Ποτέ κανείς από τους ηλικιωμένους που είναι σήμερα στη ζωή δεν μπορεί να προσδιορίσει στη σκέψη του αυτό που επιθυμεί να συναντήσει μπροστά του ή να σκεφτεί κάποια παροιμία ή συνήθεια που αντανακλά στα βιώματα που έζησε την κατοχή που πέρασε.
Οτιδήποτε από όλα αυτά έρχεται μόνο του στη σκέψη του καλό ή κακό και από εκείνη τη στιγμή γίνεται η καλλιέργειά του και το παρουσιάζει εκεί που θα ωφελεί ή εκεί που θα βλάπτει για το μέλλον του ανθρώπου. Για να προκύψει όμως, κάποιος χρειάζεται να κάνει παρέα με ανθρώπους που να έχουν την ηλικία και τις γνώσεις και που να είναι γνώστες όλων αυτών.
Αυτοί που έχουν όλα αυτά τα προσόντα είναι οι ηλικιωμένοι που κάνουν συχνά παρέα στο επώνυμο ζαχαροπλαστείο με τους παραδοσιακούς λουκουμάδες επί πολλά χρόνια στην πόλη μας. Δεν είναι πολλές ημέρες που στην παρέα ήτανε αρκετοί παρόντες και με τους καφέδες από όλους φέρανε στα ύψη την όρεξή τους.
Εκείνη την ώρα και χωρίς να έχει προηγηθεί κανείς διάλογος στην παρέα, ήρθε στη σκέψη του κ. Γιώργου η συνήθεια που λέγανε παλιά: «Είσαι μια νυφίτσα» και την είπε χαμογελώντας στον διπλανό του. Όμως απέναντί του καθότανε ο γνωστός αναλυτής των παροιμιών και των συνηθειών και αμέσως πήρε το λόγο και έκανε ανάλυση αυτής της συνήθειας και είπε ότι η νυφίτσα είναι ένα μικρό ζώο που ζει συνήθως από πεθαμένα μικρά πτηνά και όταν δεν τα βρίσκει, κάνει την επίθεσή της σε ζωντανά τη νύχτα εκεί που κοιμούνται, ακόμα και σε κοτόπουλα.
Έχει διάφορα έντονα χρώματα στο σώμα της, μικρά πόδια, αυτιά, ουρά, κεφάλι και δόντια δυνατά. Μετά τον λόγο πήρε και ο επόμενος ηλικιωμένος της παρέας λέγοντας ότι: εγώ από μικρός το είχα γνωρίσει αυτό το μικρό και πονηρό ζώο. Την νύχτα κρύβεται για προστασία μέσα σε τρύπες βράχων και περιμένει να βραδιάσει για να κάνει την έξοδό του προς αναζήτηση της τροφής της από πεθαμένα μικρά ζώα και πτηνά. Όταν δεν τα βρει πηγαίνει εκεί που κοιμούνται, τα πνίγει και μετά τα ροκανίζει.
Θυμάμαι όταν πήγε η μάνα μου το πρωί στο κοτέτσι να ταΐσει τις κότες μας βρήκε μια πνιγμένη και φαγωμένη γύρω από το λαιμό της. Ίσως να είχε πάει και με άλλες μαζί. Υπόψιν ότι η νυφίτσα πρώτα τα πτηνά και τις κότες τα πνίγει με τα δόντια της και μετά τρώει το κρέας για να χορτάσει. Μπορεί να παίρνει τα πτηνά που είναι μικρά και στην κρύπτη της για να τα τρώει την ημέρα που δεν βγαίνει έξω. Και το επόμενο βράδυ πηγαίνει πάλι στο κοτέτσι και όταν η πνιγμένη κότα είναι ακόμα εκεί ίσως να ειδοποιεί και την οικογένειά της ή και άλλες που κάνουνε παρέα για να την φάνε μαζί».
Η νυφίτσα αποτελεί τον φόβο και τον τρόμο της κάθε οικογένειας και αναγκαστικά παίρνουν διάφορα μέτρα προστασίας για τις κότες τους γιατί έχουν ανάγκη το κρέας και τα αυγά τους. Γι’ αυτό εκεί κοντά δένουν το σκύλο τους που όταν ακούσει την κίνησή τους γαυγίζει και φεύγουν».
Στη συνέχεια είπε ότι, όπως και όλες οι άλλες συνήθειες της παλιάς εποχής, μεταφερθήκανε για να τις εκτελεί και ο άνθρωπος το ίδιο και αυτή πήρε το δρόμο να την εκτελεί για τον ίδιο σκοπό.
Έτσι την εφαρμόζει στην κοινωνία που ζει πολύ περισσότερο στις παρέες του, για να προσφέρει εύχαρη παρέα μεταξύ των για να δίνουν κέφι και όρεξη όλοι μαζί. Όταν κάποιος ή κάποια κατά την ώρα της παρέας πει ένα από τους χαρακτηρισμούς της νυφίτσας τότε όποιος προλάβει του απαντά: «είσαι ένας ή μια νυφίτσα» και γίνεται ο χαμός από τα γέλια όλων.
Ακόμα πρόσθεσε ότι της νυφίτσας την ομορφιά, την πονηριά, τα κουνήματα, την εξυπνάδα και τα μάτια της όταν ένα ή δύο από αυτά τα έχει και τα χρησιμοποιεί ένας άνδρας ή μία γυναίκα και περισσότερο οι κοπελιές, τότε εκφράζονται με αυτήν τη συνήθεια ότι είσαι ακριβώς όπως είναι η νυφίτσα κ.λπ. και την κοπελιά όταν την ντύνανε για να παντρευτεί λέγανε παλιά ότι την ντύσανε όμορφη σαν την νυφίτσα.
Τέλος, την παλιά συνήθεια με τη νυφίτσα που έπνιγε τις κότες για την τροφή της και που την είχανε βιώσει για πολλά χρόνια οι πρόγονοί μας, στη συνέχεια μεταφέρθηκε και στη νέα εποχή για να ενημερωθούν και οι νεότεροί μας. Όμως ο πνιγμός αυτών σταμάτησε από τα μέσα που έχει στη διάθεσή του ο άνθρωπος.
Μετά από καιρό πάλι ο πνιγμός εμφανίστηκε όχι από τη νυφίτσα αλλά από τους διάφορους ληστές που δολοφονούν τους ηλικιωμένους για να τους πάρουν τα χρήματά τους. Και αυτοί την ημέρα κρύβονται σε διάφορα σπίτια και τη νύχτα εξορμούν στα σπίτια τους και όποιον πάρει ο χάρος. Τους δένουν, τους πνίγουν με σχοινιά ή με τεμάχια λωρίδων από σεντόνια, τους παίρνουν τα χρήματά τους και εξαφανίζονται. Μετά από καιρό, αφού τα φάνε, η δεύτερη εξόρμησή τους είναι σε άλλα σπίτια και πολύ μακριά για να αποφύγουν την σύλληψή τους.
Όμως «μια του κλέφτη – δυο του κλέφτη», την τρίτη πιάνονται και μεταφέρονται στο κελί της φυλακής.
Και τέλος, λίγο πριν φύγει η παρέα ένας με χαμόγελο είπε:
Της νυφίτσας τα καμώματα κι οι κοπελιές τα κάνουν
όταν θα δούνε όμορφο νεαρό σύντροφο να τον πάρουν!
*Ο Γιάννης Τσακπίνης είναι απόστρατος αξιωματικός