Τα χρόνια της Ύστερης Τουρκοκρατίας και στις αρχές του 20ου αιώνα υπάρχουν πολλές ιστορίες ειρηνικής συνύπαρξης χριστιανών και μουσουλμάνων στην Κρήτη. Μια από αυτές περιγράφει ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Γιάννης Μουρέλλος στην εφημερίδα «Ανόρθωση» στις 15/5/1932. Πρωταγωνιστής ο άγνωστος μεγαλόκαρδος μουσουλμάνος Καστρινός, ο Αλή Ρεΐζης.

Στο πρωτοσέλιδο άρθρο, λοιπόν, ο Μουρέλλος αναφέρει: «Προχθές πέθανε ένας από τους λίγους παλιούς Τούρκους συμπολίτες μας που’ χαν απομείνει από την ανταλλαγή.

Ο Αλή Ρεΐζης ο Λιχνάς θα’ ταν ως ενενήντα χρονών και πάνω στο καμπουριασμένο του κορμί ο χρόνος πέρασε τους τελευταίους καιρούς πολύ κουραστικός, γιατί εκτός απ’ τους ώμους του βάραινε και την ψυχή με τη σιωπηλή μοναξιά, που τον περιέβαλλε άμα έφυγαν ο ομόθρησκοί του[…]».

Η καλοσύνη του εδράζονταν στην πίστη του, καθώς σε όλες τις δυσκολίες της ζωής, έλεγε: «Κισμέτ! Όλα παιδί μου, είναι κισμέτ!». Ο θάνατος της γυναίκας του, με την οποία έζησε αγαπημένα εβδομήντα χρόνια μαζί, τον τάραξε, γι’ αυτό δεν άργησε να την ακολουθήσει.

Ο Αλή Ρεΐζης είχε σώσει εκατοντάδες χριστιανούς κατά τη σφαγή της 25ης Αυγούστου 1898 και όταν ο Μουρέλλος του υπενθύμιζε την ανθρωπιά του και τον αλτρουϊσμό του, ο ντροπαλός καλοκάγαθος Τούρκος απαντούσε: «Μα, μπέη μου, τ’ ότι έκαμα δεν το ‘καμα για το χατίρι των χριστιανών[…]

Για το χατίρι του Αλλάχ που προστατεύει όλο τον κόσμο και που στέλνει τον ήλιο ντου σε όλους, χωρίς να εξετάζει άνε φωτιστούνε χριστιανοί ή Τούρκοι. Ο ήλιος είναι για όλους και η αγάπη του Ραμπή  για όλους μας, γιάντα να σκοτωνόμαστε;».

Μια άλλη φορά και συγκεκριμένα το 1897 έκλεισαν οι πόρτες του Μεγάλου Κάστρου και αποκλείστηκαν πολλοί χωρικοί. Απελπισμένοι και αποκλεισμένοι οι χριστιανοί της υπαίθρου δεν μπορούσαν να επιστρέψουν στα σπίτια τους ούτε να ειδοποιήσουν τους δικούς τους. Τότε ο φτωχός Ρεΐζης είδε έναν ηλικιωμένο Ρογδιανό που καθόταν στον Κούλε, αγνάντευε τη θάλασσα και αναστέναζε.

Όταν τον ρώτησε τι συμβαίνει, τού απάντησε ότι ήθελε να πάει στο Παλιόκαστρο και τον παρακάλεσε να τον μεταφέρει με το καΐκι του. Συμφώνησαν να τον μεταφέρει με τη γυναίκα του, παίρνοντας ως αμοιβή μια πατανία. Όταν ήρθε η ώρα της επιβίβασης, εκτός της ηλικιωμένης συζύγου εμφανίστηκε και ένας… γάιδαρος. «Ιντάναι τούτοσές;», ρώτησε ο Ρεΐζης.

«Ο γάιδαρός μας» του απάντησε το ζευγάρι. «Θωρώ τονε. Μα γιολτζής (επιβάτης) είναι και του λόγου ντου; Δεν είναι στο παζάρι μας». Η γριά άρχισε να κλαίει και ο Αλή Ρεΐζης κατάλαβε ότι το ζευγάρι δεν θα έφευγε χωρίς το γάιδαρο. Δέχτηκε και με δυσκολία φόρτωσε το ζώο στο καΐκι. Το βράδυ έφτασαν στο Παλιόκαστρο.

Όταν πήρε την πατανία η ηλικιωμένη γυναίκα αναστέναξε, διότι ήταν φτωχοί και δεν είχαν άλλο κλινοσκέπασμα. Ο καλοκάγαθος μουσουλμάνος επέστρεψε την πατανία και έφυγε χωρίς να πληρωθεί.

Αυτή ήταν μια από τις πολλές ιστορίες καλοσύνης που πάντα τις συνόδευε το καλόκαρδο γέλιο του: «Χι, χι, χι». Ο Μουρέλλος καταλήγει αναφέροντας ότι στην τελευταία του κατοικία τον συνόδευσαν τέσσερεις- πέντε φίλοι και μέλη της οικογένειας Κόρπη.