Πριν 28 έτη, στις 23 Ιουνίου 1996, ο Ανδρέας Παπανδρέου έφυγε από κοντά μας. Με το σπουδαίο του έργο και την συνολική του παρουσία – και παρά τα λάθη και τις αντιφάσεις του – ο Ανδρέας σφράγισε όσο κανείς τη σύγχρονη πολιτική ιστορία του τόπου μας, φέρνοντας τους αποκλεισμένους στο προσκήνιο της πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής ζωής της Ελλάδας.

Ο Ανδρέας Παπανδρέου προέτασσε, πάντα, την εθνική ενότητα και πίστευε βαθιά ότι ο αγώνας για μνήμη και δικαιοσύνη αποτελεί δικαίωμα και χρέος της δημοκρατικής κοινωνίας, ασφαλιστική δικλείδα για το παρόν και εχέγγυο για το μέλλον της.

Στην ιστορική ομιλία του στη Βουλή για την αναγνώριση της Εθνικής μας Αντίστασης (17.8.1982) τόνισε χαρακτηριστικά: «∆εν θα ακολουθήσουμε μια εγκληματική διασπαστική τακτική, όταν μπορούμε σήμερα, επιτέλους, να θυμόμαστε με σεβασμό, τιμή και συγκίνηση το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο, το ΕΑΜ, το οποίο η συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού λαού είχε ακολουθήσει, την ΕΠΟΝ, τον Ελληνικό Λαϊκό Απελευθερωτικό Στρατό, τον ΕΛΑΣ.

Όταν μπορούμε να θυμόμαστε αυτά, δεν σημαίνει ότι υποβαθμίζουμε τον ρόλο του Ε∆ΕΣ, της ΕΚΚΑ, του 5/42, της ΠΕΑΝ, μα και κάθε ανοργάνωτου και αυθόρμητου Έλληνα πολίτη. ∆εν είναι τυχαίο ότι το Ζ’ ψήφισμα της 4ης Αναθεωρητικής Βουλής της 21ης Ιούλη 1946, με συντηρητική κυβέρνηση και νωπές τις μνήμες των ∆εκεμβριανών, δεν εξαίρεσε καμία οργάνωση, γιατί ήταν τότε νωπή η αλήθεια.

Εξαιρούσε, βέβαια, τα Τάγματα Ασφαλείας και τους δωσίλογους, που η χούντα ήλθε να αναγνωρίσει αργότερα σαν αντίσταση». Και συνέχισε ως εξής: «∆εν είναι μόνο η πολιτική θέληση που καθοδηγεί το χρέος μας, δεν είναι μόνο η ανάγκη να φανούμε συνεπείς προς τις υποσχέσεις μας, είναι κυρίως η εθνική επιταγή να αποδώσουμε στον ελληνικό λαό ένα μεγάλο ακόμα σύμβολο θυσιών και αγώνων που του ανήκει, ένα σύμβολο εθνικής ενότητας απαραίτητης όσο ποτέ άλλοτε για ένα λαό που αγωνίζεται να κατοχυρώσει την εθνική του ανεξαρτησία και να περιφρουρήσει την εδαφική του ακεραιότητα».

Είναι αλήθεια ότι την ιστορική πράξη της αναγνώρισης της Εθνικής Αντίστασης δεν ακολούθησαν ενέργειες διεκδίκησης των γερμανικών επανορθώσεων. Ίσως αυτό να οφείλεται στο γεγονός ότι ο Ανδρέας γνώριζε από πρώτο χέρι την επιμονή της Ο.Δ.Γ. να κρύβεται πίσω από τη Συνθήκη του Λονδίνου του 1953.

Ο Ανδρέας Παπανδρέου θέτει το ζήτημα στη Βουλή το 1990

Πάντως, αμέσως μετά την επανένωση της Γερμανίας (31.8.1990) και τη σύναψη της Συνθήκης 2+4 (Μόσχα, 12.9.1990), στις 27 Νοεμβρίου 1990, o Ανδρέας Παπανδρέου, Αρχηγός της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης, μιλώντας σε «συζήτηση προ ημερησίας διατάξεως, άρθρο 143 του Κανονισμού της Βουλής, προς ενημέρωση της Εθνικής Αντιπροσωπείας από τον Πρωθυπουργό κ. Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, για την εξωτερική και εσωτερική κατάσταση της Χώρας» θέτει το ζήτημα των γερμανικών οφειλών στη Βουλή των Ελλήνων.

Είπε χαρακτηριστικά ο Ανδρέας Παπανδρέου: «Μιλώντας για την ΔΑΣΕ και για τον Χάρτη των Παρισίων μπαίνει ένα ερώτημα, όχι μόνο των αποζημιώσεων των γερμανικών που πολλές φορές έχουν θέσει, αλλά και για το περίφημο δάνειο της Τραπέζης Ελλάδος προς τους Γερμανούς, στις δυνάμεις κατοχής, για το οποίο με έστειλε η κυβέρνηση του Γεωργίου Παπανδρέου να διαπραγματευθώ με τον Έρχαρτ το 1965.

Και η απάντηση που τότε είχα πάρει από τον Έρχαρτ, ήταν, ότι όταν υπογραφεί η ειρήνη, τότε θα πάρετε το δάνειο και τους τόκους. Νομίζω, πως έχουμε χρέος να το ζητήσουμε, όσο και αν δυσαρεστήσουμε τους συμμάχους και εταίρους».

Δύο εβδομάδες μετά (12.12.1990) ο Χαρίλαος Φλωράκης, εγκαινιάζοντας τον θεσμό της ερώτησης προς τον Πρωθυπουργό, επαναφέρει το θέμα υποχρεώνοντας τον Πρωθυπουργό Κωνσταντίνο Μητσοτάκη να παραδεχθεί ότι το ζήτημα παραμένει νομικά ανοιχτό δεδομένου, όπως τόνισε, ότι η Ελλάδα δεν υπέγραψε τη Συνθήκη 2+4. Ακολούθησε, στις 11.3.1991, μία βαρύνουσας σημασίας ερώτηση βουλευτών του ΠΑΣΟΚ (Ιωάννης Διαμαντίδης, Ευάγγελος Γιαννόπουλος, Δημήτρης Τσοβόλας, Κάρολος Παπούλιας και Αντώνης Ντεντιδάκης), προς τον Υπουργό Εξωτερικών «για τις ενέργειες της κυβέρνησης προκειμένου να αποδοθούν οι πολεμικές αποζημιώσεις από τη Γερμανία».

Στη συζήτηση αυτή ο Ιωάννης Διαμαντίδης παρουσίασε τεκμηριωμένα τις ελληνικές αξιώσεις, ανέλυσε την παρελκυστική πολιτική της Γερμανίας και στηλίτευσε την απραξία του Πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Μητσοτάκη λέγοντας χαρακτηριστικά: «Στο επίμαχο χρονικό διάστημα (σ.σ. των διαπραγματεύσεων για τη σύναψη της Συνθήκης 2+4) ο κ. Μητσοτάκης έκανε δύο επισκέψεις στη Γερμανία, το Μάιο και τον Ιούνιο του 1990 και δεν έθεσε το ζήτημα.

Σε σχετική ερώτηση του ιδίου δημοσιογράφου (σ.σ. Αλέξανδρου Κουτσομητόπουλου), γιατί η Ελλάς δεν έπραξε τίποτα, απάντησε ότι θα έπρεπε να σοβαρευτούμε.

Η Ελλάς δεν θα αλλάξει τη ροή του κόσμου. Αν οι μεγάλες δυνάμεις θέλουν να μην πληρώσει η Γερμανία αποζημιώσεις, δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα»!…

Η επίδοση της ρηματικής διακοίνωσης το 1995 κρατά την Ελλάδα στη διεκδίκηση

Συνεπής στην άποψή του, τέσσερα χρόνια μετά, ως Πρωθυπουργός, πλέον, ο Ανδρέας Παπανδρέου θέτει επίσημα το θέμα των γερμανικών οφειλών, ένα θέμα – αγκάθι στα πλευρά της πανίσχυρης Γερμανίας.

Στις 13.11.1995, μιλώντας στη συνεδρίαση της Κ.Ο. του ΠΑ.ΣΟ.Κ., ο Πρωθυπουργός Ανδρέας Παπανδρέου δήλωσε: «Θέλω επίσης να σας ανακοινώσω και επίσημα ένα θέμα που έχει πραγματικά ιδιαίτερη σημασία.

Έχει ληφθεί η απόφαση και το υπουργείο Εξωτερικών κινείται ήδη για να τεθεί επίσημα σε διακρατικό επίπεδο το θέμα του κατοχικού δανείου και των αποζη- μιώσεων, ένα θέμα ιδιαίτερα σημαντικό για τον ελληνικό λαό και τη χώρα μας.

Ενεργούμε με σοβαρότητα και υπευθυνότητα, σύμφωνα με τις αρχές του Διεθνούς Δικαίου. Και πιστεύουμε ότι με σωστούς χειρισμούς και καλή πίστη μπορούμε να βρούμε τη λύση με τη Γερμανία, εταίρο μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση».

Πράγματι, την επόμενη ημέρα, 14.11.1995, ο πρέσβης μας στη Βόννη Ιωάννης Μπουρλογιάννης-Τσαγκαρίδης επιδίδει ρηματική διακοίνωση στη γερμανική κυβέρνηση (Υφυπουργό Εξωτερικών Χάρτμαν) για τις γερμανικές οφειλές, την οποία απορρίπτει, λίγη ώρα μετά η γερμανική κυβέρνηση με ασυνήθιστο στα διπλωματικά χρονικά τρόπο, μη μπορώντας να κρύψει τον εκνευρισμό της, ίσως και το φόβο της για τις εξελίξεις.

Αναμφισβήτητα, η ρηματική διακοίνωση του 1995 ήταν μία πολύ σημαντική κίνηση σε διπλωματικό και νομικό επίπεδο, που πραγματοποιήθηκε την πιο κρίσιμη στιγμή και κρατά ανοιχτό το ζήτημα των γερμανικών οφειλών.

Λίγες μέρες μετά, στις 27.11.1995, σε συνεννόηση με τον Ανδρέα Παπανδρέου, ο Γιάννης Σταμούλης υποβάλλει αγωγή για την αποζημίωση των θυμάτων του Διστόμου, που έγινε δεκτή από το Πολυμελές Πρωτοδικείο Λειβαδιάς (υπ’ αριθμ. 137/1997 απόφασή του) και η οποία επικυρώθηκε και κατέστη αμετάκλητη με την υπ’ αριθμ. απόφαση 11/2000 της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου.

Μια ιστορική απόφαση της Ελληνικής Δικαιοσύνης, που, όμως, δεν έχει ακόμη εκτελεστεί, με ευθύνη των ελληνικών κυβερνήσεων από το 2000 έως σήμερα! Ο Ανδρέας Παπανδρέου είναι, ίσως, ο μόνος Πρωθυπουργός που διεκδίκησε, συνειδητά και αποφασιστικά, τις γερμανικές οφειλές.

Δυστυχώς, πέντε μέρες μετά την επίδοση της ρηματικής διακοίνωσης, στις 19.11.1995, εισήχθη βαριά άρρωστος στο Ωνάσειο… Παρά τα όσα διαδίδονται για να κάμψουν το φρόνημα του λαού μας οι αξιώσεις της Ελλάδας έναντι της Γερμανίας είναι «νομικώς ενεργές και δικαστικώς επιδιώξιμες» κατά την προσφυή έκφραση του τ. Προέδρου της Δημοκρατίας Π. Παυλόπουλου και ο αγώνας για τη διεκδίκησή τους είναι πιο επίκαιρος παρά ποτέ!

Είναι πράξη ανάδειξης της μνήμης και υπεράσπισης της ιστορικής αλήθειας απέναντι στους παραχαράκτες της Ιστορίας. Πράξη απόδοσης δικαιοσύνης, ανάκτησης της εθνικής ανεξαρτησίας, θωράκισης της δημοκρατίας από τη φασιστική απειλή και διαρκές διάβημα υπέρ της ειρήνης.

Ο δρ. Αριστομένης Ι. Συγγελάκης είναι οδοντίατρος – πολιτικός & διοικητικός επιστήμων, διδάκτωρ Εθνικού & Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών

aristomenis.syngelakis @gmail.com