Ο Ντίνος Παζαρακιώτης δεν υπήρξε μόνο ένας φωτισμένος φιλόλογος που υπηρέτησε στα σχολεία του Ηρακλείου και «επαίδευσε» με τις γνώσεις και το ήθος του τη νεολαία της πόλης‧  είναι κι ένας γνωστός κι επιτυχημένος συγγραφέας με πλούσιο ποιητικό και πεζογραφικό έργο. Η ποίησή του, ποίηση ελεύθερου στίχου με υπερρεαλιστικά στοιχεία, θέτει το ζήτημα της ύπαρξης, συναιρώντας τη μεταφυσική αναζήτηση  με τον κοινωνικό προβληματισμό.

Τα πεζά του κείμενα, που κέντρο τους έχουν τον άνθρωπο με όλες τις αντιφάσεις και τις αντινομίες της ανθρώπινης φύσης, αν και με εναργή τον κοινωνικό προβληματισμό, αναδεικνύουν τον συγγραφέα ως βαθύ γνώστη της ψυχολογίας των ηρώων του, ως άνθρωπο με ανθρωπογνωστικό πλούτο. Αλλά ο Ν. Παζαρακιώτης, ως άριστος φιλόλογος, έχει και ένα πλούσιο γλωσσικό οπλοστάσιο, που το αντλεί από όλες τις φάσεις της μακραίωνης ιστορίας της ελληνικής γλώσσας, το οποίο χρησιμοποιεί με τέχνη, δημιουργώντας   τη δική του λογοτεχνική γλώσσα, ένα στοιχείο «εκ των ων ουκ άνευ» για κάθε λογοτέχνη.

Είχα την τύχη να με κάνει φίλο του ο Ντίνος Παζαρακιώτης και με την ευγένεια που τον διακρίνει να μου χαρίσει τα βιβλία του. Ξεχώρισα το μυθιστόρημά του με τον τίτλο «Η άνωθεν εντολή» (εκδ. Ταξιδευτής, σελ. 247). Πρόκειται για ένα έργο με έντονο το προσωπικό στοιχείο, αφού ο συγγραφέας αναφέρεται σε προσωπικά του βιώματα, προειδοποιώντας μας όμως, ήδη από το Προοίμιο, ότι «η πραγματική ιστορία ενός ανθρώπου ούτε γράφεται, ούτε περιγράφεται ποτέ» και ότι η ιστορία που γράφει δεν είναι ούτε αληθινή ούτε ψεύτικη. Απλώς είναι ένα μυθιστόρημα, για το οποίο η κεντρική ηρωίδα, η Μέλπω, απαντώντας στην παρατήρηση του διευθυντή των φυλακών ότι «άλλο είναι τα ιστορικά γεγονότα και άλλο τα μεταφυσικά πράματα», λέει: «Πού σκοντάφτεις; «Μυθιστόρημα» δεν είπες; Βάζω εγώ τον μύθο, βαλ’  εσύ την «ιστορία» (σ. 130). Που σημαίνει πως στο μυθιστόρημα ο μύθος με την ιστορία συμπλέκονται αξεδιάλυτα.

Ο συγγραφέας βλέπει τα πράγματα όπως μέσα από ένα καθρέπτη, όπου όμως η πραγματικότητα δεν διακρίνεται από τον αντικαθρεπτισμό της.  Όπως καταλαβαίνει κανείς, η εικόνα που δίνει ο καθρέπτης δεν είναι η ίδια η πραγματικότητα αλλά η αντανάκλασή της. Άρα όσα περιγράφει και αφηγείται ο συγγραφέας είναι η αντανάκλαση στο έσοπτρο της ψυχής και της μνήμης του μιας βιωμένης πραγματικότητας.

Δυο λόγια για τον τίτλο «Η άνωθεν εντολή». Τέσσερις ή πέντε φορές απαντάται η φράση στο μυθιστόρημα, έχει όμως δεσπόζουσα θέση. Η «άνωθεν εντολή», ως φράση, θυμίζει καταστάσεις δικτατορίας ή στρατιωτικές και αστυνομικές διαταγές, στις οποίες οι αποδέκτες πρέπει να υπακούνε τυφλά.

Το επίρρημα «άνωθεν» δηλώνει την ύπαρξη μιας ανεξέλεγκτης, πανίσχυρης, γραφειοκρατικής, ανώνυμης εξουσίας από τα πλοκάμια της οποίας ουδείς μπορεί να διαφύγει. Η εξουσία απλώς εντέλλεται και οι παρακάτω εκτελούν. Μέσα σ’  αυτό το ασφυκτικό πλαίσιο υπάρχουν οι εντολείς και τα εκτελεστικά όργανα, που πρέπει να λειτουργούν πειθήνια. Εκεί βρίσκουν έδαφος να βλαστήσουν όλα τα ζιζάνια: οι βασανιστές, οι χαφιέδες, οι λακέδες. Σ’  αυτό το κλίμα ζουν και δρουν οι ήρωες του μυθιστορήματος, προσπαθώντας να βρουν τρόπους να ξεφύγουν, να ανασάνουν ελεύθερα.

Αυτό μας οδηγεί στο χρόνο του μυθιστορήματος. Σ’ ένα τέτοιο κλίμα «άνωθεν εντολών»  έζησε η χώρα μας στα χρόνια του εμφυλίου πολέμου και τη μετεμφυλιοπολεμική περίοδο: οι βομβαρδισμοί από τα γερμανικά αεροπλάνα, οι ηττημένοι Ιταλοί που πεθαίνουν της πείνας αναζητώντας δουλειά  στα ελληνικά σπίτια, οι συγκρούσεις των ανταρτών με τον Εθνικό Στρατό, ο πόλεμος της Κορέας, η αμερικάνικη βοήθεια, όλα αυτά αποτελούν το ευρύτερο ιστορικό περιβάλλον του μυθιστορήματος. Ο τόπος όπου διαδραματίζονται τα γεγονότα είναι χωριά της Κεντρικής Ελλάδας, κάπου στη Θεσσαλία. Εκεί τοποθετεί ο συγγραφέας τους ήρωές του, καθώς κι εκείνος είναι ένας από αυτούς.

Πρόκειται για την κοινωνία μικρών χωριών ή κωμοπόλεων και μάλιστα σε χρόνους ματωμένους, σε καιρούς χαλεπούς. Τα πρόσωπα δίνουν ένα σκληρό αγώνα επιβίωσης, προσπαθώντας ταυτόχρονα να κρατήσουν το ήθος και την αξιοπρέπειά τους τους, καθώς έχουν να αντιμετωπίσουν όχι μόνο τις συμπληγάδες της εξουσίας αλλά των ζωώδικων ενστίκτων.  Στο μυθιστόρημα παρελαύνουν πολλά πρόσωπα: η Μέλπω, ο Μικρός, ο Πάσχος, η Αφεντούλα, η Αργυρώ, ο δικηγόρος Σπυρίδων Σφήκας, ο Τρύφων, διευθυντής των φυλακών, ο Δεσπότης, αλλά και άλλα δευτερεύοντα πρόσωπα, που όμως συντελούν στη δημιουργία της πλήρους εικόνας της εποχής, όπως ο χαφιές,, ο φύλακας, ο φοβερός Καράτσης κ.ά. Δεσπόζουν τα πρόσωπα της Μέλπως και του Μικρού (γιος της Μέλπως, προσωπείο του συγγραφέα).

Όλο το μυθιστόρημα είναι η παρουσίαση μιας σειράς  από πράξεις μικρές και μεγάλες, ιταμές και γενναίες, ηθικές και ανήθικες, αυτών των μικρών, ταπεινών, αγνών αλλά και πονηρών, σκληρών, συχνά δαιμονικών, καθημερινών ανθρώπων, που όλοι μαζί συνιστούν ένα μικρόκοσμο, στον οποίο όμως μπορεί κανείς να δει να καθρεπτίζεται και να αντανακλάται  όλη η τότε ελληνική κοινωνία της υπαίθρου. Σ’  αυτό το «μέγα μικρόκοσμο» ένα παιδί μεγαλώνει και ενηλικιώνεται, ζώντας από κοντά όλα τα γεγονότα, μικρά και μεγάλα, κωμικά και τραγικά.

Σε συνθήκες φτώχειας, φόβου αλλά και θαρραλέων πράξεων μεγαλώνει, διαμορφώνει την ψυχή του, ανδρώνεται, ανοίγει τα φτερά του, ονειρεύεται. Κι εμείς συνοδοιπορούμε μαζί του, ακούγοντας τον ανασασμό του και τις απορίες του,  βλέποντας τις πράξεις και τα καμώματά του μέσα στον κόσμο το δικό του, αυτόν τον κόσμο με τις πολλές αντινομίες του και τη σκληρότητά του. Το μυθιστόρημα δομείται, θα έλεγα, με τρόπο κινηματογραφικό. Ο συγγραφέας, έχοντας ως άξονα τη ζωή του Μικρού και της μητέρας του, στρέφει το φακό του και φωτίζει διάφορα επεισόδια της ζωής των δύο ηρώων και των σχέσεων τους με τα άλλα πρόσωπα, χωρίς να ενδιαφέρεται πάντα για τη χρονική ακολουθία.

Η μνήμη του πρωτοπρόσωπου αφηγητή σαν να έχει διαλείψεις ή, για να το πούμε ορθότερα, ο αφηγητής επιλέγει να αφηγηθεί «πράξεις σπουδαίας και τελείας», για να θυμηθούμε και τον αριστοτελικό ορισμό της τραγωδίας. Λίγο τον νοιάζει αν κάνει χρονικά άλματα ή αν παρεμβάλλει συχνές παρενθέσεις στην αφήγηση. Ό, τι τον ενδιαφέρει είναι να αφηγηθεί γεγονότα που χαράχτηκαν ανεξίτηλα στην ψυχή του ήρωά του, δηλαδή στη δική του ψυχή, όσα δηλαδή έκρινε ότι άξιζε τον κόπο να γίνουν έργο λογοτεχνικό. Η επιλογή του αυτή απαλλάσσει τον αναγνώστη από την προσπάθεια να μη χάσει τη χρονική συνέχεια της ιστορίας και τον στρέφει στην ουσία των πραγμάτων, που είναι οι πράξεις των προσώπων.

Τις μικρές αφηγήσεις από τις οποίες αποτελείται το μυθιστόρημα δένει, σαν συγκολλητική ουσία, όχι ο χρόνος των γεγονότων αλλά τα ίδια τα γεγονότα, που εντάσσονται στο ευρύτερο πλαίσιο της τραγικής χρονικής περιόδου στην οποία αναφερθήκαμε.  Βασικό στοιχείο της γοητείας του μυθιστορήματος θα έλεγα ότι είναι η γλώσσα που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας. Όπως ανέφερα ήδη, ο Ν. Παζαρακιώτης, ως φιλόλογος, είναι άριστος γνώστης και χειριστής της γλώσσας. Στο μυθιστόρημα συναντά κανείς, μαζί με τη νεοελληνική κοινή, και ιδιωματισμούς τόσο από τη διάλεκτο της Θεσσαλίας, όσο και από την κρητική. Και τούτο όχι μόνο στους διαλόγους αλλά και στις περιγραφές και την αφήγηση.

Επίσης, συχνή είναι η χρήση εκκλησιαστικών φράσεων καθώς και φράσεων από την αρχαία ελληνική και τη λατινική Γραμματεία. Τα γλωσσικά στοιχεία, δεμένα με αριστοτεχνικό τρόπο μέσα σε μια αφήγηση με ποιητικότητα, με εσωτερικό ρυθμό, άλλοτε  χαλαρή κι άλλοτε ασθμαίνουσα, με διαλόγους κοφτούς αλλά και μακροσκελείς στις περιπτώσεις που πρόκειται να αναλυθεί ένα φλέγον θέμα και να διατυπωθούν σοβαρές σκέψεις και απόψεις, δίνουν ένα κείμενο όχι απλώς πρωτότυπο αλλά κυρίως απολαυστικό:  ο αναγνώστης όχι μόνο προβληματίζεται πάνω στα ανθρώπινα πράγματα, όχι μόνο αντιλαμβάνεται πώς ο ιστορικός και ο κοινωνικός περίγυρος επιδρούν στον ανθρώπινο ψυχισμό, αλλά και χαίρεται και απολαμβάνει το κείμενο ως τέτοιο.

«Η άνωθεν εντολή» είναι τελικά ένα μυθιστόρημα  που η ανάγνωσή του συμβάλλει στον προβληματισμό, στο στοχασμό και αναστοχασμό, στην ανθρωπογνωσία, αλλά και στην αισθητική απόλαυση, δείχνοντας, ότι η καλή τέχνη, και ειδικά η τέχνη του λόγου, είναι από τα πλέον πολύτιμα πράγματα που έχει ο άνθρωπος για τον εξανθρωπισμό του. Ο Ντίνος Παζαρακιώτης με την «Άνωθεν εντολή» αφήνει ένα σπουδαίο έργο, ένα κληροδότημα που πλουτίζει τη νεοελληνική λογοτεχνία.