Ο Αγησίλαος, σε εποχή προ κοροναϊού, είχε σοβαρό πρόβλημα στο αριστερό του μάτι. Οι γνωστοί του στο Ηράκλειο του σύστησαν έναν καλό οφθαλμίατρο στην  Αθήνα, να πάει να τον  εξετάσει. Με αεροπλάνο ταξίδεψε και την πρώτη νύχτα έμεινε σε ξενοδοχείο.

Την άλλη μέρα πρωί πρωί κατέβηκε να πάρει το λεωφορείο. Στο λεωφορείο είχε μεγάλο συνωστισμό. Με σπρωξίματα ανέβηκε. Εκεί κάποιος  αγενής από τους  καθισμένους τον έβρισε, γιατί πάτησε επάνω στο πόδι του που εξείχε.

– Πρόσεχε, ζώο! Με ξενύχιασες. Με φαρμάκωσες… Και λέρωσες και το παπούτσι μου…

Μέσα στον συνωστισμό και στο σπρωξίδι κάποια αυθάδης δεσποινίς, που την ακούμπησε κάπου χαμηλά με το χέρι του, χωρίς να το θέλει, και αυτής ο νους πήγε στο πονηρό, άρχισε να διαμαρτύρεται εναντίον του. Τον έφερε σε πολύ δύσκολη θέση. Ντράπηκε. Κάποιος  μάλιστα ψευτονταής πήρε τον λόγο να υπερασπίσει την δεσποινίδα.

– Σας ενόχλησε, δεσποινίς; Και κοίταζε τον Αγησίλαο αγριεμένος.

– Δεν ξέρω αν ήταν χωρίς να το θέλει…

Και ο Αγησίλαος  συγχισμένος  μουρμούριζε από μέσα του.

– Άλλο πάλι και τούτο…

Κάποια στιγμή είδε δεξιά του ένα άδειο κάθισμα. Και συγχισμένος  καθώς ήταν, χωρίς να προσέξει, κάθισε επάνω στο καπέλο  μιας  νευρικιάς κυρίας. Και το τσαλάκωσε άσχημα.

– Στραβομάρα! Στο καπέλο μου βρήκες να καθίσεις, κύριε; Την θέση την έχω πιασμένη για τον γέρο πατέρα μου. Αλλιώς θα καθόμουν εγώ η ίδια.

– Συγγνώμη. Δεν το πρόσεξα. Το καπέλο έχει το χρώμα του καθίσματος. Και μέσα στον συνωστισμό δεν διακρίνεται.

Και την στιγμή εκείνη, μέσα από το σπρωξίδι, ξεπρόβαλε ένα τρεμάμενο γεροντάκι, που τον κοίταζε χαμογελώντας ανόητα σαν χαζός και τον έσπρωχναν  προς το κάθισμα από πίσω οι άλλοι.

– Ο, συγγνώμη!  επανέλαβε ο Αγησίλαος. Και υποχωρώντας απρόσεκτα ξαναπάτησε τον πρώτο κύριο, που οργίστηκε και του μίλησε πολύ πιο άγρια αυτή την φορά.

– Ε, μα! Δεν υποφέρεσαι! Παλουκώσου σε ένα μέρος…

– Έχει μεγάλο συνωστισμό, κύριε…  Είχε θυμώσει τώρα και ο Αγησίλαος.

– Το βλέπουμε. Αλλά βλέπε κι εσύ πού πατάς…

Και με όλα αυτά ο Αγησίλαος τελικά αντιλήφθηκε ότι πέρασε την στάση στην οποία έπρεπε να κατέβει για τον οφθαλμίατρο. Διαμαρτυρήθηκε στον οδηγό.

– Εσείς, κύριε, έπρεπε να έχετε τον νου σας, του αποκρίθηκε εκείνος.

– Μέσα σε τέτοιο συνωστισμό;

– Γι’ αυτό  εγώ δεν φταίω.

Κατέβηκε στην επόμενη στάση. Και έπρεπε να περπατήσει αρκετά προς τα πίσω.

– Τι ζούγκλα είναι αυτή, Θεέ μου! Πώς ζουν οι άνθρωποι εδώ… Έπρεπε να πάρω ταξί. Τι τσιγκουνεύτηκα… συλλογιζόταν  περπατώντας. Και έκανε μια ζέστη! Μούσκεμα έγινε από τον ιδρώτα. Μόλις  προλάβαινε το ραντεβού στον γιατρό.

– Καλά που είχα την πρόνοια να ξεκινήσω, για καλό και για κακό, αρκετή  ώρα νωρίτερα, σκεφτόταν.