Στις 6 Ιουλίου 1943, ο Μιχάλης Σταυρακάκης, φοιτητής του Πολυτεχνείου Αθηνών, μετά το β΄ σαμποτάζ του αεροδρομίου Καστελλίου, (4-5 Ιουλίου 1943), εκτελείται στο Μετόχι Βιστάκη στη θέση Ξηροπόταμος Ηρακλείου με άλλους 18 πατριώτες.
Ο Γερμανός Διοικητής Κρήτης είχε διατάξει την εκτέλεση 50 ανδρών (20 από τον νομό Ηρακλείου, 10 από τον νομό Ρεθύμνου και 20 από τον νομό Χανίων).
Ως αιτία της εκτέλεσης για τον 25ετή Μιχάλη Σταυρακάκη, στο έγγραφο της εκτέλεσης αναγράφεται: «Σταυρακάκης Μιχαήλ, του Στυλιανού γεννηθείς το 1917 στο Καστέλλι, κάτοικος εκεί, ανύπαντρος, ζωηρή εχθρική προπαγάνδα, ύποπτος κατασκοπείας».
Ο Μιχάλης Σταυρακάκης ήταν γιος του Στυλιανού (από τα Πεζά) και της Αικατερίνης (το γένος Σακορράφου) ανιψιάς του Γεωργίου Σακορράφου από τον Άγιο Κωνσταντίνο Ρεθύμνου. Ο Γεώργιος Σακόρραφος ήταν Γενικός Αρχηγός Ρεθύμνου, στη Μεγάλη Ελληνική Επανάσταση 1821-1828.
Για τον Γεώργιο Σακόρραφο, ο Παναγιώτης Κριάρης γράφει: «..η Διοικητική Επιτροπή της Γραμβούσης κατόπιν της υπ. αριθ. 16130 διακηρύξεως περί της Εθνικής Διοικήσεως περί εκλογής πληρεξουσίων εκ διαπρεπεστέρων της Κρήτης αγωνιστών, εξέλεξεν τον Γεώργιον Σακόρραφον μετά του υιού του Μενελάου, πληρεξούσιους δια την εν Άστρει Εθνικήν των Ελλήνων Συνέλευσιν.
Η καθόλα γόνιμος εκεί συνεργασία, η πνευματική του ετοιμότης η οποία συνδυαζόμενη με την παροιμιώδη του ανιδιοτέλειαν και τον εμφύτως θαρραλέον του χαρακτήρα, ο οποίος τον ανεβάζει εις το επίπεδον του τιμίου αντιπάλου, ώθησαν την Συνέλευσιν εκείνην να προτείνει ως Κυβερνήτη της Ελλάδος τον εν Ρεθύμνη Αρχηγόν Γεώργιον Σακόρραφον αντί του Ι. Καποδιστρίου…»1
Τα αδέρφια του Μιχάλη ήταν ο Ιάσονας, (κυνηγήθηκε ανελέητα από τους Γερμανούς μετά την εκτέλεση του Μιχάλη ως τη φυγάδευσή του στη Μέση Ανατολή), ο Σοφοκλής (γιατρός), η Γεωργία (Μπολιά), η Ελένη (Κουμεντάκη, δασκάλα) και η Μαρία (Χαραλαμπάκη).
Το σπίτι τους ήταν στο κέντρο του Καστελλίου Πεδιάδος. Την εκτέλεση του Μιχάλη Σταυρακάκη ακολούθησε διαταγή του Γερμανού Διοικητή του Καστελλίου Ταγματάρχη Τροστ προς τους οικείους του, αφού παραλάβουν ότι μπορέσουν από την οικοσκευή τους, να απομακρυνθούν άμεσα από το Καστέλλι. Στη συνέχεια, άντρες της καταναγκαστικής εργασίας (δεκαπενταμερίας), πήραν οδηγίες και έχτισαν με τούβλα τις πόρτες και τα παράθυρα του σπιτιού κι έτσι παρέμειναν ως το τέλος του πολέμου. Ο πατριάρχης της οικογένειας Στυλιανός, είχε πεθάνει πριν τον πόλεμο.
Ο ένας γιος ο Σοφοκλής, ήταν στην Αθήνα γιατρός. Ο άλλος γιος ο Ιάσονας, κατέφυγε στην Ομάδα του Αρχηγού Καπετάν Μανόλη Μπαντουβά και τον Δεκέμβρη του 1943 φυγαδεύτηκε στη Μέση Ανατολή. Η μητέρα με τις τρεις κόρες της, (Ελένη, Μαρία και Γεωργία), υποχρεώθηκαν να φύγουν και μετακινήθηκαν στο χωριό Πατσός Αμαρίου. Στην Πατσό, το 1941 είχε διοριστεί η Ελένη δασκάλα.
Ο Μιχάλης Σταυρακάκης σε μικρή ηλικία χτυπήθηκε από πολιομυελίτιδα με αποτέλεσμα να κουτσαίνει από το αριστερό του πόδι και να κρατά δεκανίκι. Αυτό δεν τον εμπόδιζε να συμμετέχει στα παιγνίδια των συνομιλήκων του, να παίζει ποδόσφαιρο, να μάθει βιολί, να γίνει άριστος μαθητής στο σχολείο, να αναπτύξει καλλιτεχνικές ιδιότητες.
Πριν τον πόλεμο, σχεδόν όλες οι πινακίδες των εμπορικών καταστημάτων του Καστελλίου είχαν φιλοτεχνηθεί απ’αυτόν. Διέθετε ως μαθητής Γυμνασίου μία φωτογραφική μηχανή. Τα χρόνια της κατοχής την χρησιμοποίησε φωτογραφίζοντας το αεροδρόμιο και διοχετεύοντας τις φωτογραφίες στο συμμαχικό στρατηγείο.
Την βραδιά του σαμποτάζ, ξημερώματα της 5ης Ιουλίου 1943, από την ταράτσα του πατρικού σπιτιού αγνάντευε το θέαμα. Έπεσε στην αντίληψη των κατακτητών, (ίσως από προδοσία) και την επόμενη ημέρα το πρωί τον συνέλαβαν.
Η αδελφή του Μιχάλη +Ελένη Σταυρακάκη – Κουμεντάκη, κάτοικος Ρεθύμνου, μας απέστειλε επιστολή για τον αδελφό της Μιχάλη και για τη δράση της οικογενείας της τα χρόνια της κατοχής. Η Ελένη Σταυρακάκη γράφει:
«Ήταν Ιούλιος, αρχές Ιουλίου 1943. Ήμουν ήδη διορισμένη δασκάλα στο μονοθέσιο Δημοτικό Σχολείο Πατσού Αμαρίου Ρεθύμνου. Μικρό ορεινό χωριό με 200-250 κατοίκους.
Διένυα το 3ο έτος του διορισμού μου. Τον Ιούλιο ως φυσικό, βρισκόμουν για διακοπές στον τόπο της καταγωγής μου με την οικογένειά μου. Οι Γερμανοί αλώνιζαν τον τόπο (Καστέλλι Πεδιάδος) σκορπώντας τον τρόμο και το θάνατο.
Από τους οικείους μου έλειπε μόνο ο μεγάλος μου αδελφός ο Σοφοκλής, γιατρός στην Αθήνα. Όλοι οι άλλοι στο σπίτι. Η μάνα μου, τα δυο μου αδέλφια ο Ιάσων και ο Μιχάλης και οι αδελφές μου Μαρία και Γεωργία. Τα αγόρια τελειόφοιτοι Γυμνασίου και λόγω του πολέμου σταμάτησαν τις σπουδές τους.
Ο Μιχάλης 25 ετών είχε κάνει εγγραφή στο Πολυτεχνείο Αθηνών με την ελπίδα ότι κάποτε θα συνέχιζε. Τότε επιτρέπετο αυτός ο τρόπος εισαγωγής στο Πανεπιστήμιο. Ο μικρός ο Ιάσων ήταν μόλις 18 ετών. Και οι δυο άριστοι μαθητές και τώρα λιοντάρια στο κλουβί.
Ο Μιχάλης σε λίγο χρονικό διάστημα έμαθε τη γερμανική γλώσσα και οι Γερμανοί τον χρησιμοποίησαν για ένα μικρό διάστημα ως διερμηνέα. Από το πόστο αυτό βοήθησε πάρα πολλούς ντόπιους σε πολλές περιπτώσεις και τους έσωσε τη ζωή. Ήταν ανάπηρος και δεν μπορούσε να φύγει. Είχε όμως μια φωτογραφική μηχανή, φωτογράφιζε κρυφά τα πάντα κατά των Γερμανών και το υλικό το παρέδιδε στο μικρό αδερφό Ιάσονα που είχε διασυνδέσεις με τους αντάρτες. Όμως κάποιος τους πρόδωσε και από κει άρχισε ο δικός μας οικογενειακός πόλεμος με τους κατακτητές Γερμανούς.
Το πρωί της Κυριακής 5 Ιουλίου του 1943 ξαφνικά μπήκαν Γερμανοί οπλισμένοι στο σπίτι και συνέλαβαν το Μιχάλη. Μέσα ήταν και ο Ιάσων που όμως πρόλαβε και έφυγε από την πίσω πόρτα του σπιτιού που έβγαινε στα χωράφια. Οι Γερμανοί άρχισαν να ψάχνουν όλο το σπίτι. Εμείς παγωμένοι παρακολουθούσαμε. Ο μικρός ο Ιάσονας δεν είχε προλάβει να απομακρυνθεί.
Πανέξυπνος όπως ήταν αντελήφθηκε το κυνήγι των Γερμανών κι αντί να τρέξει άρχισε αργό περπάτημα χωρίς να γυρίσει να κοιτάξει πίσω του. Με κομμένη την ανάσα παρακολουθούσαμε τη σκηνή. Ο χρόνος δεν περνούσε. Ο μικρός μας φαινόταν πως είχε καρφωθεί στο έδαφος. Όμως με τον τρόπο του αυτό οι Γερμανοί παραπλανήθηκαν και δεν τον κυνήγησαν. Όταν απομακρύνθηκε, όπως μας διηγήθηκε αργότερα, άρχισε να τρέχει και φθάνοντας στην Κασταμονίτσα παραδόθηκε στην ομάδα των ανταρτών. Έκτοτε δεν τον είδαμε.
Τον Μιχάλη τον πήραν με μερικούς άλλους χωριανούς ως καμουφλάζ και έφυγαν για το Ηράκλειο. Τρέξαμε ως του Δοξαστάκη την πλατεία και τον είδαμε και μας είδε για τελευταία φορά πάνω σ’ένα φορτηγό. Έβγαλε το ρολόι του και μας το πέταξε. Ήταν ο αποχαιρετισμός του. Έκτοτε δεν τον ξαναείδαμε. Τον εκτέλεσαν όπως μάθαμε αργότερα κάπου έξω από το Ηράκλειο, αλλά δεν μάθαμε ποτέ που. Όλοι οι άλλοι γύρισαν πίσω.
Επιστρέφοντας στο σπίτι τρέξαμε και κρύψαμε τη φωτογραφική μηχανή και στο δώμα πίσω από το σπίτι κάψαμε τα υλικά που χρησιμοποιούσε για την εμφάνιση των φωτογραφιών. Είχε ολόκληρο εργαστήριο και έκανε μόνος του ερασιτεχνικά τις εμφανίσεις. Στο απέναντι δώμα είδαμε ξαφνικά ένα πρόσωπο γνωστό να μας κοιτάζει. Ήταν ο προδότης. Εμείς οι τρεις αδερφές, σπεύσαμε και εξαφανίσαμε τα ίχνη τρομαγμένες.
Το απόγευμα εμφανίστηκαν δύο Γερμανοί στο σπίτι. Μας φώναξαν και μας απειλούσαν οργισμένοι. Μας συγκέντρωσαν στη σάλα. Καθίσαμε και οι τέσσερις (τρεις αδερφές και η μάνα μας), στριμωγμένες στον καναπέ κλαίγοντας και δυο γερμαναράδες οπλισμένοι μας φύλαγαν όλη τη νύχτα.
Πρωί – πρωί μας οδήγησαν στις Ελληνικές φυλακές του Καστελλίου, όπου παραμείναμε και όλη τη νύκτα. Την επομένη πρωί πρωί ήλθε μια μαθητριούλα της αδελφής μου (ήταν καλή μοδίστρα και είχε κορίτσια καλές μαθήτριες που τους μάθαινε την τέχνη) τρομαγμένη και μας ανακοίνωσε ότι ο Ιάσων έμαθε ότι μας είχαν κλείσει φυλακή κι έτρεξε να παραδοθεί στους Γερμανούς για να μας ελευθερώσει. Ευτυχώς που βρεθήκαμε σε Ελληνική φυλακή. Εγώ είχα από όλες περισσότερο θάρρος και κουράγιο. Έτρεξα αμέσως και έπεσα στα πόδια ενός χωροφύλακα και του λέω επί λέξη:
-Αν τρέχει στις φλέβες σου Ελληνικό αίμα τρέξε σε παρακαλώ να τον προλάβεις να μην παραδοθεί. Πείσε τον ότι εμείς δεν κινδυνεύομε. Το παιδί έτρεξε πράγματι, τον βρήκε έξω στα γραφεία της Κομαντατούρ και τον γύρισε πίσω. Στη συνέχεια μας κάλεσαν σε μια αίθουσα του κτηρίου των φυλακών. Εκεί ήρθαν 2-3 Γερμανοί αξιωματικοί με έναν διερμηνέα και άρχισαν την ανάκριση. Αφού μας είπαν οργισμένοι μερικά ακαταλαβίστικα γερμανικά, μας διέταξαν:
-Μέσα σε 12 ώρες να εξαφανιστείτε από το νομό. Σ’αυτές τις ώρες ότι μπορέσετε να πάρετε. Την επομένη, το σπίτι σας το καταλαμβάνομε για γραφεία δικά μας.
Μας άφησαν ελεύθερες και γυρίσαμε πίσω. Ποιος όμως από τους άνδρες φίλους ή συγγενείς τολμούσε να πλησιάσει να μας βοηθήσει; Κανείς!
Μόνο 2-3 μαθήτριες της αδελφής μου, πήραν ότι μπορούσαν στα σπίτια τους.
Ολόκληρο νοικοκυριό πολλών χρόνων, έπιπλα πιθάρια, βαρέλια, έμειναν εκεί. Εμείς γεμίσαμε ένα μπαούλο, 2-3 σακούλες ρούχα και τίποτα άλλο. Συγχρόνως έξω από το σπίτι 2-3 εργάτες, έχτιζαν οδόφραγμα. Μετά από δώδεκα ώρες έπρεπε να έχουμε εξαφανιστεί. Με φορτηγά, όπως μπορούσαμε φτάσαμε στο Ρέθυμνο. Από εκεί ειδοποίησα τη Σχολική Εφορεία και ήρθαν με 2-3 μουλάρια και μας παρέλαβαν, έξι ώρες διαδρομή.
Φτάσαμε και εγκατασταθήκαμε στο γραφείο του σχολείου 3Χ3 τ.μ. τέσσερις γυναίκες όπου παραμείναμε ως την απελευθέρωση.
Τη νύχτα κοιμόμασταν εκεί ασφαλείς και την ημέρα μας είχαν παραχωρήσει ένα σπίτι γιαπί όπου μαγειρεύαμε, δουλεύανε οι αδερφές μου ως μοδίστρες και ζούσαμε. Ο μισθός της δασκάλας ήταν από ελάχιστος έως μηδενικός, με τα λεφτά του Τσολάκογλου. Οι χωριανοί μας βοήθησαν αρκετά. Ήσαν άψογοι απέναντί μας. Στην αίθουσα του σχολείου κάναμε το μνημόσυνο, τα σαράντα του Μιχάλη. Η ζωή μας ήταν κόλαση. Το χωριό ορεινό, ανέβα κατέβα τις κακοτροχαλιές, χωρίς ηλεκτρισμό, χωρίς συγκοινωνία, χωρίς νερό στα σπίτια και καμιά είδηση από τα ζωντανά αδέλφια μου. Ο πρώτος κυκλοφορούσε στην Αθήνα με άλλο επίθετο. Ο Ιάσων μετά έξι μήνες έφυγε για τη Μέση Ανατολή.
Ένας σύνδεσμος από το αντάρτικο ήρθε επί τούτου και μας πληροφόρησε. Χαρήκαμε. Πάνω στο μήνα με καλεί η Γερμανική διοίκηση Ρεθύμνου να παρουσιαστώ. Κατέβηκα στο Ρέθυμνο θαρραλέα και αποφασισμένη για ότι προκύψει. Πέρασα πρώτα από το Γραφείο Επιθεωρήσεως. Επιθεωρητής ήταν κάποιος κ. Ευαγγελίδης, πολύ καλός. Έδειξε πολύ κατανόηση. Μου έδωσε ένα βοηθό του Γραφείου και μια φίλη και συνάδελδφός μου με παρακολουθούσαν από μακριά. Μπήκα στο γραφείο. Μια κοπέλα, Νίνα Κουκλινού έκανε το διερμηνέα. Ο Διοικητής μου ζήτησε να πω που βρίσκεται ο μικρός μου αδελφός. Όπως πληροφορήθηκα, είπε, βρίσκεται με τους αντάρτες. Αν δεν παρουσιαστεί, θα υποστούμε εμείς τις συνέπειες. Εκείνη τη στιγμή μετά από τόσες κακουχίες δε λογαριάζαμε το θάνατο. Του απάντησα και ειδοποίησα τη διερμηνέα
-Θα τα μεταφράζεις όπως τα λέω σε παρακαλώ. Κύριε Διοικητά. Χθες με ειδοποιήσατε, σήμερα ήρθα αμέσως. Κι εγώ και η μάνα μου και οι αδελφές μου είμαστε έτοιμες να θυσιαστούμε για τα ιδανικά μας και για τη ζωή του αδελφού μας. Δε γνωρίζομε που βρίσκεται αλλά ακόμα και να γνώριζα δεν θα σας το έλεγα. Χαίρομαι που με πληροφορείτε ότι βρίσκεται κάπου ή ζει.
Η Νίνα χλώμιασε.
-Λέγε! της λέω.
Τα μετάφρασε ακριβώς. Και τότε έγινε κάτι παράξενο που θα το θυμάμαι σ’όλη μου τη ζωή. Σηκώνεται ο αξιωματικός όρθιος σε στάση προσοχής και μου τείνει το χέρι.
-Σε συγχαίρω, μου λέει, με συγκινεί ο πατριωτισμός σου και η τόλμη σου. Στο εξής δεν θα σας ενοχλήσει κανείς.
Μένω άφωνη. Γύρισα στο χωριό μα ο αγώνας συνεχίζεται. Συχνά μας επισκέπτονται Γερμανοί και κάνουν συλλήψεις, Άγγλοι φυγάδες που τους κρύβουμε σε απόκρυφες σπηλιές. Τους κουβαλούσαμε τρόφιμα. Πηγαίνω παντού με τα λίγα αγγλικά μου. Όλοι με μια ψυχή προσφέρομε στον αγώνα ως την τελική νίκη.
Λίγα ακόμα λόγια για τον αδελφό μου τον Ιάσονα. Μετά από 6 μήνες στα κρητικά βουνά έφυγε για τη Μέση Ανατολή. Βρέθηκε στην Αίγυπτο για κάποια αποστολή με άλλους Έλληνες. Κάποια στιγμή, οι Άγγλοι ή οι Αμερικανοί, δεν θυμάμαι καλά, διατάζουν την ομάδα τους να λάβουν μέρος σε μια δύσκολη αποστολή που έπρεπε να κάνουν εκείνοι.. Τους έστελναν δηλαδή σαν πρόβατα στη σφαγή. Με πρωτοστάτη τον αδελφό μου επαναστάτησαν και αρνήθηκαν την αποστολή. Αυτό σήμαινε βαριά τιμωρία.
Τους έκλεισαν όλους στη φυλακή όπου κάποια στιγμή βρέθηκε στην Αίγυπτο ο Ελληνοαμερικανός κ. Κάλμερ (Καλημεράκης, από τον Άγιο Μύρωνα του Ηρακλείου), γυναικάδελφος του θείου μου του γιατρού Σακόρραφου. Είχε έλθει ως αντιπρόσωπος των Ελλήνων της Αμερικής και έφερνε βοήθεια για δεινοπαθούντες τότε Έλληνες. Ζήτησε τη λίστα των Ελλήνων κρατουμένων στη φυλακή και είδε το όνομα του αδελφού μου, Ιάσων Σταυρακάκης. Κατάλαβε περί τίνος επρόκειτο. Τον ανακάλυψε στο Σουδάν στις φυλακές ως βαρυποινίτη. Τον απελευθέρωσε, είχε τα μέσα, και τον φυγάδευσε στην Αμερική κοντά στο θείο όπου σπούδασε οικονομικές επιστήμες με ντοκτορά στη Γερμανία. Μιλούσε πέντε γλώσσες. Διορίστηκε στην πολυεθνική εταιρεία ΙΒΜ. Έφθασε σε υψηλά αξιώματα. Υπηρέτησε στο Μοντεβίδεο της
Ν. Αμερικής ως Γενικός Διευθυντής. Στην Αθήνα ως Γενικός Διευθυντής Ελλάδος-Κύπρου και κατέληξε στο Παρίσι ως Γενικός Διευθυντής Ευρώπης επί των πωλήσεων και απεστρατεύθη.
Αξίζει να σημειώσω ότι μετά τον πόλεμο γύρισαν οι αδελφές μου φυσικά στο Καστέλλι. Βρήκαν το σπίτι λεηλατημένο κυριολεκτικά. Έλειπαν ακόμα και τα παραθυρόφυλλα και τα κεραμίδια.
Ποιοι τα λεηλάτησαν; Απορία…2
´Ο Μιχάλης Στραυρακάκης στήθηκε στο εκτελεστικό απόσπασμα την αυγή της 6ης Ιουλίου 1943. Για να σταθεί όρθιος, δείχνοντας στους βάρβαρους εκτελεστές του ότι δεν τον έχει καταλάβει ο φόβος, πέταξε το δεκανίκι. Έτσι τον βρήκαν οι σφαίρες. Κι έπεσε ο Μιχάλης αιμόφυρτος στο ιερό χώμα της κρητικής γης. Δίπλα στο δεκανίκι του. Μπροστά από τους στρατιώτες της Βέρμαχτ. Που δεν λογάριαζαν ούτε γυναίκες, ούτε παιδιά ούτε γέροντες, ούτε ανάπηρους…
1 Π. Κριάρη, Ιστορία της Κρήτης, τόμος Β΄, τεύχ. Γ’, σελ. 551 και 576.
2 Ρέθυμνο, 28 Μαΐου 2008, Ελένη Σταυρακάκη-Κουμεντάκη, συντ/χος δασκάλα, αδερφή Μιχάλη Σταυρακάκη. Επιστολή προς Γ. Καλογεράκη, διδάσκαλο Καστελλίου Πεδιάδος Ηρακλείου ”περί αντιστάσεως της οικογενείας μου κατά των Γερμανών κατοχής της περιόδου του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου».
* O Γεώργιος Α. Καλογεράκης είναι δρ Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, διευθυντής Δημοτικού Σχολείου Θραψανού Πεδιάδος