Ο Άι Γιάννης Αμαρίου, λόγω της θέσης του στο πέρασμα από τον Ψηλορείτη στο Κέντρος και τις παραλίες του Πρέβελη, υπήρξε επίκεντρο και τόπος ανεφοδιασμού, περίθαλψης και τροφοδότησης των ανταρτικών, αντιστασιακών, καταζητουμένων και εγγλέζικων ομάδων.
Μια παρτίδα όπλων και πυρομαχικών απ’ αυτά που εκφορτώθηκαν στα Σακτούρια την κατοχή, ήλθαν στον Άι-Γιάννη Αμαρίου, για διανομή σε αγωνιστές της αντίστασης, με την παρέμβαση του Μανώλη Παπαδογιάννη και του Ζωιδαντώνη, σημαντικών στελεχών της αντίστασης, με έντονη δράση και παγκρήτιο κύρος.
Μέρος απ’ αυτά διανεμήθηκαν κρυφά στο σπίτι του Καλογεροστελιανού (Κατσαντωνιά), Προέδρου του χωριού, ο οποίος στα απομνημονεύματά του μας διασώζει αρκετές πληροφορίες. Σημειώνει: «Υπήρχε σκέψη να συγκροτηθεί ανταρτική ομάδα στο Κέντρος, από τα ξαδέλφια μου Κυριάκο και Στέλιο Κατσαντώνη (Μπελιβάνηδες) από τους Γουργούθους, που ήταν στην ανταρτική ομάδα του Πετρακογιώργη. Μετά από συνεννοήσεις ήλθαν να παραλάβουν τον οπλισμό ο νεαρός πρωτοξάδελφός μου, Γιάννης Κατσαντώνης (Βλατογιάννης) με μερικούς άλλους νεαρούς από το Άνω Μέρος. Τους δίνουμε όπλα και σφαίρες και ο Ζωιδαντώνης τους δίνει και το δικό του Μάνλιχερ. Μου έλεγε μάλιστα, συναδέλφι (ο πατέρας μου είχε βαπτίσει αδελφό του), δώσε και το δικό σου, αφού έχουν ανάγκη, μα εμείς θα φέρουμε άλλα και θα κρατήσεις απ’ αυτά. Όχι συναδέλφι δεν μένω εγώ χωρίς τουφέκι μέσα στην κατοχή, όταν ξαναφέρουμε θα το δώσω, του απαντώ. Και πράγματι δεν μπορέσαμε να ξαναφέρουμε. Μην ξεχάσετε πως σας έδωσε όπλα ο Άι-Γιάννης την κατοχή, έλεγα στους Ανωμεριανούς ντεληκανήδες, πειράζοντάς τους. Τα παίρνουν και φεύγουν προς τον ποταμό. Σε λίγη ώρα ακούμε πυροβολισμούς από τους λάκκους του Ντουλούπο. Οι νεαροί έπαιζαν στο σημάδι. Ο Παπαδογιάννης εξοργίζεται. -Ξάνοιξε τα τροζόγλανα ήτα κάνουν. Ν’ ακούσουν οι Γερμανοί τους πυροβολισμούς και να κάψουν το χωριό.
Αργότερα ο Παπαδογιάννης μου λέει: Πήγαινε σφαίρες στους Βοσκάκηδες στη Νίθαυρη, γιατί έχουν έλλειψη. Βάζω στο ντορβά μερικές εκατοντάδες από τις δικές μου και φεύγω με την ψαρή φοράδα μου. Κάτω από τη Νίθαυρη σε μια στροφή του δρόμου χωρίς να τους αντιληφθώ από μακριά, συναντώ Γερμανικό απόσπασμα του φυλακίου του Φουρφουρά. Δεν μπορώ να διαφύγω. Διατηρώ την ψυχραιμία μου για να μην δείχνω σαστισμένος, αγχωμένος, αμήχανος. Προσπαθώ να μην σκέφτομαι αυτό που συμβαίνει, για να μην φαίνεται αγωνία, ανησυχία, στο πρόσωπό μου. Πλησιάζουν. Τους χαιρετώ κεφάτα. Με αναγνωρίζουν ως Πρόεδρο του Άι-Γιάννη. Παριστάνω τον χαρούμενο που τους συναντώ. Καμαρώνουν την περιστερή φοράδα με τον τοξωτό λαιμό, την πλούσια χαίτη και τα πλουμιστά σελοσκαλοχάλινά της. Η φοράδα ξιπάτε, αγριεύει βλέποντάς τους, χτυπά τα μπροστινά της πόδια, θέλει να φύγει. Προσπαθώ να τη συγκρατήσω, σφίγγω το χαλινάρι και την πιέζω στην κοιλιά με τις σκάλες για να καταλάβει να είναι ήσυχη, γιατί με τις μετακινήσεις και τα μεταπατήματά της ακουγόταν ο μεταλλικός ήχος από τις σφαίρες. Επιδιώκω να τους έχω μπροστά μου να μην πλησιάσουν πίσω σ
τη φοράδα, που ήταν οι σφαίρες και συγχρόνως τους μιλάω δυνατά για να μην ακούνε το μεταλλικό ήχο που έκαναν. Αστειεύομαι μαζί τους, κάνω κινήσεις χαιρετισμού με τα χέρια, παριστάνοντας τον αδιάφορο. Εκείνοι χαϊδεύουν τη φοράδα, ακουμπούν στον ντορβά, χωρίς να αντιληφθούν το περιεχόμενο του. Έτσι σε λίγο με την ψυχή στο στόμα, ανακουφισμένος, χαιρετιόμαστε και συνεχίζω το δρόμο μου, διηγούμενος στη συνέχεια στους Βοσκάκηδες το κακό συναπάντημα, που αποσβολωμένοι από το γεγονός μου έλεγαν, πόσο ήθελε Στελιανέ να μην έχουμε ξανασμίξει και θα έκαιγαν και τη Νίθαυρη».
Για τους αγωνιστές της Αντίστασης φαίνεται, ο θάνατος δεν ήταν ό,τι χειρότερο μπορεί να συμβεί στον άνθρωπο, διαφορετικά δεν μπορούν να δικαιολογηθούν οι τόσο ριψοκίνδυνες ενέργειές τους, η ψυχραιμία, το θάρρος, η τόλμη, η γενναιότητα, η αυτοθυσία, η αυταπάρνηση, ο ύψιστος κίνδυνος στον οποίο έβαζαν ανυστερόβουλα και ανιδιοτελώς, τη ζωή της οικογένειάς των και τη δική τους.
*Ο Ευτύχιος Σ. Καλογεράκης είναι διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών