Από τα μέσα του 19ου αιώνα οι συνεχείς επαναστάσεις στην Κρήτη προκάλεσαν σκληρό ανταγωνισμό εντός του νησιού μεταξύ των χριστιανών και μουσουλμάνων κατοίκων του, που οδήγησε σε σταδιακή επικράτηση του χριστιανικού στοιχείου και τον περιορισμό των μουσουλμάνων κυρίως στα αστικά κέντρα και σε ορισμένες περιοχές – θύλακες, κυρίως στο Ηράκλειο και τα Χανιά.

Το νησί περνούσε σταδιακά στα χέρια των χριστιανών Κρητικών, οι οποίοι άρχισαν να θέτουν επιτακτικά και το ζήτημα της ένωσης της Κρήτης με την Ελλάδα. Πολλοί μουσουλμάνοι Κρητικοί άρχισαν να εγκαταλείπουν το νησί για ασφαλέστερες για εκείνους περιοχές της Αυτοκρατορίας.

Το 1896, μετά την τελευταία επανάσταση, και ενώ οι ξένες δυνάμεις είχαν ήδη εγκατασταθεί στην Κρήτη για την τήρηση της ασφάλειας στο νησί, η κυριαρχία του οθωμανικού κράτους ήταν στην πραγματικότητα μόνο στα χαρτιά. Φαινόταν πως σύντομα η Κρήτη θα αυτονομηθεί, κάτι που έγινε όντως δύο χρόνια αργότερα, το 1898.

 

Ο Αχμέτ Ταρζαλάκης με την οικογένειά του

 

Τότε λοιπόν (1896-1897) το οθωμανικό κράτος οργάνωσε συστηματικές μετεγκαταστάσεις Κρητών μουσουλμάνων από την Κρήτη σε διάφορες άλλες περιοχές της αυτοκρατορίας. Ήταν η μεγαλύτερη έξοδος των Τουρκοκρητικών πριν από την οριστική ανταλλαγή των πληθυσμών μια γενιά αργότερα, το 1923

Τότε ιδρύθηκαν αποικίες Κρητικών στη Σμύρνη, στη νότια Μικρά Ασία (Μυρσίνη, Άδανα), αλλά και στον Λίβανο, τη Συρία, τη Λιβύη, περιοχές που ακόμα τότε ήταν υπό οθωμανική κυριαρχία.

Κάποιοι Κρητικοί εγκαταστάθηκαν στην ανατολική ακτή της Μεσογείου, απέναντι από την Κύπρο, εκεί που ήταν η αρχαία Φοινίκη, περιοχή που σήμερα έχει μοιραστεί μεταξύ Λιβάνου και Συρίας. Τα χωριά που ίδρυσαν υπάρχουν ακόμα, κοντά στα σύνορα των δύο χωρών. Το μεγαλύτερο χωριό, που βρίσκεται σήμερα στη Συρία, ονομάστηκε Χαμιντιέ, όνομα που δόθηκε και σε άλλα χωριά εκείνη την περίοδο, προς τιμήν του τότε σουλτάνου Αμπντούλ Χαμίτ Β’.

Οι κάτοικοι του σημερινού Χαμιντιέ είναι βεβαίως Σύροι, ωστόσο κρατούν ζωντανές όχι μόνο τις μνήμες τις κρητικής καταγωγής τους, αλλά και τις παραδόσεις, τη γλώσσα- την κρητική διάλεκτο, ακόμα και τα οικογενειακά επίθετα, που είναι ως επί το πλείστον ελληνικά, και πάντως λήγουν στη γνωστή κατάληξη “-άκης” .

Το Χαμιντιέ και οι κρητικής καταγωγής κάτοικοί του έγινε γνωστό στην Ελλάδα στις αρχές της δεκαετίας του 1980, οπότε και η ΕΡΤ είχε κάνει ένα σχετικό ντοκιμαντέρ. Ήταν η εποχή της σύσφιγξης των ελληνοαραβικών σχέσεων και μάλιστα με τη Συρία του Χαφέζ Αλ Ασαντ.

Εκείνοι την εποχή, πολλοί κάτοικοι του Χαμιντιέ ήρθαν στην Ελλάδα, και κυρίως στην Κρήτη, για να δουλέψουν. Σε μια εποχή που η μετανάστευση προς τη χώρα μας ήταν περίπου ανύπαρκτη, οι λίγοι οικονομικοί μετανάστες από την περιοχή ήταν καλοδεχούμενοι, πόσω μάλλον που ήταν “δικοί μας άνθρωποι” .

Ο ίδιος, παιδί τότε στην Κρήτη, θυμάμαι για την έλευση των Κρητικών από το Χαμιντιέ και τον ντόρο στην τοπική κοινωνία.

Οι παλιές έχθρες και οι ανταγωνισμοί του παρελθόντος είχαν ξεχαστεί. Οι κάτοικοι του Χαμιντιέ έφυγαν ως Τούρκοι, γύρισαν ως Σύροι, αλλά πριν και πάνω από όλα ήταν πάντα Κρητικοί.

Κάποιοι έμειναν για χρόνια στην Ελλάδα, παντρεύτηκαν εγκαταστάθηκαν, κάποιοι άλλοι, αφού δούλεψαν κάποια χρόνια και έκαναν ένα κομπόδεμα, γύρισαν πίσω στη Συρία, στο σπίτι τους, με τις καλύτερες εντυπώσεις. Άλλωστε η χώρα τότε ευημερούσε, ήταν από τις πιο όμορφες και φιλελεύθερες χώρες της Μέσης Ανατολής και το Χαμιντιέ ήταν επίσης ένας τόπος πανέμορφος και ειρηνικός.

Αρκετά χρόνια αργότερα, στα μέσα της δεκαετίας του 2000 επισκέφθηκα τη Συρία και πήγα φυσικά και στο Χαμιντιέ, εκεί όπου οι μανάδες μιλούσαν στον δρόμο στα παιδιά τους στα Ελληνικά, ενώ στο καφενείο οι άντρες του χωριού καλωσόρισαν θερμά και φιλοξένησαν τον ξένο που ήρθε από την δική τους παλιά πατρίδα και θεώρησαν τιμή την επίσκεψή του.

Ήταν βέβαια μεσήλικες και πάνω οι περισσότεροι, γιατί οι νέοι δούλευαν στις μεγάλες πόλεις, στη Δαμασκό ή τη γειτονική Λατάκια.

Λίγες μέρες αργότερα, έξω από το Αρχαιολογικό Μουσείο της Δαμασκού με πλησίασε ένας νεαρός άντρας, στα 25 όπως θα διαπίστωνα αργότερα. Μου μίλησε στα Ελληνικά και με ρώτησε από πού είμαστε (μας είχε ακούσει προφανώς να μιλάμε Ελληνικά).

Όταν του είπα πως είμαι από την Κρήτη, ο ενθουσιασμός του πολλαπλασιάστηκε, και μου αποκάλυψε αμέσως πως και αυτός είναι Κρητικός από το Χαμιντιέ. Τα Ελληνικά του ήταν άψογα και σχεδόν χωρίς προφορά. Είχε ζήσει στην Κύπρο και την Αθήνα κάποια χρόνια, όπως μου είπε.

“Τώρα γύρισα στη Συρία για να δουλέψω εδώ” είπε. Αρχικά, δύσπιστος εγώ, δεν τον πίστεψα πως ήταν όντως από την Κρήτη. Είχα ακούσει για ιστορίες Σύρων που δήλωναν από το Χαμιντιέ για να έχουν καλύτερη αντιμετώπιση στην Ελλάδα, όπως ακριβώς εκείνη την εποχή και οι Αλβανοί μετανάστες δήλωναν σύσσωμοι Βορειοηπειρώτες, ακόμα και αν ήταν από τη Σκόδρα.

“Μπράβο”, του λέω, “μιλάς πολύ καλά Ελληνικά, αλλά τα έμαθες στην Αθήνα. Μη μου λες πως είσαι από την Κρήτη” του απάντησα εγώ με ένα συγκαταβατικό χαμόγελο. Ηθελα να κάνω τον έξυπνο, πως διαβάζω, και καλά πίσω από τα λόγια του.

“Εγώ δεν είμαι από την Κρήτη; Εγώ; Εμένα τα Ελληνικά μου τα μαθε η μάνα μου” απάντησε με έκπληξη, σταθερή φωνή αλλά και συγκρατώντας μια πιο οργισμένη αντίδραση για μια κουβέντα που την πήρε ως προσβολή.

” Για δες” μου λέει “Ξάνοιγε”. Και βγάζει το διαβατήριό του, όπου ήταν η βίζα για την Ελλάδα για να μου δείξει την πρώτη σελίδα όπου έγραφε το όνομά του και να μου επισημάνει δυνατά. ” Τι λέει εδώ;” Διάβασα στη λατινική μεταγραφή των αραβικών: “Mustafa Psarakis”

“Μουσταφά Ψαράκη. Έτσι με λένε και οι παππούδες μου ήρθαν από το Αρκαλοχώρι εδώ”.

Ντράπηκα για την αποκοτιά μου, αλλά και χάρηκα για τη δική του αυτοπεποίθηση και την περηφάνια που πρόβαλε την κρητική του ταυτότητα. Του ζήτησα συγνώμη, χαμογελάσαμε και οι δύο πλατειά, βγάλαμε τις σχετικές φωτογραφίες και αποχωρήσαμε με αγκαλιές και φιλιά.

Γιατί τα θυμήθηκα τώρα όλα αυτά; Μα με αφορμή ένα άρθρο που διάβασα, δημοσιευμένο στα Aγγλικά στην σελίδα της Ύπατης Αρμοστίας του ΟΗΕ για τους πρόσφυγες. Εκεί μιλά για τον κύριο της φωτογραφίας και την οικογένειά του. Είναι και αυτός από το Χαμιντιέ, που δεν είναι πια ούτε ειρηνικό ούτε ευημερεί, όπως και όλη η Συρία.

Έφυγε από την πατρίδα του, όπως εκατομμύρια άλλοι συμπολίτες του, θύματα του φρικτού πολέμου της χώρας του, αναζητώντας μια καλύτερη τύχη. Σε εκείνον η ζωή επιφύλασσε ένα απροσδόκητο παιχνίδι. Περνώντας από την Τουρκία στα ελληνικά νησιά, κατέληξε να εγκλωβιστεί στην Ελλάδα και να επιλεγεί τελικά ως ένας από τους 750 πρόσφυγες που σε αυτή τη φάση θα εγκατασταθούν στην Κρήτη.

Και έτσι, ο Αχμέτ Ταρζαλάκης, εξαιτίας ενός φρικτού εμφυλίου πολέμου στον τόπο που γεννήθηκε, βρέθηκε να ζει ξανά στη γη των προγόνων του, εκεί από όπου εκείνοι είχαν φύγει 4 γενιές πριν, με τρόπο παρόμοιο, θύματα επίσης ενός άλλου αδελφοκτόνου πολέμου.

Να όμως που η ζωή κάποτε δικαιώνει την ιστορία.

Το σχετικό άρθρο εδώ:

http://www.unhcr.org/news/latest/2018/2/5a8ed3314/refugee-family-renews-century-old-ties-crete.html