Ήταν Παρασκευή απόγευμα στις 23 του Μάη, όταν άρχισε ένας συστηματικός βομβαρδισμός της πόλης μας, ανελέητος και τόσο σκληρός, από τον οποίο ούτε ναοί, ούτε νοσοκομεία, ούτε ευαγή ιδρύματα είχαν εξαιρεθεί. Ήταν τόσο άγριος, ώστε νόμιζε ο καθένας ότι πρόκειται για τη συντέλεια του κόσμου.

Ήταν τόσο ουρανομήκεις οι καπνοί και οι φλόγες, καθώς και ο κονιορτός, τον οποίο προκαλούσαν οι διάφορες οικοδομές οι οποίες γκρεμίζονταν, κάτι που σίγουρα δυσχέραινε την αναπνοή σε συνδυασμό με τον εκ Λιβύης άνεμο, ο οποίος μετέφερε κόκκινη σκόνη από την Αφρική.

Όλα αυτά μαζί σκόρπιζαν φρίκη και απογοήτευση. Πολλοί ήταν οι Καστρινοί που κατέφυγαν στα διάφορα καταφύγια της πόλης μας με τις οικογένειές τους κατά τη δύση του ηλίου. Ένα τέτοιο καταφύγιο ήταν απέναντι από το Πανάνειο νοσοκομείο από το οποίο, πολλοί οι οποίοι είχαν καταφύγει εκεί, έβλεπαν τον βομβαρδισμό στο κέντρο της πόλης, καθώς και τον κονιορτό, όπως και τους καπνούς, μέσα από τους οποίους μόλις διακρίνονταν τα κωδωνοστάσια του Αγίου Μηνά. Ανάμεικτοι οι παρευρισκόμενοι στο καταφύγιο: Έλληνες, Άγγλοι, Αβησσυνοί και Άραβες στρατιώτες.

Σ’ αυτούς οι ιεροπραξίες διακόπηκαν από τις 20 έως τις 31 του Μάη. Για πρώτη φορά από τα εγκαινιά τους δεν έγιναν λειτουργίες σ’ αυτούς κατά τις εορτές – Κυριακές του Τυφλού, των Αγίων πατέρων και της Πεντηκοστής, κατά τις Δεσποτικές εορτές της Αναλήψεως του Σωτήρος και του Αγίου Πνεύματος.

Επίσης δεν έγινε λειτουργία κατά την Τετάρτη της αποδόσεως της εορτής του Πάσχα και κατά την εορτή των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης. Ακόμα ούτε στον εορτάζοντα ιερό Ναό του νεκροταφείου δεν έγινε Θεία Λειτουργία. Στην εορτή των Αγίων Πάντων στον Άγιο Μηνά λειτούργησε ο Μητροπολίτης Κρήτης Βασίλειος με τον τότε αρχιμανδρίτη Ευγένιο Ψαλιδάκη, με τον ιερέα του Αγίου Τίτου Παναγιώτη και με τον διάκονο Μιχαήλ.

Λειτούργησαν επίσης οι ιεροί ναοί της Αγίας Παρασκευής με τον αρχιμανδρίτη Διονύσιο και του Αγίου Παντελεήμονα με τον πατέρα Συμεών. Ο Άγιος Ματθαίος για τελευταία φορά λειτουργήθηκε στις 22 Μαΐου από τον οικονόμο αρχιμανδρίτη Ιάκωβο. Στις 23 Μαΐου έγιναν οι κηδείες των αξιωματικών Τζουλάκη και Μαρινέλλη από τον στρατιωτικό ιερέα του Αγίου Μηνά πατέρα Γεώργιο Κυπριωτάκη στον Άγιο Τίτο.

Επίσης, στις 24 Μαΐου από τον ίδιο ιερέα έγινε και η κηδεία του Ιωάννη Ψαρομανώλη. Ο πατήρ Γεώργιος ετέλεσε ένοπλος την κηδεία, διότι μετά μαζί με τον συνεφημέριό του Φώτιο έλαβαν τα όπλα κατά των Αλεξιπτωτιστών. Με λύσσα επεδίωξαν οι Βάρβαροι την καταστροφή του Αγίου Μηνά. Απ’ αυτόν καθοδηγούνταν οι αεροπόροι για να πετύχουν τους στόχους τους. Ενάντια στον Άγιο Μηνά, έριξαν δύο βόμβες. Η μια ήταν 500 κιλά και δεν εξερράγη, την έρριξαν δε στο μέσο της βόρειας πλευράς του Ιερού Ναού και καρφώθηκε σε μεγάλο βάθος, η άλλη έπεσε στη νότια πλευρά, προ της θύρας δια της οποίας εισέρχεται κάποιος εις τον νάρθηκα. Ούτε αυτή δημιούργησε προβλήματα στο οικοδόμημα του Ιερού Μητροπολιτικού Ναού.

Ενα λάκκο δημιούργησε στην αυλή και έτσι ο Άγιος Μηνάς έμεινε άτρωτος. Μόνο τα παράθυρα έπαθαν ζημιές και είναι αξιοσημείωτο ότι την πρώτη του Γενάρη 1942 σε τελούμενη αρχιερατική λειτουργία ο χιονιάς έμπαινε από τα σπασμένα παράθυρα του τρούλλου. Τέσσερις αλεξιπτωτιστές όταν εισήλθαν στην πόλη, κατέλαβαν τον ιερό ναό του Αγίου Μηνά, σύμφωνα με μαρτυρία του νεοκόρου του ναού, Ευάγγελου Φουρνιωτάκη, ο οποίος όταν οι Γερμανοί μπήκαν στο ναό, τους είδε να χτυπούν με το μανουάλι την πόρτα την κεντρική για να την σπάσουν.

Δεν το κατόρθωσαν όμως και μπήκαν από άλλο σημείο, ανέβηκαν στον γυναικωνίτη, έκαναν δύο περιπάτους σ’ όλη την εκκλησία και ανέχωρησαν, αφού ήδη είχαν αναρτήσει στο κωδωνοστάσιο την Γερμανική σημαία. Η σημαία έμεινε εκεί οκτώ ολόκληρους μήνες και την κατέβασαν οι ίδιοι οι Γερμανοί την πρώτη Αυγούστου, μεταφέροντάς την στο στρατηγείο τους. Σύμφωνα με πληροφορίες του Θεολόγου καθηγητή Ν. Παπαμιχαλάκη ο στρατιωτικός ιερέας Γεώργιος Κριτσωτάκης πυροβόλησε από την βορεινή θύρα του νάρθηκα έναν αλεξιπτωτιστή και τον άφησε νεκρό στην πλατεία της Αγίας Αικατερίνης. Δύσκολες στιγμές και εποχές. Χρόνια που ας ευχηθούμε να μην επανέλθουν. Τελειώνοντας το σημερινό μου ιστορικό κείμενο θα κλείσω με κάποια μαρτυρία του προαναφερόμενου νεοκόρου του Αγίου Μηνά την οποία είπε στον Θεολόγο καθηγητή Παπαμιχαλάκη:

“Ο αυτός νεωκόρος μοί είπεν ότι ο αυτός ιερεύς εφόνευσε δύο άλλους Γερμανούς εις την πλατείαν Αγ. Αικατερίνης. Περίεργον είναι το ότι ενώ κατά μήκος της β. πλευράς του ναού είχαν παραταχθή Ελληνες στρατιώται και χωροφύλακες, δεν έβαλον κατ’ αυτών. Τότε ο ιερεύς εφώναξε “Γερμανοί δεν τους θωρείτε” και πυροβολήσας κατ’ αυτών εκ του γραφείου Αγ. Μηνά, όπου ίστατο εφόνευσεν αυτούς.

Μετά την κατάληψιν της πόλεως ελέχθη ότι ο Γερμανός, όστις επεχείρησε να βομβαρδίση τον ναόν προσήλθε και εζήτησε πληροφορίας περί του Αγίου.  Διηγήθη ότι, ενώ υπερίπτατο του ναού, με κακόν σκοπόν το χέρι του έτρεμε, το πηδάλιο δεν υπάκουε εις τους χειρισμούς και το αεροσκάφος εκλυδωνίζετο ανεξηγήτως.

Την 18ην Ιουνίου επεσκέφθην τον ναό, έλθών δια πρώτην φοράν, μετά την κατάληψιν της πόλεως, από το χωριον Σγουροκεφάλι, εις ο προσέφυγον, κατά το διάστημα της μάχης. Παρακληθείς υπό τουα ρχ. Διονυσίου, παρέμεινα και ετελέσαμεν εσπερινόν.

Εκ του προσωπικού του ναού ο αρχ. Φώτιος, και ο ιερεύς Γεώργιος Κρτισωτάκης έλαβον τα όπλα και εμάχοντο, ο ιερεύς Γεώργιος Κυπριωτάκης και ο πρωτοψάλτης Γεωργ. Συλαμιανάκης είχον στρατευθή κανονικώς και εμάχοντο ο μεν ιερεύς επί των τειχών της πόλεως, ο δε πρωτοψάλτης εν Χανίοις, ο Ιερεύς Χαρίδημος προσέφυγεν εις Γέργερην και οι λοιποί εκ του προσωπικού εις διάφορα χωρία, κατά την προηγηθείσαν εκκένωσιν της πόλεως”.