροκαμάρα.

Ο Ζαχαρίας Σηφάκης μετά την Κατοχή ήταν ο γραμματέας της Κοινότητας Καστελλιανών. Έζησε μια ζωή ενδιαφέρουσα αλλά και γεμάτη προσωπικές ατυχίες και καμάρωσε τα άξια παιδιά και εγγόνια του.

Κουβαλούσε στο μυαλό και στην ψυχή του όσα έζησε, όπως και όλοι οι τότε κάτοικοι του ηρωικού χωριού Καστελλιανά, που σήκωσαν μεγάλο βάρος εκείνη την επική και τραγική εποχή της πρώτης δυσκολότατης περιόδου της Κατοχής.

Όλων των εικόνων της μνήμης του Ζαχαρία Σηφάκη η τραγικότερη, ήταν ο αποχαιρετισμός των τριών Κουτεντάκηδων, του Μιχάλη, Μανόλη και Παύλου, πάνω από το φορτηγό, με το οποίο πραγματοποίησαν την τελευταία πορεία της ζωής τους (φυλακές – Ξεροκαμάρα), από τον κεντρικό δρόμο του Ηρακλείου, ο οποίος πήρε και το όνομά τους (λεωφόρος 62 Μαρτύρων).

Αυτή την ιστορία, που με συγκρατημένη συγκίνηση ο Ζαχαρίας Σηφάκης μού αφηγήθηκε (μεταξύ άλλων), θεώρησα καλό να διαβάσετε και εσείς, αγαπητοί αναγνώστες της εφημερίδας «Πατρίς». Για να μην μας αποσπούν τα προβλήματα της καθημερινότητας από την ιστορική μας μνήμη…

Η αφήγηση του Ζαχαρία Σηφάκη (Καστελλιανά, Αύγουστος 2004):

«Ήταν νομίζω Τσικνοπέμπτη. Ήμουν δεκαεννιά χρονώ, οργανωμένος στην οργάνωση Ραπτόπουλου, μαζί με τον Κονιό. Είχα μεταφέρει πολλά σημειώματα του Κονιού σε παράγοντες της εποχής, τρόφιμα στους φυγάδες του Τσουτσούρου κ.λπ.

Ήρθαν νύχτα οι Γερμανοί και κύκλωσαν το χωριό μας. Τους πρωτόδε η μάνα μου, χήρα από το 1928, που σηκωνότανε και ζευγοτάιζε. Το σπίτι μας είχε εσωτερική σκάλα που ανέβαινε στον οντά που κοιμόμουν. Δεν κούνησα.

Ακούω τα βήματα ενός Γερμανού που ανεβαίνει. Παίρνει τον αναμμένο λύχνο, γυρίζει στο δωμάτιο και έρχεται στο κρεβάτι μου:

-«Πόσων χρόνων είσαι;»

-«Δεκαεννιά».

-«Σήκω αμέσως».

Σηκώθηκα. Πήγαμε κάτω στο ρέμα, όπου ήταν όλοι μαζεμένοι. Βλέπω και τον Κουτεντάκη το Γιώργο με μια πετσέτα στον ώμο. Μας έφεραν ύστερα στου Παυλή, του προέδρου, το σπίτι, όπου ήταν και το γραφείο της Κοινότητας. Μας συγκέντρωσαν όλους κάτω από το γραφείο στο σοκάκι και ανεβαίναμε τρεις-τρεις προς ανάκρισιν. Θυμάμαι, ο παπα-Στελιανός ρωτήθηκε:

-«Είδες, γέροντα, τον Κουτεντάκη το Γιώργο;»

-«Μήνες έχω να τον δω».

-«Μα, είναι εδώ».

-«Αν είναι, να εκτελεστώ».

Ο Κουτεντάκης γλίτωσε με τη βοήθεια της μάνας μου, Μαρίας Σηφάκη, και της αδερφής μου, Αντωνίας Κονιού. Πήραν μετά τις ανακρίσεις δεκαπέντε άτομα. Εμάς μας άφησαν ελεύθερους. Τους πήγαν μετά στο Ηράκλειο. Μια μερίδα στο Τυμπάκι, που έφυγαν. Οι άλλοι κλείστηκαν στο Ατσαλένιο, στο στρατόπεδο της οδού Κλαζομενών.

Ήμουν μαθητής στο Λύκειο «Κοραής», στο Ηράκλειο. Κάθε Σαββατοκύριακο πήγαινα και τους έβλεπα. Ήταν καλά. Μάλλον δεν τον περίμεναν το θάνατο.

Εκείνη την ημέρα, Κυριακή απόγευμα, πήγα να τους δω. Συναντώ τον Νίκο. Και μου λέει:

-«Άστα, πήραν τους τρεις άλλους και πήγαν για εκτέλεση. Τρέχα να βρεις τον Παυλή τον Κουτεντάκη (Καρκαούτη) που έχει φιλίες με τσι Γερμανούς, να τσι σώσεις. Μένει στο Καμαράκι». …Κατεβαίνω από το Μεϊντάνι, περίπου στο αρωματοπωλείο του Γεωργαντά. Και τότε, ήταν πέντε έως έξι η ώρα απόγευμα, πέρασε ένα Τζέιμς γερμανικό και ήταν αυτοί στη μέση και γύρω-γύρω οι Γερμανοί με τα όπλα. Με είδαν και μου φώναζαν και οι τρεις:

-«Ζαχάρη, Ζαχάρη, πάμε».

Πάγωσα. Εξήντα χρόνια τώρα δεν μπορώ να φέρνω αυτή τη στιγμή στο μυαλό μου.

Τα χάσαμε όλοι μετά την εκτέλεση. Θρήνος και κακό. Όλο το χωριό το καλοκαίρι εκείνο ήταν σε άθλια κατάσταση. Ήταν επιφανείς και χρήσιμοι άνθρωποι.

Τον μικρό αδερφό τους, τον Νίκο, και τους άλλους Κατσοπρίνηδες τους άφησαν μετά από καιρό ελεύθερους».